Η κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 Α.Κ. ως λόγος ανακοπής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η διατύπωση αυτή συνιστά γενική αξιολόγηση και ορίζει εν μέρει τις προϋποθέσεις της κατάχρησης δικαιώματος, το δε δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων.
Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ ΑΠ 8/2018, Ολ ΑΠ 10/2012, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017, ΑΠ 45/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Από το συνδυασμό εξ άλλου των διατάξεων των άρθρων 281 του Α.Κ., 116 και 933 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί, και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η πρόδηλη αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 1077/2015, ΑΠ1519/2017). Αν μεν η αντίθεση αυτή αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου, συνιστά ουσιαστικό ελάττωμά του, με την επιδίωξη εκτέλεσης δια τίτλου τυπικά μεν έγκυρου, ο οποίος, όμως, επιτεύχθηκε αντίθετα προς το άρθρο 281 ΑΚ, ο δε σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1α του ΚΠολΔ. Αν η αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ αφορά στην απαίτηση ή στη διαδικασία της εκτέλεσης, ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 β του ΚΠολΔ, δηλαδή ως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, η οποία, προκειμένου περί ικανοποιήσης χρηματικών απαιτήσεων, είναι, κατά το άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. (ΑΠ 419/2018. ΑΠ 1464/2006, ΑΠ 311/2020. ΤΝΠ Νόμος).
Εξάλλου, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής περί απαγόρευσης καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς και απηχεί την αρχή της αναλογικότητας, αποσκοπώντας στην αποτροπή της υπερβολικής καταπίεσης του οφειλέτη από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ευρίσκονται σε δυσανολογία προς την απαίτηση, επιβάλλεται περιορισμός προς προστασία του οφειλέτη – καθ` ου η εκτέλεση από τον κίνδυνο της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσότερων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων της εκτέλεσης. Ο περιορισμός της καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας δυσανάλογα μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντος ή της κατάσχεσης ορισμένου πράγματος όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατάσχεσης που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελούμενης αξίωσης ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα κυριότητας του καθ’ ου μικρότερης αξίας, που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος (ΟλΑΠ 1/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 385/2010, ΤΝΠ Νόμος). (ΜονΕφΑθ 222/2025, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία, βέβαια, που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική (ΑΠ 558/1995, ΑΠ 152/1989, ΑΠ 431/1981 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και συνεπώς έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτελέσεως επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 43171981, όπ.π.). (ΜονΕφΑιγ 2/2022, ΤΝΠ Νόμος).
[113/2025 ΕΦ ΛΑΜΙΑΣ ΤΝΠ Νόμος]
Βασιλική Π. Φλωκατούλα – Δικηγόρος
info@efotopoulou.gr