Η υποχρέωση συναίνεσης του ασθενούς πριν τη διενέργεια οποιασδήποτε ιατρικής πράξης
Στο άρθρο 5 της Συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης «Για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Βιοiατρική» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2619/1998 (φ. Α΄132) ορίζεται ότι: «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού τα ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν, προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του.». Επίσης, πέραν της υποχρέωσης του ιατρού προς αποφυγή αμιγώς ιατρογενών σφαλμάτων κατά την άσκηση οιασδήποτε ιατρικής πράξης, από τις διατάξεις των άρθρων 47 (παρ. 3 και 4) του ν. 2071/1992 και του άρθρου 5 του ν. 2619/1998, προκύπτει η υποχρέωση του ιατρού να ενεργεί ιατρικές πράξεις μόνο κατόπιν συναίνεσης του ασθενούς, επιβάλλεται δε προς τούτο να ενημερώνει τον τελευταίο για την κατάσταση της υγείας του, τις δυνατότητες και το είδος θεραπείας, τους κινδύνους που διατρέχει τόσο από την παράλειψή της όσο και από τη διενέργεια αυτής και γενικά να διευκρινίζει εκείνα τα σημεία που είναι κρίσιμα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ασθενή, πριν από την παροχή της συναίνεσης του στην διενέργεια ιατρικής πράξης (διαγνωστικής ή θεραπευτικής), να σχηματίσει ώριμη γνώμη για την ασθένειά του και την προτεινόμενη σ’ αυτόν από τον ιατρό πράξη-αγωγή.
Η διενέργεια ιατρικών πράξεων επομένως προϋποθέτει την προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς (άρθρα 47 παρ. 3 Ν 2071/1992 και 5 Ν 2619/1998). Σε διαφορετική περίπτωση ανακύπτει ζήτημα ευθύνης του ιατρικού προσωπικού από την οποιαδήποτε επεμβατική πράξη προς τον ασθενή (βλ. Πόρισμα ΣτΠ 13218/2001 ΠοινΔικ 2002, 153 με παρατηρήσεις Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι). Η ύπαρξη έγκυρης συναίνεσης είναι στενά συνδεδεμένη με την προηγούμενη ενημέρωση του ασθενούς, πρέπει με άλλα λόγια η συναίνεση να είναι “πληροφορημένη” (informed consent). Η συναίνεση επιπλέον πρέπει να είναι “προϋφιστάμενη” της ιατρικής πράξης, πολλώ μάλλον αφού εκ των υστέρων έγκρισή της δεν αίρει τον τυχόν άδικο χαρακτήρα της (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό δίκαιο, Αθήνα 2000, σελ. 350, Th. Koniaris / Α. Karlovassitou – Koniari, Medical law in Greece, The Hague κ.ά. 1999, σελ. 121). Μάλιστα πρέπει να παραμένει ικανός χρόνος μεταξύ της ενημέρωσης και της διενέργειας της ιατρικής πράξης, ώστε ο ασθενής να αποφασίσει σοβαρά και χωρίς πίεση αν θα υποβληθεί στην προτεινόμενη ιατρική αγωγή. Τέτοιος χρόνος δεν υφίσταται από τη στιγμή που ο ασθενής έχει ήδη εισέλθει στους τυχόν ειδικούς χώρους που θα γίνει η ιατρική πράξη (π.χ. χειρουργείο), αφού πλέον δεν βρίσκεται σε συνθήκες ηρεμίας για μια τέτοια κρίσιμη απόφαση (βλ. Ι. Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη, Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, Αθήνα – Κομοτηνή 1993, σελ. 247-251, ΚΙ. Ulsenheimer, Arztstrafrecht in der Praxis, 2. Aufl. Heidelberg 1998, σελ. 105). Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει τη διάγνωση και την πρόγνωση της ασθένειας, τους κινδύνους της ιατρικής πράξης, όπως και τις τυχόν εναλλακτικές θεραπευτικές μεθόδους (βλ. εκτενώς Μ. Κανελλοπούλου – Μπάτη, Ιατρική ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, Αθήνα – Κομοτηνή 1999, σελ. 55 επ.).
Λένα Πολύζου, δικηγόρος,
Email: info@efotopoulou.gr