Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Για να είναι παραδεκτή η έφεση ενώπιον του ΣτΕ, πρέπει να αναφέρεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης απόφασης προς τη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου

Σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθ. 58 του π.δ. 18/1989, όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθ. 12 του Ν. 3900/2010 και το τρίτο με την παρ. 3 του άρθ. 15 του Ν. 4446/2016, ορίζονται τα εξής: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί ως παραδεκτή έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο εκκαλών βαρύνεται με την υποχρέωση να τεκμηριώσει με αυτοτελείς, ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, αναγόμενο σε εσφαλμένη ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, επί του οποίου νομικού ζητήματος, κατά τον χρόνο της ασκήσεως της έφεσης, είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού Δικαστηρίου. Ως τέτοια, δε, νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί του ιδίου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 991/2018, 242/2014 κ.ά.). Ειδικότερα, δε, σε περίπτωση που ο εκκαλών επικαλείται έλλειψη νομολογίας ή αντίθεση της εκκαλούμενης απόφασης προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, θα πρέπει η έλλειψη ή η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης (βλ. ΣτΕ 991/2018, 526/2018, 4424/2014 κ.ά.), αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλούμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 1909/2020, 845, 1704/2019, 1083/2018, 1405/2017 7μ., 2637/2016 κ.ά.). Το νομικό αυτό, δε, ζήτημα δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, ούτε μπορεί να συναχθεί ότι τίθεται με την έφεση από το περιεχόμενο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και μόνον (ΣτΕ 1083/2018, 1370-1/2016 κ.ά.) – (ΣτΕ 625/2023 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί