Εξουσίες του Δικαστηρίου της Ανακοπής κατ’ άρθρο 224 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – Παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας – Ταμειακή βεβαίωση προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου
Στις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΔΔ, καθορίζεται η εξουσία του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της ανακοπής. Έτσι, ορίζεται ότι το δικάζον Δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά τον νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της (παρ.1). Κατ’ εξαίρεση χωρεί κι αυτεπάγγελτη έρευνα της αναρμοδιότητας κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης όπως και της παραβίασης του δεδικασμένου (παρ.2). [1]
Όταν με την ανακοπή προσβάλλεται η ταμειακή βεβαίωση, σύμφωνα με το άρθρο 224 παρ.4 του ΚΔΔ, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει παρεμπιπτόντως παρανομία ή πλάνη περί τα πράγματα του νόμιμου τίτλου εφόσον κατά του νόμιμου τίτλου δεν προβλέπεται ένδικο βοήθημα ουσίας (προσφυγή ή αγωγή) που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά τον νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. Κατά την έννοια επιπλέον του άρθρου 224 παρ.4 ΚΔΔ, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος, με την ανακοπή του οφειλέτη είναι δυνατή η προβολή λόγων που ανάγονται στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου, στην περίπτωση που ο ανακόπτων υποκειμενικά δεν έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου που αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου, κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης, εκτός αν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση με την οποία έχει κριθεί η νομιμότητα ή μη της πράξης αυτής[2].
Σύμφωνα δε με την υπ’ αρίθμ. 1787/2023 απόφαση του ΔΕφ Πειραιά (Τριμ.) το Δικαστήριο της Ανακοπής δεν μπορεί να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας προηγούμενων πράξεων εκτέλεσης πλην της ανακοπής κατά ταμειακής βεβαίωσης όπου μπορεί να λάβει χώρα παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας του εκτελεστού τίτλου αν δεν προβλέπεται κατ’ αυτού προσφυγή ουσίας ή δεν συντρέχει σχετικό δεδικασμένο.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 702/1977 περ. η’, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού Εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν τον χαρακτηρισμό κτισμάτων ή κατασκευών ως αυθαιρέτων, ανεξαρτήτως της νομοθεσίας κατ` εφαρμογή της οποίας έγινε ο χαρακτηρισμός, και την εξαίρεση τους από την κατεδάφιση καθώς επίσης και την αυθαίρετη μεταβολή χρήσης και την επιβολή προστίμων αυθαιρέτων”.
Κατά την έννοια του 224 παρ. 4 στην περίπτωση που το προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα κατά της πράξης με την οποία τελειούται η διοικητική διαδικασία και αποτελεί τον νόμιμο τίτλο της διοικητικής εκτέλεσης που ακολουθεί, είναι η αίτηση ακυρώσεως, ο κατά νόμο έλεγχος από το δικαστήριο της ανακοπής είναι επιτρεπτός ακόμα κι αν δεν ασκήθηκε η τυχόν προβλεπόμενη ενδικοφανής προσφυγή κατά της αποτελούσας το νόμιμο τίτλος της διοικητικής εκτέλεσης πράξης. Έτσι κρίθηκε μη νόμιμη η κρίση του Εφετείου, κατά την οποία οι εκθέσεις αυτοψίας δεν υπέκειντο σε παρεμπίπτοντα έλεγχο, επειδή είχαν καταστεί οριστικές, μη ασκηθείσας κατ’ αυτών ενδικοφανούς προσφυγής (πλειοψ.) [ΣτΕ 4250/2012][3].
Ελένη Μακροδημήτρη, ασκ. δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] Χρυσανθάκης, Χ., Διοικητική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 599
[2] (ΣτΕ 612/92 ΔΦΝ 1992/1739=ΔΔικ 1992/1046, ΣτΕ Ολομ 3325/1995 ΔΔικ 1995/1222, ΣτΕ 186/98, 1767/2002, 3875/2003, 1877/2004, Μωυσίδης, Β., Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας Κατ’ άρθρο ερμηνεία – Νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σελ. 1022
[3] [3] Χρυσανθάκης, Χ., Διοικητική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 599