Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Η δήλωση τρίτου (985 ΚΠολΔ)

Ο μοχλός της διαδικασίας της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου είναι η δήλωση του τρίτου για το έαν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε και για το εάν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα. Η όλη εξέλιξη της διαδικασίας εξαρτάται απολύτως από τη μορφή αυτής της δήλωσης: όταν η δήλωση είναι καταφατική αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά του τρίτου (989 ΚΠολΔ), ενώ όταν είναι αρνητική ή ανακριβής, συνιστά διαδικαστική πράξη της εκτελέσεως, που θα μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή από τον επισπεύδοντα (986 ΚΠολΔ), όπως και το νομικό θεμέλιο για την επιδίκαση της αποζημίωσης υπέρ του επισπεύδοντος και σε βάρος του τρίτου (985 §3 ΚΠολΔ). Το καθήκον  του τρίτου να υποβάλει δήλωση δημιουργείται με μόνη την επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια του. Η δήλωση πρέπει να δίνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο που κατασχέθηκε, ώστε να μπορεί εκείνος να επιβάλλει την κατάσχεση να ασκήσει τα δικαιώματα του (Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, 2001, §64, σελ. 788).

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο τρίτος  οφείλει να δηλώσει  μέσα στην δικονομική προθεσμία ενεργείας των 8   (οκτώ) ημερών – που εκκινεί από την επομένη ημέρα της επιβολής του κατασχετήριου εγγράφου-, αν υφίσταται η απαίτηση που κατασχέθηκε και αν έχει επιβληθεί εις χείρας του άλλη κατάσχεση με σχετική αναφορά και του ποσού για το οποίο αυτή επιβλήθηκε (985 § 1  α’ ΚΠολΔ). Η εν λόγω δήλωση αποτελεί διαδικαστική πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, εμπίπτουσα στην κατηγορία των ανακοινώσεων γνώσεως και δεν δύναται να προσβληθεί λόγω ελαττωμάτων βουλήσεως.

Ειδικότερα, η δήλωση του τρίτου μπορεί να είναι α) θετική, β) αρνητική ή γ) ανακριβής. Καταφατική είναι η δήλωση του τρίτου όταν αυτός αποδέχεται ότι υπάρχει απαίτηση που κατασχέθηκε ή ότι έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα ή ότι έχει υποχρέωση για τη μεταβίβαση της κυριότητας του κινητού πράγματος. Αρνητική είναι η δήλωση όταν ο τρίτος αρνείται ότι υπάρχει απαίτηση ή το κινητό  ή η υποχρέωση για μεταβίβαση  κυριότητας κινητού. Η ανακριβής δήλωση συνίσταται όχι μόνο στην από τον τρίτο απόκρυψη της οφειλής του έναντι του καθ’ ου, αλλά και στην ασαφή έκθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη μεταξύ τους έννομη σχέση.

Πιο συγκεκριμένα, όταν ο τρίτος δηλώνει ότι υπάρχει απαίτηση που κατασχέθηκε, πρέπει συγχρόνως να αναφέρει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλα τα ουσιώδη περιστατικά του χρέους. Όταν δηλώνει ότι έχει στα χέρια του το κατασχεμένο κινητό, πρέπει να προσδιορίζει με τρόπο σαφή, ειδικό και εξειδικευμένο ποιο είναι το κινητό, με ποιες συγκεκριμένες νομικές συνθήκες βρίσκεται στην κατοχή του και ότι αυτό δεν ανήκει στην κυριότητα του. Η πληρότητα της καταφατικής δηλώσεως του τρίτου πρέπει γενικότερα να κρίνεται με γνώμονα εάν η οποιαδήποτε ασάφεια, παράλειψη ή ανακρίβεια μπορεί να έχει ως συνέπεια την πρόκληση ζημίας σε εκείνον που επέβαλε την κατάσχεση.

Ο τρίτος, οσάκις δεν προβαίνει σε καταφατική δήλωση, οφείλει να περιλάβει στη δήλωσή του όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, η παράλειψη ή η ανακρίβεια των οποίων είναι δυνατόν να προξενήσει ζημία στον κατασχόντα. Ειδικότερα: α) η δήλωση πρέπει να είναι ειλικρινής, σαφής και ορισμένη, ώστε να προκύπτει η τυχόν υποχρέωση του τρίτου, β) επί διαρκών σχέσεων, ο τρίτος πρέπει, αφενός μεν να προσδιορίζει τον χρόνο παύσης του δεσμού του με τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, αφετέρου δε οφείλει να εκτιμήσει και να εκθέσει όλα εκείνα τα ουσιώδη περιστατικά που είναι ικανά να καταστήσουν ευχερέστερη την ικανοποίηση της απαίτησης του κατασχόντος, γ) σε περίπτωση κατάσχεσης μέλλουσας ή υπό αίρεση απαίτησης, οπότε ο τρίτος συνήθως βρίσκεται σε αδυναμία  να εκθέσει λεπτομερώς τη μελλοντική πορεία της απαιτήσεως, αυτός δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης, αφού στην περίπτωση αυτή, η δήλωσή του είναι δυνατόν να είναι αρνητική ως προς την ενεστώσα οφειλή και θετική ως προς τη μελλοντική, παρέχοντας διαβεβαίωση ότι θα παρακρατήσει οτιδήποτε προκύψει στο μέλλον υπέρ του καθ’ ου η κατάσχεση και δ) σε περίπτωση που ο τρίτος, λόγω της πολυπλοκότητας των σχέσεων και των συναλλαγών του με τον οφειλέτη, αδυνατεί προς το παρόν να συνάγει συμπεράσματα, οφείλει να εκθέσει τα περιστατικά που θεμελιώνουν την αδυναμία του, άλλως κινδυνεύει η δήλωσή του να θεωρηθεί ανακριβής και να υποχρεωθεί σε καταβολή αποζημίωσης (Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, άρθρα 591-1054, σελ. 2676).

Αρμόδιο όργανο υποδοχής της δήλωσης είναι η γραμματεία του Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας εκείνου που προβαίνει στη δήλωση (985 § 2 ΚΠολΔ), ενώ για τα νομικά πρόσωπα κρίσιμη είναι η πραγματική έδρα τους.

Επί κατασχέσεως απαίτησης στα χέρια τρίτου η κατ’ άρθρο 984 ΚΠολΔ αυτοδίκαιη εκ του νόμου εκχώρηση επέρχεται οριστικά με τη θετική δήλωση του τρίτου ότι είναι οφειλέτης της κατασχεθείσας απαίτησης και την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 988 §1 ΚΠολΔ προθεσμίας (ΕφΑθ 1022/2008 ΕφΑΔ 2009, 228) ή επί αρνητικής δήλωσης ή παράλειψης του τρίτου να προβεί στη σχετική δήλωση  με την ευδοκίμηση της κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ (ΑΠ 480/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την ως άνω εκχώρηση, η κατασχεθείσα απαίτηση μεταβιβάζεται στον κατασχόντα δανειστή στη νομική και πραγματική κατάσταση που βρίσκεται κατά το κρίσιμο σημείο της μεταβίβασης.

Τέλος, τόσο στην περίπτωση της παράλειψης, όσο και σε αυτήν που η δήλωση υποβλήθηκε, ήταν όμως ανακριβής, στοιχειοθετείται ευθύνη προς αποζημίωση. Η ανακρίβεια μάλιστα κρίνεται αντικειμενικά αφού « ο τρίτος ευθύνεται εκ μόνου του λόγου της παραλείψεως ή της ανακριβείας (της δηλώσεως), χωρίς να απαιτείται απόδειξις υπαιτιότητος..» Η αντικειμενική φύση πάντως της ευθύνης δεν αναιρεί, ότι πρέπει να υφίσταται το ζημιογόνο γεγονός, η πρόκληση της ζημίας και αναμφίβολα η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτών των δύο.

Αίτημα της συγκεκριμένης αγωγής, που εκδικάζεται σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, είναι η αποκατάσταση κάθε ζημίας, θετικής και αποθετικής που εκπορεύεται από τη συμπεριφορά του τρίτου, ενώ το ύψος της αποζημίωσης αντιστοιχεί στο ύψος της απαίτησης για την οποία έχει επιβληθεί η κατάσχεση συμπεριλαμβανομένων και τον τόκων αυτής. Υποστηρίζεται, πάντως, ότι είναι δυνατή και η καταβολή υπέρτερου ποσού για την ανόρθωση περαιτέρω ζημίας.  Σε αντίθεση με την ανακοπή που μπορεί να ασκήσει επίσης ο κατασχών κατά της αρνητικής δήλωσης, η παρέλευση της προθεσμίας της οποίας επιφέρει έκπτωση από το σχετικό δικαίωμα, η αγωγή αποζημίωσης κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, μπορεί να ασκηθεί είτε πριν είτε και μετά την προθεσμία αυτή. Τέλος, παθητικά νομιμοποιούμενος είναι αποκλειστικά ο τρίτος και όχι ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, η προσεπίκληση του οποίου ως δικονομικού εγγυητή είναι απαράδεκτη.

Χρύσα Ανδρεσάκη

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί