Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Εξώγαμη ελεύθερη συμβίωση: Πότε μπορεί να αναζητήσει ο/η σύντροφος με βάση τις διατάξεις αδικαιολόγητου πλουτισμού τις υπηρεσίες ή παροχές που παρείχε στον/ην σύντροφό του

Στο πλαίσιο της δικαστικής διάγνωσης μιας διαφοράς η χρησιμοποίηση της μεθόδου της αναλογίας νόμου προϋποθέτει, αφενός μεν, την ύπαρξη ακούσιου κενού ως προς τη νομοθετική ρύθμιση μίας συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως, δηλαδή την κατάλειψη αυτής αρρύθμιστης, αφετέρου δε, την ομοιότητα της εν λόγω βιοτικής σχέσεως, κατά τα ουσιώδη σημεία της, με άλλη νομοθετικώς ρυθμισμένη. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κενό που να απαιτεί συμπλήρωση με αναλογία, δηλαδή με προσφυγή σε έναν άλλο κανόνα δικαίου, όταν ο νομοθέτης άφησε μία περίπτωση αρρύθμιστη είτε διότι δεν τον ενδιέφερε η ρύθμισή της είτε, κατά μείζονα λόγο, διότι δεν επιθυμούσε να τη ρυθμίσει.

Εξάλλου, το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, το οποίο έχει ενταχθεί στο αναφερόμενο στις σχέσεις των συζύγων από το γάμο τέταρτο κεφάλαιο του ιδίου Κώδικα, ορίζει ότι “αν ο γάμος λυθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή”. Από τη διάταξη αυτή, αποσκοπούσα στην προστασία του συζύγου με τη μικρότερη αύξηση της περιουσίας, δηλαδή, κατά κανόνα του οικονομικώς ασθενεστέρου και, περιέχουσα, ως εκ τούτου, κανόνα αναγκαστικού δικαίου, συνάγεται ότι η εφαρμογή της προϋποθέτει τέλεση γάμου και, άρα, στο ρυθμιστικό της πεδίο εμπίπτει μόνο η αξίωση του ενός συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου (συζύγου). Αναλογική εφαρμογή αυτής της ρύθμισης στη λεγόμενη ελεύθερη (εκτός γάμου) ένωση δύο ετερόφυλων προσώπων δεν είναι δυνατή, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναλογίας. Ειδικότερα, κατά τη θέσπιση της κρίσιμης ρύθμισης, ο νομοθέτης, επιθυμώντας την υπαγωγή σε αυτή μόνο της έγγαμης σχέσεως, απέφυγε ηθελημένως όμοια ή ανάλογη ρύθμιση και της ελεύθερης ενώσεως, μολονότι τη γνώριζε ως υπάρχουσα de facto κατάσταση. Μεταξύ των δύο περιπτώσεων άλλωστε υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, ως προς τη σύσταση, τη λειτουργία, τη λύση, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις δεσμεύσεις κ.λπ. και, ως εκ τούτου, η ελεύθερη ένωση, μη υπαγόμενη στο νομικό καθεστώς του γάμου, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές του, ενόψει μάλιστα και του ότι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, αρνούμενοι να τελέσουν γάμο, δεν θέλησαν να υπαχθούν γενικώς στις διατάξεις που ρυθμίζουν το γάμο (ΑΠ 874/2008). Είναι όμως δυνατή η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των (ΑΠ 1926/2013). Ο νομοθέτης για πρώτη φορά ρύθμισε τα θέματα των περιουσιακών σχέσεων ατόμων συμβιούντων σε ελεύθερη (εκτός γάμου) σχέση με το άρθρο 6 του ν. 3719/2008, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 αυτού. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν έχουν αναδρομική ισχύ (άρθρο 29 αυτού), ώστε δεν τίθεται ζήτημα “επιγενόμενου κενού” αλλά για ηθελημένη κατάληψη αρρύθμιστων των προηγουμένων σχέσεων (ΑΠ 206/2011).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή για αιτία μη επακολουθήσασα ή λήξασα ή παράνομη ή ανήθικη”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο πλουτισμός απαιτείται να επήλθε “χωρίς νόμιμη αιτία”, δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος. Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία ειδικότερα είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας (ΑΠ 1356/1992). Το άρθρο 904 ΑΚ δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με το σκοπό του δικαίου του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Είναι δεδομένο της κοινής πείρας, ότι στο πλαίσιο της ελεύθερης συμβίωσης προσώπων οι συνήθεις παροχές του καθ` ημέραν κοινού βίου εκ μέρους του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος και, συνεπώς, δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός αυτού και η μείωση ή η μη επαύξηση της περιουσίας του δόντος δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει τότε η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι και υπηρεσίες πάσης φύσεως (ΑΠ 351/1993).

Δεν ισχύει όμως το ίδιο, και μάλιστα ως γενικός κανόνας, όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες ευλόγως προϋποθέτουν και έχουν ως βάση και “θεμέλιο” την συμβιωτική σχέση των ατόμων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η ελευθεριότητα και στις παροχές αυτές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις). Ειδικότερα, κύριο χαρακτηριστικό της συμβίωσης είναι ότι αυτή λύεται ελευθέρως οποτεδήποτε από εκάτερο των προσώπων, ενώ ο γάμος λύεται είτε με το θάνατο ενός των συζύγων, είτε με την έκδοση αμετάκλητης περί διαζυγίου απόφασης. Στην περίπτωση, εξάλλου, που κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης υπήρξε βελτίωση της περιουσίας (πλουτισμός) του ενός των προσώπων, που συζούν, από την περιουσία του ετέρου εξ αυτών, η οποία βελτίωση (πλουτισμός) έλαβε χώρα είτε με την προοπτική κάποιου μελλοντικού γάμου, είτε στο πλαίσιο της “κοινωνίας βίου”, και στη συνέχεια η ελεύθερη συμβίωση λύθηκε, τότε εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και, συνεπώς, μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (ΑΠ 946/1997, ΑΠ 1377/1989, ΑΠ 50/1995). Δηλαδή, εάν εξ αφορμής της εξώγαμης συμβίωσης δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ένα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση κάποιου όχι ορισμένου αλλά οριστού περιουσιακού ανταλλάγματος (π.χ. οικονομικής εξασφάλισης για το μέλλον) ή μελλοντικού γάμου, και στον παρασχόντα τις υπηρεσίες ή τις παροχές στον άλλο σύντροφο δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι παρέχει τις υπηρεσίες αυτές ή την παροχή για μελλοντική του εξασφάλιση (δηλαδή με την προσδοκία γάμου ή μελλοντικής εξασφάλισης), η αθέτηση και γενικώς η λήξη του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ως νόμιμης αιτίας, στηρίζει την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία γεννάται τη χρονική στιγμή της διάρρηξης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, οπότε ο δότης δικαιούται να αναζητήσει όσα κατέβαλε στον σύντροφό του (βλ. σημείωση υπό την ΑΠ 194/1990, ΝοΒ 39.511). Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνον η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου και ότι λόγω περατώσεως του συνδέσμου εμπιστοσύνης (λύσης της συμβίωσης είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγόμενου, είτε λόγω θανάτου), γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είτε για αιτία λήξασα (όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητά της), είτε για αιτία μη επακολουθήσασα (όταν οι παροχές δίνονταν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος). Περαιτέρω, εάν η λύση της ελεύθερης συμβίωσης οφείλεται στον θάνατο του πλουτίσαντος προσώπου, η ως άνω αξίωση εκ μέρους του επιζώντος συντρόφου απευθύνεται πλέον κατά των κληρονόμων του άλλου για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από την περιουσία του θανόντος (ΑΠ 1751/2014, ΑΠ 1926/2013, ΑΠ 194/1990, ο.π.), καθόσον τόσο η απαίτηση όσο και η υποχρέωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι κληρονομητές (άρθρο 1710 παρ. 1 ΑΚ, ΑΠ 1751/2014).

Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος

email: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί