Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Η σύγχρηση των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων μιας πολυκατοικίας και τα όριά της – Ορισμένες χρήσιμες νομολογιακές επισημάνσεις

Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων μιας πολυκατοικίας γίνεται καταρχήν είτε με τη συστατική της οριζόντιας ιδιοκτησίας / οροφοκτησίας πράξη [1], είτε με τον κανονισμό της πολυκατοικίας [2], ο οποίος αποτελεί μεταγενέστερη συμφωνία του συνόλου των συνιδιοκτητών, καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού. Σε περίπτωση που η συστατική πράξη και ο κανονισμός ουδέν ρυθμίζουν σχετικά και εν απουσία οποιασδήποτε ειδικής συμφωνίας μεταξύ των συνιδιοκτητών οικοδομής αναφορικά με τον τρόπο χρήσης των  εξ  αδιαιρέτου μερών της οικοδομής που ανήκουν στη συνιδιοκτησία, το ζήτημα ρυθμίζεται εκ του νόμου, τουτέστιν από τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 1002 και 1117, καθώς και από εκείνες των άρθρων 1, 2 § 1, 4 § 1, 5 και 13 Ν. 3741/1929 [3] και συμπληρωματικά από τις αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του κτηριοδομικού κανονισμού (ΓΟΚ/2000) [4], από το συνδυασμό των οποίων συνάγεται ότι κάθε ένας από τους συνιδιοκτήτες / οροφοκτήτες έχει δικαίωμα να κάνει απόλυτη χρήση των κοινόχρηστων μερών της οικοδομής, ακόμη και να ενεργεί μεταβολές ή και προσθήκες πάνω σε αυτά και να προβαίνει στην επισκευή και ανανέωσή τους, με τον αναγκαίο, όμως, όρο 1) να μην παραβλάπτεται ή παρεμποδίζεται η σύγχρηση των υπολοίπων οροφοκτητών, 2) να μη μεταβάλλεται / αλλοιώνεται ο συνήθης, εκ φύσεως προορισμός των μερών αυτών ή ο λειτουργικός σκοπός τους και 3) να μην παραβλάπτεται η αισθητική των κοινόχρηστων χώρων ή η αρχιτεκτονική εμφάνιση του οικοδομήματος, ούτε να θίγεται η ασφάλειά τους [5].

Οσάκις δεν υπάρχει συμβατικός καθορισμός και δεδομένου ότι η απαρίθμηση στο νόμο των αντικειμένων αναγκαστικής συνιδιοκτησίας είναι απλώς ενδεικτική, ως κριτήριο για το χαρακτηρισμό ενός πράγματος ως κοινόχρηστου θεωρείται ο κατά φύσιν προορισμός του προς τη διά της χρήσεώς του εξυπηρέτηση του συνόλου των συνιδιοκτητών [6], ανεξαρτήτως αν τα κοινόχρηστα μέρη και πράγματα χρησιμοποιούνται ή όχι από τους συνιδιοκτήτες. Ο προορισμός, με άλλα λόγια, των κοινοχρήστων μερών και πραγμάτων της κοινής οικοδομής έγκειται στην εξυπηρέτηση κάθε συνιδιοκτήτη της, δικαιουμένου στην κατ’ αρχήν απόλυτηελεύθερη και ακώλυτη σύγχρησή τους, υπό την προϋπόθεση ότι με τη χρήση αυτή αφενός μεν δεν μεταβάλλει / αλλοιώνει το συνήθη προορισμό ή την ασφάλειά τους, αφετέρου δε δεν παρακωλύει ή δυσχεραίνει υπερμέτρως την άσκηση των επ’ αυτών δικαιωμάτων σύγχρησης των λοιπών, διότι σε αυτήν την περίπτωση η χρήση καθίσταται «βλαπτική» κι επομένως παράνομη [7].

Είναι, επομένως, παράνομη η εκ μέρους οροφοκτήτη χρήση των κοινών πραγμάτων -συμπεριλαμβανομένης και της μεταβολής ως προς την εμφάνιση ή την ουσία τους [8]- που γίνεται κατά τρόπο που παρακωλύει τη σύγχρησή τους από τους λοιπούς ή που θίγει τα δικαιώματά τους [9], αποτελεί δε αναιρετικώς ανέλεγκτη πραγματική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας η διαπίστωσή του αν συντρέχει (ή όχι) ad hoc περίπτωση αθέμιτης υπέρβασης των ορίων της κοινής χρήσεως από κάποιον συνιδιοκτήτη [10]. Από την άλλη, η «βλαπτική χρήση» των κοινόχρηστων χώρων, όπως αυτή αναλύεται είτε στην παρακώλυση της σύγχρησης των κοινόχρηστων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, είτε στη μεταβολή του συνήθους προορισμού τους ή της ασφάλειας ή αισθητικής τους, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία συγκεκριμενοποιείται από το δικαστήριο της ουσίας -η κρίση του οποίου υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο [11]- με γνώμονα πάντοτε τις γενικές αξιολογικές αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, καθώς και του επιδιωκόμενου στις περιπτώσεις αυτές γενικότερου συμφέροντος της ομαλής λειτουργίας της σχέσης της οροφοκτησίας [12].

Οι περί κοινόχρηστων και κοινόκτητων συμφωνίες των συνιδιοκτητών (με την πράξη σύστασης ή με τον κανονισμό ή με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι ισχυρές και έγκυρες, ακόμα κι αν έρχονται σε αντίθεση με τις περί Σχεδίου Πόλεως ή ΓΟΚ διατάξεις, η μη τήρηση των οποίων απλώς συνεπάγεται τις εκ του νόμου προβλεπόμενες διοικητικές και ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών, αλλά όχι και την ακυρότητα των συμφωνηθέντων [13], εκτός αν τα τελευταία αντιτίθενται σε πολεοδομικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που απαγγέλουν ρητώς ή και εμμέσως ακυρότητα [14], οπότε σε αυτήν την περίπτωση κατισχύει η ρύθμιση της πολεοδομικής διάταξης [15]. Εφόσον, όμως, οι πολεοδομικές διατάξεις ορίζουν μόνο διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για την περίπτωση της παράβασής τους, οι αντιτιθέμενες σε αυτές συμφωνίες των συνιδιοκτητών δεν καθίστανται άκυρες εξ αυτού του λόγου.

Το άρθρο 2 § 1 Ν. 3741/1929 καθορίζει ενδεικτικά τα κοινά μέρη της οικοδομής, όπερ σημαίνει ότι είναι δυνατή η υπαγωγή σε αυτά και άλλων μερών, κατόπιν συμφωνίας των οροφοκτητών ή δυνάμει δικαστικής απόφασης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις [16]. Οποιοδήποτε μέρος του ακινήτου δεν έχει ορισθεί εγκύρως με τη συστατική πράξη ως αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας ενός συνιδιοκτήτη, υπάγεται εκ του νόμου στην αναγκαστική συγκυριότητα του συνόλου επί του κοινού οικοπέδου και θεωρείται κοινόχρηστο και κοινόκτητο [17].

Ο συνιδιοκτήτης που χρησιμοποιεί τον κοινόχρηστο χώρο σύμφωνα με τους ορισμούς της συστατικής πράξης της οροφοκτησίας και του κανονισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλει το αντίστοιχο δικαίωμα των υπολοίπων οροφοκτητών [18], εκτός βέβαια κι αν η εκ μέρους του χρήση του κοινού χώρου έρχεται σε αντίθεση προς τους νομίμως επιβεβλημένους με τον κανονισμό περιορισμούς του δικαιώματός του [19]. Τούτο δε διότι οι συνιδιοκτήτες μπορούν να ωφελούνται από όλες τις χρησιμότητες που είναι δυνατό να τους παρέχει το πράγμα (ΑΚ 1000) [20] και, συνεπώς, αποκλείεται να απαγορευθεί σε κάποιον συνιδιοκτήτη από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες του η σύγχρηση κοινού, αν αυτή η απαγόρευση δεν στηρίζεται στον κανονισμό [21]. Ωστόσο, θεωρείται βλαπτική για τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών η χρήση των κοινόχρηστων πραγμάτων ή χώρων από κάποιον εξ αυτών που γίνεται κατά τρόπο που δυσχεραίνει υπέρμετρα ή παρακωλύει / παρεμποδίζει τη σύγχρησή τους ή την εκ μέρους τους χρήση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους. Σε αυτήν την περίπτωση, όπως άλλωστε και στην περίπτωση της μονομερούς μεταβολής του συνήθους προορισμού των κοινών μερών της οικοδομής, όπως αυτός έχει καθορισθεί συμβατικά ή προκύπτει από τη φύση τους και το σκοπό που υπηρετούν in concreto [22], οι βλαπτόμενοι δικαιούνται να ζητήσουν με αγωγή τους γενικώς την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση [23], είτε [με αρνητική αγωγή (ΑΚ 1108) [24]] και ειδικώς την καθ’ οιονδήποτε τρόπο παύση / άρση της παρεμπόδισης / παρακώλυσης και τη μη επανάληψή της στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε νεώτερη προσβολή στο μέλλον του δικαιώματος σύγχρησης, ενώ επί κατάληψης κοινόχρηστου χώρου με αντικείμενα και κατασκευές την ελευθέρωση του χώρου διά της αφαιρέσεως από τον υπόχρεο -άλλως από τον ίδιο τον ενάγοντα- των παρεμποδιστικών αντικειμένων [25].

Όλοι οι συνιδιοκτήτες δικαιούνται να εξυπηρετούνται από τα κοινά μέρη της οικοδομής, χωρίς όμως να δικαιούνται να αίρουν με συμφωνίες τους τον προορισμό τους [26] ή να παρακωλύουν τη χρήση των λοιπών συγκυρίων τους [27]. Οι συνιδιοκτήτες μπορούν, ωστόσο, να θεσπίζουν πέραν του κανονισμού, ειδικές εκάστοτε ρυθμίσεις για τον τρόπο της εκ μέρους τους χρήσης των κοινών μερών της πολυκατοικίας, ακόμα και να παραχωρούν -κατόπιν ομόφωνης συμφωνίας τους, με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού- σε έναν ή περισσότερους από αυτούς (ενν. τους συνιδιοκτήτες) το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης κοινόκτητου και κοινόχρηστου μερους της οικοδομής [28], κι ας περιορίζεται έτσι το δικαίωμα της σύγχρησης αυτού από τους λοιπούς [29]. Η παροχή σε συνιδιοκτήτη του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης κοινόχρηστου χώρου δεν συνεπάγεται βεβαίως και τη χορήγηση εξουσίας άρσεως του προορισμού του [30]· τουναντίον, το δικαίωμα αυτό της αποκλειστικής χρήσης του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου πολυκατοικίας πρέπει να ασκείται προς εξυπηρέτηση του -κατά τη φύση- συνήθους προορισμού του, όπως αυτός προκύπτει από τις λειτουργικές χρησιμότητες του οικοδομήματος, την τοποθεσία του και τις τοπικές, τακτικές συνήθειες της περιοχής [31]. Τέτοιου είδους συμφωνίες δημιουργούν νόμιμους περιορισμούς της συγκυριότητας των οροφοκτητών και έχουν το χαρακτήρα πραγματικής δουλείας, αντιτασσόμενης έναντι παντός [32]. Απαγορεύεται, συνεπώς, τόσο η χρησιμοποίηση από τους λοιπούς οροφοκτήτες χώρου παραχωρηθέντος κατ’ αποκλειστική χρήση σε έναν από τους συνιδιοκτήτες, όσο και η παρεμπόδιση του παραχωρησιούχου στην πρόσβασή του προς το χώρο αυτό [33]. Το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης υπό μορφήν δουλείας που έχει επί κοινοχρήστου χώρου ο κύριος κάποιας οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί να εκποιηθεί αυτοτελώς ή να καταστεί αντικείμενο διανομής, παρά μόνο μαζί με το δεσπόζον διαμέρισμα [34]Δικαιούχος αποκλειστικής χρήσης κοινόχρηστου χώρου μπορεί να είναι μόνο πρόσωπο έχον την ιδιότητα του συνιδιοκτήτη και για όσο διάστημα τη διατηρεί [35].

Αν κάποιος συνιδιοκτήτης χρησιμοποιεί τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα της πολυκατοικίας κατά παράβαση των περιορισμών και των απαγορεύσεων του κανονισμού, μπορεί να υποχρεωθεί δικαστικώς να συμμορφωθεί στις κανονιστικές επιταγές, έστω κι αν η παραβίασή τους εκ μέρους του δεν προσβάλλει συγκεκριμένα δικαιώματα των συνιδιοκτητών του, ούτε άγει στη μεταβολή του προορισμού των κοινών πραγμάτων ή στη μείωση της ασφάλειας αυτών ή της κοινής οικοδομής τους [36].

Σημειωτέον, τέλος, ότι αν διά κάποια βελτιωτική μεταβολή των κοινόκτητων μερών του οικοδομήματος των οριζοντίων ιδιοκτησιών απαιτείται πολεοδομική άδεια, ο έλεγχος της συμφωνίας των μελετών κατασκευής προς τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και τις εκ της συνιδιοκτησίας απορρέουσες υποχρεώσεις πραγματοποιείται κατά κανόνα κατά το στάδιο χορηγήσεως της οικοδομικής αδείας, δηλαδή κατά την έκδοση της οικοδομικής αδείας προς εκτέλεση έργου μεταβολής των κοινών μερών της οροφοκτησίας και η πολεοδομική υπηρεσία οφείλει να εξετάσει ουχί μόνον εάν η κατασκευή είναι εκ των επιτρεπομένων βάσει των διατάξεων του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, αλλά και εάν εναρμονίζεται προς τις τυχόν ιδιωτικού δικαίου συμφωνίες των οροφοκτητών ή ελλείψει τέτοιων συμφωνιών προς τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Ν. 3741/1929. Ελλείψει δε κανονισμού ή άλλης δεσμευτικής ειδικής συμφωνίας μεταξύ των συνιδιοκτητών, εν περιπτώσει μεταβολής που αφορά σε ένα ή ορισμένους συνιδιοκτήτες, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία πρέπει να εξετάζει και να κρίνει παρεμπιπτόντως κατά πόσον καθίσταται χειρότερη η θέση των λοιπών και να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω μεταβολή δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτητών ή δεν μειώνει την ασφάλειαν αυτών ή του οικοδομήματος, ιδίως όταν εγείρονται σοβαρές αμφισβητήσεις ή αμφιβολίες ως προς το ζήτημα τούτο, του οποίου η τελική επίλυση ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, ως ζητήματος αφορώντος στις εκ της συνιδιοκτησίας απορρέουσες σχέσεις (ΕΦΠΕΙΡ 364/2016 ΤΝΠ Νόμος).

Βλ. επίσης: ΑΠ 532/2019, ΑΠ 519/2019, ΑΠ 442/2019, ΑΠ 1640/2011, ΑΠ 40/2007, ΑΠ 1349/1990, ΕΦΠΕΙΡ 364/2016, ΕΦΑΘ 1072/2001, ΕΦΑΘ 6838/1991,  ΜΠΡΡΟΔ (ΑΣΦ) 496/2017 ΤΝΠ Νόμος

Βιβλιογραφικές πηγές:

  • Βασίλης Τσούμας, Οριζόντια & Κάθετη Ιδιοκτησία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ. 115 επ.
  • Αγγελική Δανηλάτου, Κοινόχρηστοι Χώροι & Πράγματα, στο Δημόσιο και στο Ιδιωτικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 269 επ.
  • Χρίστος Κανέλλος, Η Οροφοκτησία, β΄ έκδ., Π. Σάκκουλας Αθήναι-Θεσσαλονίκη, 1988, σελ. 97 επ.

Μπενάκη Βικεντία – Άννα

Δικηγόρος Αθηνών

Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών

info@efotopoulou.gr

[1] ΑΠ 233/2000 ΕΔΠ 2000, 104.

[2] ΑΠ 1713/1991 ΕλλΔνη 34, 339, ΑΠ 186/1987 ΕΔΠ 1988, 172, ΟλΑΠ 380/1977 ΝοΒ 25, 1357)

[3] ΕΦΑΘ 5347/2008 ΕΔΠ 2010, 109, ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 32, 750, ΟλΑΠ 380/1977 ό.π., ΟλΑΠ 7/1992 ΕλλΔνη 35, 751, ΑΠ 233/2000 ΕΔΠ 2000, 104, ΑΠ 238/1990 ΕΔΠ 1990, 174, ΑΠ 1450/1983 ΝοΒ 32, 1201, ΕΦΑΘ 12557/1987 ΑρχΝ 1998, 424, ΕΦΑΘ 5642/1985 ΕΔΠ 1985, 295.

[4] Βλ. άρθρα 2 παρ. 22 και 8 παρ. 2 του ΓΟΚ/2000. Επίσης, ΑΠ 1643/2011 ΕλλΔνη 2012, 123, ΜΠΡΑΘ 1108/2017 ΤΝΠ Νόμος.

[5] ΑΠ 381/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 881/1984 ΝοΒ 33, 621, ΑΠ 1450/1983 ΝοΒ 32, 201, ΑΠ 715/1977 ΝοΒ 26, 378, ΑΠ 127/1969 ΝοΒ 18, 813, ΜΠΡΑΘ 1108/2017 ΤΝΠ Νόμος.

[6] ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 32, 750, ΑΠ 477/1993 ΕλλΔνη 35, 1350, ΑΠ 509/1988 ΝοΒ 37/1414, ΕΦΑΘ 8316/1992 ΕλλΔνη 34, 1648, ΕΦΑΘ 10907/1990 ΕλλΔνη 32, 1666, ΕΦΑΘ 5502/1992 ΕΔΠ 1992, 237, ΜΠΡΑΘ 3239/1997 ΕΔΠ 1998, 142, ΑΠ 1372/1997 ΕλλΔνη 40, 134, ΑΠ 687/1988 ΕΔΠ 1989, 35, ΕΦΠΕΙΡ 1227/2005 ΠειρΝ 2006, 29, ΕΦΑΘ 5217/2007 ΕΔΠ 2008, 116, ΜΠΡΘΕΣ 25013/2001 Αρμ 2003, 504.

[7] ΑΠ 367/2006 ΕλλΔνη 47, 819, ΑΠ 827/2005 ΕλλΔνη 47, 177,  ΑΠ 463/2003 ΕλλΔνη 2003, 1632, ΑΠ 1234/1993 ΕλλΔνη 36, 191, ΕΦΑΘ 2010/2001 ΕλλΔνη 43, 236, ΕΦΑΘ 9969/2000 ΕΔΠ 2001, 140, ΕΦΠΑΤΡ 472/1992 ΑχΝ 1993, 202.

[8] Μεταβολή των κοινόχρηστων μερών από ενέργεια συνιδιοκτήτη συνιστά κάθε αλλοίωση του συνήθους προορισμού τους ή αλλαγή ως προς την εμφάνιση ή την ουσία τους (ΕΦΑΘ 10713/1989 ΕΔΠ 1991, 28) το επιτρεπτό ή μη της οποίας θα κριθεί είτε από τις ιδιαίτερες ad hoc δικαιοπρακτικές ρυθμίσεις, είτε -εν ελλείψει αυτών- από τη φύση των κοινόχρηστων μερών και τον υπ’ αυτών -κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας- εξυπηρετούμενο σκοπό, τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε οροφοκτησίας και τις επιμέρους ανάγκες των διαιρετών της ιδιοκτησιών, αναφορικά με την εν γένει λειτουργία της συνιδιοκτησίας / οροφοκτησίας και τις συνθήκες της συγκεκριμένης εκάστοτε περίπτωσης (ΑΠ 381/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 367/2006 ΕλλΔνη 47, 819, ΑΠ 827/2005 ΕλλΔνη 47, 177, ΑΠ 861/1994 ΕλλΔνη 37, 138, ΕΦΑΘ 2558/2003 ΕλλΔνη 2004, 26, ΕΦΑΘ 2010/2001 ΕλλΔνη 43, 236, ΜΠΡΑΘ 1108/2017 ΤΝΠ Νόμος).

[9] ΑΠ 881/1984 ΝοΒ 33, 621, ΑΠ 1450/1983 ΝοΒ 32, 201, ΑΠ 715/1977 ΝοΒ 26, 378, ΑΠ 127/1969 ΝοΒ 18, 813, ΕΦΘΕΣ 2052/1990 Αρμ 1990, 957.

[10] ΕΦΑΘ 2825/1989 ΕΔΠ 1991, 11. Κατά τον Ζέπο: «Το δικαίωμα των άλλων συνιδιοκτητών, εν συνδυασμώ προς τον συνήθη προορισμόν του πράγματος αποτελούν τα όρια εν τη απολύτω χρήσει (…), συγχρόνως δε και τα στοιχεία ίνα κριθή εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει αν υπάρχη ή όχι υπέρβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος των συγκοινωνών επί των κοινών πραγμάτων. Χάριν αυτής της οικονομίας και του προορισμού του κοινού πράγματος, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει επί πλέον να ερμηνεύωνται ευρέως. Γενικά κριτήρια εις αυτό δεν είναι δυνατόν εξ αρχής να τεθούν. Εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν θα δοθή η αρμόζουσα λύσις με πνεύμα μάλλον ελαστικόν» (Ζέπου, Ιδιοκτησία κατ΄ όροφον, 1931, Διδακτορική διατριβή, κατά παραπομπή από Χρίστο Κανέλλο, Η Οροφοκτησία, σελ. 98).

[11] Βλ. παρατ. Ιακωβάκη, Αρμ 2007, 893-896, καθώς και ΑΠ 357/2006 Αρμ 2007, 891.

[12] ΑΠ 715/1977 ΝοΒ 26, 378, ΑΠ 881/1984 ΝοΒ 33, 621, ΕΦΘΕΣ 2052/1990 Αρμ 1990, 956, ΜΠΡΑΘ 1108/2017 ΤΝΠ Νόμος.

[13] ΟλΑΠ 380/1977 ΝοΒ 25, 1357, ΟλΑΠ 583/1983 ΝοΒ 32, 65, ΟλΑΠ 71/1992 ΕλλΔνη 33, 751, ΑΠ 99/1987 ΝοΒ 35, 1385, ΕΦΠΕΙΡ 556/1995 ΕλλΔνη 1998, 659, ΕΦΠΕΙΡ 141/1991 ΕλλΔνη 32, 1363, ΕΦΑΘ 3326/1988 ΕΔΠ 1989, 265, ΕΦΑΘ 2507/1985 ΕΔΠ 1987, 172.

[14] Βλ. παρατ. Σγουράκη-Παπασπυροπούλου, ΕΦΑΔ 2011, 185, ΠΠΡΘΕΣ 28861/2010 ΕΦΑΔ 2011, 183.

[15] ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 32, 750, ΕΦΑΘ 2508/2000 ΕΔΠ 2000, 131, ΕΦΠΕΙΡ 556/1995 ό.π., ΕΦΑΘ 9027/1996 ΕλλΔνη 38, 1912, ΕΦΠΕΙΡ 141/1991 ΕλλΔνη 32, 1363, βλ. όμως και αντίθετα ΑΠ 1102/1994 ΕΔΠ 1996, 198).

[16] ΕΦΑΘ 10907/1990 ΕλλΔνη 1991, 1666, ΑΠ 380/1977 ΝοΒ 25, 1357, ΕΦΑΘ 3446/1958 ΝοΒ 7, 502.

[17] ΟλΑΠ 23/2000 ΕΔΠ 2000, 292, ΕΦΑΘ 2869/2004 ΕΔΠ 2007, 213, ΑΠ 1530/2001 ΕλλΔνη 43, 152, ΕΦΑΘ 4318/2001 ΕλλΔνη 43, 198, ΜΠΡΑΘ 1239/2005 Αρχ 2007, 375.

[18] ΑΠ 844/2001 ΕλλΔνη 2002, 442.

[19] ΕΦΑΘ 1019/1998 ΕΔΠ 2000, 18.

[20] ΟλΑΠ 7/1992 ΕλλΔνη 33, 751, ΑΠ 1139/1996 ΕλλΔνη 38, 621, ΑΠ 693/1995 ΕλλΔνη 38, 1130, ΕΦΑΘ 9969/2000 ό.π., ΕΦΠΑΤΡ 84/1991 ΑρχΝ 1992, 54.

[21] ΕΦΘΕΣ 8/2000 Αρμ 2001, 654, ΕΦΠΑΤΡ 263/1992 ΑρχΝ 1993, 146, ΕΦΠΑΤΡ 224/1991 ΑρχΝ 1992, 121.

[22] ΑΠ 357/2006 ΕλλΔνη 2006, 819.

[23] ΑΠ 463/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΕΦΑΘ 707/2001 ΕΔΠ 2001, 219, ΕΦΑΘ 8719/2000 ΕΔΠ 2002, 120, ΕΦΘΕΣ 2912/2005 Αρμ 2006, 397.

[24] ΑΠ 452/1988 ΕΔΠ 1989, 102.

[25] ΕΦΑΘ 6881/2003 ΕΔΠ 2004, 229.

[26] ΑΠ 861/1994 ΕλλΔνη 1996, 138, ΕΦΑΘ 2232/1993 ΕΔΠ 1993, 249, ΕΦΠΑΤΡ 357/1990 ΑρχΝ 1991, 213, ΕΦΑΘ 2931/1999 ΕΔΠ 2000, 126, ΑΠ 922/1998 ΕλλΔνη 39, 851.

[27] ΑΠ 1234/1993 ΕλλΔνη 36, 191, ΕΦΑΘ 1019/1998 ΕΔΠ 2000, 18, ΕΦΠΑΤΡ 472/1992 ΑρχΝ 1993, 202.

[28] ΑΠ 71/1996 ΕλλΔνη 1996, 1603.

[29] ΑΠ 878/2007 ΕλλΔνη 2007, 1695.

[30] ΑΠ 847/2001 ΕλλΔνη 2002, 760, ΑΠ 619/1999 ΕΔΠ 1999, 206, ΑΠ 508/2000 ΧρΙΔ 2001, 45, ΑΠ 1841/1999 ΕλλΔνη 2000, 1029, ΕΦΘΕΣ 2166/1999 Αρμ. 2000, 498, ΕΦΑΘ 7615/1992 ΕΔΠ 1993, 176, ΕΦΑΘ 9058/1990 ΕΔΠ 1991, 33.

[31] ΜΠΡΑΘ 1108/2017 ΤΝΠ Νόμος. Τέτοια συνήθης χρήση π.χ. του δώματος, που εξυπηρετεί τον προορισμό του είναι το άπλωμα και το τίναγμα των ρούχων, η τοποθέτηση γλαστρών κλπ. όχι όμως και η στέγαση του χώρου κατ’ επέκταση οριζόντιας ιδιοκτησίας ή προς επαγγελματική χρήση τρίτων (ΑΠ 22/1997, ΑΠ 1830/2005 ΝοΒ 2006, 686, ΕλλΔνη 2006, 504.

[32] ΑΠ 1347/2005 ΕΕΝ 2006, 515.

[33] ΕΦΑΘ 765/2004 ΕΔΠ 2004, 244.

[34] ΠΠΡΑΘ 5245/1992 Αρμ 46, 794, ΑΠ 699/1970 ΝοΒ 19, 176, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρο 1118 αρ. 5, Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, τ. Δ’, § 65, ΙΙ, αρ. 6.

[35] ΕΦΑΘ 7998/2003 ΕΔΠ 2004, 133, ΕΦΑΘ 1886/1994 ΕΔΠ 1994, 208.

[36] ΕΦΑΘ 704/1991 ΕλλΔνη 1993, 1650, ΑΠ 1177/1986 ΝοΒ 35, 895 ΑΠ 1184/1986 ΝοΒ 35, 899, ΑΠ 1871/1985 ΕλλΔνη 27, 478, ΕΦΑΘ 8517/1986 ΕλλΔνη 27, 259.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί