Η εισαγωγή της υπόθεσης σε εσφαλμένη διαδικασία. Ιδίως η εσφαλμένη εισαγωγή της υπόθεσης σε ειδική διαδικασία, ενώ υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής της τακτικής
Στο πλαίσιο του ισχύοντος δικαίου η εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. παρίσταται ευχερής όταν το δικόγραφο εισήχθη κατά τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών και υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής άλλης ειδικής διαδικασίας από εκείνη κατά την οποία προσδιορίστηκε. Στην τελευταία περίπτωση, το δικαστήριο είτε θα εφαρμόσει απευθείας την προσήκουσα διαδικασία είτε -αν δεν έχει τηρηθεί η αναγκαία προδικασία- θα αναβάλει την έκδοση απόφασης, ώστε να τηρηθεί αυτή. Τα παραπάνω είναι δεκτικά εφαρμογής και στην περίπτωση που η υπόθεση εισήχθη κατά τις διατάξεις ειδικής διαδικασίας ενώ υπαγόταν στην εκούσια δικαιοδοσία και αντίστροφα.
Σχετικά ευχερής παρίσταται η εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. και στην αντίστροφη περίπτωση της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία ενώ υπαγόταν σε κάποια από τις ειδικές διαδικασίες. Το δικαστήριο θα εκδώσει μη οριστική απόφαση, κατά τα άρθρα 237 παρ. 6 και 46 Κ.Πολ.Δ., αναβάλλοντας την έκδοση απόφασης και παραπέμποντας την υπόθεση προς συζήτηση κατά την προσήκουσα διαδικασία, όπου και θα εισαχθεί στη συνέχεια με κλήση. Στη νέα συζήτηση οι προτάσεις θα κατατεθούν επί της έδρας, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 περ. γΚ.Πολ.Δ., και θα εφαρμοστούν οι αντίστοιχες διαδικαστικές ρυθμίσεις. Τα δικόγραφα, που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της προδικασίας του άρθρου 237 Κ.Πολ.Δ., δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού υποβλήθηκαν ενόψει άλλης συζήτησης, οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν όμως στο στάδιο της δίκης, η οποία διεξήχθη κατά την τακτική διαδικασία, θα μπορούν να ληφθούν υπόψη δεδομένου ότι λήφθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας δίκης.
Ιδιαίτερα δυσχερής παρίσταται εντούτοις η αντίστροφη περίπτωση της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης σύμφωνα με ειδική διαδικασία ενώ υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής της τακτικής. Το πρόβλημα στην προκείμενη περίπτωση προκαλείται λόγω της πρακτικής αδυναμίας να εφαρμοστούν οι προβλέψεις των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1-2 Κ.Πολ.Δ., αλλά και να τηρηθούν οι εκεί προθεσμίες, οι οποίες ανατρέχουν στον χρόνο κατάθεσης της αγωγής. Ως δυνητική λύση του προβλήματος, το οποίο ορθότερο θα ήταν να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο μελλοντικής νομοθετικής παρέμβασης, έχει αναφερθεί ο υπολογισμός των προθεσμιών από την έκδοση της απόφασης που διαπιστώνει την εισαγωγή της υπόθεσης κατά μη προσήκουσα διαδικασία. Άλλη πιθανή εναλλακτική θα μπορούσε να αναζητηθεί στην επαναφορά της υπόθεσης με κλήση εισαγόμενη κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας και υπολογισμό των προθεσμιών των άρθρων 215 και 237 Κ.Πολ.Δ. από την κατάθεση της κλήσης. Παρά το γεγονός ότι stricto sensuούτε η λύση αυτή παρίσταται ικανοποιητική, αφού στερείται επαρκούς ερείσματος στη διατύπωση των άρθρων 215 και 237 Κ.Πολ.Δ., είναι συνεπέστερη προς τη νομοθετική βούληση που εκφράζει η ρύθμιση του άρθρου 591 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ., στην οποία είναι διακριτή η πρόθεση διατήρησης του νομικού καθεστώτος της εφαρμογής της προσήκουσας διαδικασίας υπό το προϊσχύσαν δίκαιο. Όπως παγίως γινόταν, άλλωστε, δεκτό, η υπό την εφαρμογή του προϊσχύσαντος άρθρου 591 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας δεν αποτελούσε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ούτε συνεπαγόταν την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Τυπολατρική προσέγγιση στο γράμμα των άρθρων 215 και 237 Κ.Πολ.Δ. στην προκειμένη περίπτωση, θα απέληγε, εντούτοις, στη de facto αναγόρευση της εισαγωγής της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία σε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, καθώς σε περίπτωση παραμέλησής της θα καθίστατο αδύνατη η τήρηση των προθεσμιών των ανωτέρω διατάξεων με περαιτέρω πρακτική συνέπεια την απαγγελία του απαράδεκτου της αγωγής. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτό θα αντιστρατευόταν προφανώς τη νομοθετική βούληση που εκφράζει το άρθρο 591 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. Ούτε θα μπορούσε να αναζητηθεί η άρση του ερμηνευτικού αδιεξόδου προς την κατεύθυνση μιας ιδιαίτερα περιοριστικής ερμηνευτικής προσέγγισης του άρθρου 591 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ., υπό την οποία ενδεχομένως θα εξαντλείτο η εμβέλειά του μεταξύ των διαφόρων ειδικών διαδικασιών του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταλαμβάνει την παραπομπή από την τακτική στις ειδικές διαδικασίες και αντιστρόφως. Αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε επίσης στο αποδοκιμαστέο αποτέλεσμα να ανάγεται η εισαγωγή της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία σε όρο του παραδεκτού της αγωγής ως προς την τακτική διαδικασία και μόνο, εισάγοντας μια ευμενή διάκριση υπέρ των ειδικών διαδικασιών, η οποία δεν δικαιολογείται από τα εμπειρικά δεδομένα, ενώ -εφόσον συνεκτιμηθεί και η βαρύτητα της δικονομικής κύρωσης του απαραδέκτου- θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως αμφίβολης συμβατότητας προς την αρχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος αναλογικότητας (βλ. για τα ανωτέρω Π. Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του Κ.Πολ.Δ. μετά τον ν. 4335/2015, ΕΠολΔ 2015, σελ. 453επ.) (70/2016 ΜΠΡ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος