Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας στην προηγούμενη κατάσταση κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ λόγω απώλειας αυτής. Το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νομίμου αντιπροσώπου του διαδίκου δεν συνιστά λόγο επαναφοράς. Οι καταχρηστικές προθεσμίες δεν είναι δεκτικές αποκατάστασης με την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 152 KΠολΔ «1. Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 2. Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 3. Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή, είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής», κατά δε την επομένη διάταξη του άρθρου 153 του ίδιου Κώδικα «Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου», ενώ η διάταξη του άρθρου 154 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι «Η επαναφορά ζητείται από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη ή, εάν υπάρχει εκκρεμοδικία, ζητείται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία». Τέλος, η διάταξη του άρθρου 155 KΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 7 Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται από 1.1.2022 και επί εκκρεμών υποθέσεων, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β` και 120 του αυτού ως άνω Νόμου, «1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικο του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο. Στην περίπτωση αυτή η αντίκρουση από τον αντίδικο γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων. 2. Η αίτηση της παρ. 1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος». Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι η ενώπιον του Εφετείου αίτηση επαναφοράς υποβάλλεται με το δικόγραφο της εφέσεως ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσεως του συνιστώντος την ανώτερα βία εμποδίου ή της γνώσεως του δόλου του αντιδίκου (ΑΠ 854/2018, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 2139/2014 δημοσιευθείσες εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»), πρέπει δε να αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους δεν ήταν δυνατή η τήρηση της προθεσμίας, τον χρόνο της άρσεως του εμποδίου, το οποίο συνιστούσε την ανωτέρα βία, ή της γνώσεως του δόλου του αντιδίκου και τα προς απόδειξή τους αποδεικτικά στοιχεία (ΑΠ 1075/2015, ΑΠ 204/2014, ΕφΑθ 599/2016, ΜονΕφΠειρ 320/2020, ΜονΕφΔωδ 20/2017 δημοσιευθείσες εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Στην έννοια της «ανωτέρας βίας» εντάσσεται οποιοδήποτε γεγονός εντελώς εξαιρετικής φύσεως, το οποίο δεν αναμενόταν ούτε ήταν δυνατόν να αποτραπεί από τον διάδικο ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, δηλαδή γεγονός, το οποίο επέφερε την απώλεια της προθεσμίας αντικειμενικώς, χωρίς πταίσμα του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου του ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του (ΑΠ 937/2020, ΑΠ 932/2020, ΑΠ 275/2019, ΑΠ 824/2018, ΑΠ 214/2016, ΑΠ 949/2015 δημοσιευθείσες εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νομίμου αντιπροσώπου του διαδίκου δεν συνιστά λόγο επαναφοράς (άρθρο 152 παρ. 2 KΠολΔ, ΑΠ 908/2006 Δ. 1321, ΑΠ 61/2005, ΝοΒ 53 1272). Ειδικώς καθόσον αφορά στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, αυτός οφείλει να προβαίνει εγκαίρως σε κάθε λογικώς ενδεικνυομένη (υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις), συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλείπεται σε αυτόν μέχρι τη λήξη της αντίστοιχης δικονομικής προθεσμίας χρόνος επαρκής, αξιοποιήσιμος με την ενδεικνυομένη δικονομική επιμέλεια και σύνεση (άρθρο 116 KΠολΔ) για την επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως (Ολ. ΑΠ 29/1992, ΑρχΝ 1992/746, ΑΠ 178/2011, ΕφΑΔ 2011/1197, Μ. Μαργαρίτης – ¶. Μαργαρίτη, Ερμηνεία KΠολΔ, Θεωρία-Νομολογία, Τ. I, 2012, υπό το άρθρο 152, αριθ. 11 επ., και υπό το άρθρο 518, αριθ. 33 επ.). Ενόψει των ανωτέρω, δεν συνιστά ανωτέρα βία η μη τήρηση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο συγκεκριμένης διατάξεως νόμου (ΕφΑθ 426/2008, ΝοΒ 56 1234) ή ο φόρτος εργασίας του ή το πταίσμα του ίδιου ή συνεργάτη του δικηγορικού του γραφείου (ΜονΕφΑιγ 80/2020 δημοσιευθείσα εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»), στο πλαίσιο δε αυτό δεν δύναται να θεωρηθεί ως γεγονός ανωτέρας βίας η μη δημοσίευση δικαστικής αποφάσεως, εάν αυτή εν τέλει έλαβε χώρα, έστω και ελάχιστο χρόνο προ της λήξεως συγκεκριμένης προβλεπομένης από συγκεκριμένη διάταξη νόμου προπαρασκευαστικής προθεσμίας, με συνέπεια την απώλεια αυτής λόγω αδυναμίας ή παραλείψεως του πληρεξουσίου δικηγόρου να καταθέσει εντός της προθεσμίας το προβλεπόμενο, κατά περίπτωση, ένδικο βοήθημα ή ένδικο μέσο (προϋπόθεση ασκήσεως των οποίων είναι η δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως), διότι η επιμελής και συνεχής παρακολούθηση της διαδικαστικής πορείας των υποθέσεων, στην οποία περιλαμβάνεται η δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, και η ταχεία ενέργεια του πληρεξουσίου δικηγόρου, ώστε ακολούθως να ασκηθεί ένδικο βοήθημα ή ένδικο μέσο ή να λάβει χώρα άλλη αναγκαία διαδικαστική πράξη, ανάγεται αποκλειστικώς στη σφαίρα ευθύνης αυτού, ο οποίος οφείλει, εξ υπηρεσιακού καθήκοντος και προς υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέως του, να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα – ακόμη και την τελευταία ημέρα της σχετικής προθεσμίας – για την εμπρόθεσμη και νομότυπη άσκηση του καταλλήλου ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου, λαμβανομένου δε ιδίως υπόψη ότι σκοπός των προπαρασκευαστικών προθεσμιών είναι προεχόντως η αποτροπή του αιφνιδιασμού του αντιδίκου (υπό την έννοια της παροχής χρόνου επαρκούς και πλήρους προετοιμασίας) και η προστασία του δικού του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως (ίδ. σχετ. Ευ. Μπαλογιάννη, σημείωμα κάτωθι της ΑΠ 1977/2006 εις Δ. 2007, Κ. Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας, θεμελιακές έννοιες, σ. 256, 270/2023 ΜονΕφΑνΚρητ).

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταχρηστικές προθεσμίες δεν είναι δεκτικές αποκατάστασης με την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση, διότι αυτές τάσσονται από το νόμο με σκοπό τη δημιουργία διαδικαστικής βεβαιότητας και ασφάλειας των συναλλαγών, το δε χρονικό διάστημα που προβλέπεται σ’ αυτές αποτελεί αποσβεστικό λόγο της άσκησης του ενδίκου μέσου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες των διαδίκων που συνιστούν την ανώτερη βία ή το δόλο του αντιδίκου, εξαιτίας των οποίων δεν μπόρεσαν να τηρήσουν την ανωτέρω προθεσμία. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι αντίθετη με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, διότι η προθεσμία του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εξασφαλίζει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου για δίκαιη δίκη και προσφυγή στο δικαστήριο (Α.Π. 1385/2021, Α.Π. 1049/2019, Α.Π. 1030/2019, Α.Π. 264/2013, Α.Π. 2064/2009, Α.Π. 972/2023).

Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί