H παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα και η τύχη του κληρονομικού μεριδίου του εκπεσόντος μεριδούχου
Ερμηνευτικό πρόβλημα δημιουργήθηκε σε σχέση με την έννοια που αποδίδεται στον όρο «παραίτηση» που περιέχεται στην ΑΚ 1826. Το ζήτημα που, καταρχήν, ανακύπτει είναι εάν η «παραίτηση» της ΑΚ 1826 ταυτίζεται με την έννοια της αποποίησης της ΑΚ 1847, οπότε και πρέπει να γίνει μέσα στην προβλεπόμενη για την αποποίηση προθεσμία, να υποβληθεί στο συγκεκριμένο τύπο και γενικότερα να υπαχθεί στη ρύθμιση των διατάξεων περί αποποίησης ή εάν αυτή μπορεί να αξιολογηθεί υπό ευρύτερη έννοια, με συνέπεια να μην υπόκειται σε αυτές.
Γίνεται δεκτό ότι στον όρο της «παραίτησης» με στενή έννοια εμπεριέχεται η έννοια της αποποίησης, ώστε να επέρχεται διαδοχή στη νόμιμη μοίρα, κατά την ΑΚ 1826, και σε περίπτωση αποποιήσεως του μεριδούχου (Παπαντωνίου ΚληρΔ §114 Ι).
Το ζήτημα ωστόσο, της «παραίτησης» με ευρεία έννοια συναρτάται με το κατά πόσο η ακυρότητα της διαθήκης, στο μέτρο που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, είναι σχετική ή απόλυτη.
Κατά την άποψη που επικρατεί σε θεωρία και νομολογία μόνο ο μεριδούχος και οι κληρονόμοι του δικαιούνται να επικαλεστούν την ακυρότητα της διαθήκης που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, τα αποτελέσματα της οποίας, ούτως ή άλλως, επέρχονται αυτοδικαίως (ΑΚ 180, 1829). Εάν ο μεριδούχος δεν επικαλεστεί την ακυρότητα της διαθήκης (δηλαδή δεν ζητήσει την αναγνώρισή της), αλλά αντίθετα δηλώσει –ρητά ή σιωπηρά- συναγόμενη συμπερασματικώς από πράξεις που δείχνουν βούληση παραίτησης, ήτοι ότι δεν θα κάνει χρήση του δικαιώματος επίκλησης της υπέρ αυτού ακυρότητας, η δήλωσή του αυτή λειτουργεί διαπλαστικά, έχει ως συνέπεια την αναδρομική ισχυροποίηση της διαθήκης και επιφέρει αποτελέσματα όμοια με αυτά της αποποίησης, στο μέτρο που υπάρχει ex tunc παραίτηση, δηλαδή θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ κληρονόμος κατά το ποσοστό της νόμιμής του μοίρας (Ψούνη ΚληρΔ Ι §9).
Η σχετική , εξάλλου, άτυπη-ρητή ή σιωπηρή- δήλωση του μεριδούχου για μη επίκληση της ακυρότητας της διαθήκης από την οποία θίγεται η νόμιμή του μοίρα, επειδή δεν αποτελεί, κατά την έννοια της ΑΚ 1847, αποποίηση, μπορεί να γίνει και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης και να αφορά και ποιοτικό περιορισμό της νόμιμής του μοίρας (ΑΚ 1829). Όπως επικρατεί και νομολογιακά, η παραίτηση του θιγόμενου μεριδούχου από το δικαίωμα προσβολής της διαθήκης είναι δήλωση βουλήσεως «απρόθεσμη» και άτυπη, μονομερής, μη απευθυντέα, ρητή ή σιωπηρή, ακόμη κι αν περιλαμβάνονται στην κληρονομία εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων (ΑΠ 1578/2007).
Σε κάθε, βέβαια, περίπτωση η παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα, που γίνεται πριν από την επαγωγή της κληρονομιάς, θεωρείται άκυρη, κατ’ αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του αρθρ. 1851 εδ. 1 ΑΚ, διότι πριν από την επαγωγή είναι άγνωστο αν θίγεται η νόμιμη μοίρα και ο παραιτούμενος δεν μπορεί να έχει υπόψη του όλα τα κρίσιμα για τη λήψη της αποφάσεώς του στοιχεία. Αποτελεί δε στοιχείο της κληρονομιάς και το δικαίωμα επί της νομίμου μοίρας που είχε ο κληρονόμος επί της κληρονομιάς προαποβιώσαντος προσώπου, όπως είναι ο/η σύζυγος του. (1260/2007 Εφ Πατρών).
Σύμφωνα με την άποψη η οποία υποστηρίζει την απόλυτη ακυρότητα της διαθήκης που θίγει τη νόμιμη μοίρα μεριδούχου γίνεται δεκτό, αφενός ότι η επαγωγή της νόμιμης μοίρας σε όλη της την έκταση και χωρίς περιορισμούς επέρχεται αυτοδικαίως, αφετέρου ότι κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον – και όχι μόνο ο μεριδούχος- μπορεί να επικαλεστεί την οποιαδήποτε ποσοτική ή ποιοτική «προσβολή» της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου, πχ δανειστές των μεριδούχων (186/2007 Εφ Ιωαννίνων). Ήτοι, αφού η προσβολή της νομίμου μοίρας συνεπάγεται ακυρότητα και επομένως, επενεργεί αυτοδικαίως, δεν απαιτείται προσβολή της διαθήκης με την περί κλήρου αγωγή, την οποία ασκεί ο μεριδούχος, για την προστασία του δικαιώματος της νομίμου μοίρας (ΑΠ 1411/1998). Η γνώμη συνεπώς αυτή που δέχεται την απόλυτη ακυρότητα αντιλαμβάνεται την «παραίτηση» με αναδρομικά αποτελέσματα ως αποποίηση της ΑΚ 1847 (Φίλιος ΚληρΔ §53).
Ωστόσο, βασικά επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της σχετικής ακυρότητας. Αφενός, η προστασία των στενών συγγενών και του συζύγου του κληρονομούμενου ως ο απώτερος προστατευτικός σκοπός των διατάξεων των αναφορικών με τη νόμιμη μοίρα, αφετέρου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του μεριδούχου να αποποιηθεί τη νόμιμή του μοίρα, δηλαδή αφού αυτός έχει το μείζον, έχει και το έλασσον, με συνέπεια να μπορεί να περιοριστεί σε μέρος της. Εξάλλου, ο ίδιος ο νόμος αντιμετωπίζει, και σωστά, διακριτά τις δύο περιπτώσεις στην ΑΚ 1625§1 αρ. 1, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι δεν πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες (Ψούνη ΚληρΔ Ι §9).
Σε δεύτερο στάδιο, ένα ζήτημα που ανακύπτει είναι ποια η τύχη του κληρονομικού μεριδίου του εκπεσόντος μεριδούχου μετά την επαγωγή, λόγω της προηγηθείσας παραίτησης αυτού, όταν αυτός κληρονομεί με άλλους συμμεριδούχους.
H ΑΚ 1830 ορίζει ότι «για τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου μερίδας με βάση την οποία οφείλεται η νόμιμη μοίρα, συναριθμούνται όσοι έχουν αποκληρωθεί με τη διαθήκη, όσοι έχουν αποποιηθεί την κληρονομιά και όσοι έχουν κηρυχθεί ανάξιοι να κληρονομήσουν». Η συναρίθμηση αυτή που προβλέπει η ΑΚ 1830, αποκλείει την προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα και ως εκ τούτου καθίσταται προφανής η αντίθεση της ρύθμισης της ΑΚ 1830 με αυτή των ΑΚ 1856, 1863.
Αναφορικά με το μεριδούχο σύζυγο, στην εξ αδιαθέτου διαδοχή όταν ο εν θέματι εκπίπτει, η μερίδα του προσαυξάνει στις μερίδες των συγκληρονόμων του συγγενών του κληρονομούμενου, με τους οποίους αυτός καλείται στην ίδια τάξη. Αντιθέτως, σε περίπτωση έκπτωσης του συζύγου από τη νόμιμή του μοίρα δεν ωφελούνται κατά προσαύξηση οι συμμεριδούχοι του, είτε είναι κατιόντες του κληρονομούμενου, είτε γονείς, λόγω της ΑΚ 1830. Γενικότερα στη νόμιμη μοίρα και κατά την άποψη που επικρατεί, δεν χωρεί προσαύξηση, χωρεί όμως διαδοχή βαθμών αλλά και διαδοχή τάξεων. Σχετικά πρόσφατα έχει υποστηριχτεί η άποψη πως η διαδοχή τάξεων ξεπερνά το πνεύμα του δικαίου της νόμιμης μοίρας και ως εκ τούτου να μην χωρεί εν προκειμένω (Μπαλής ΚληρΔ §142, Παπαντωνίου ΚληρΔ §113, Φίλιος ΚληρΔ §51 Β ΙΙ 1).
Κωνσταντίνα Ζούτη
δικηγόρος
info@efotopoulou.gr