Η θεραπεία της αόριστης αγωγής με τις προτάσεις
Η θεραπεία ενός αόριστου εισαγωγικού δικογράφου με τις προτάσεις, επιχειρείται αρκετές φορές στην πράξη από τον ίδιο τον ενάγοντα, προκειμένου να βελτιώσει μία ελαττωματική αγωγή.
Τα δικαστήριά μας, χρησιμοποιώντας ως μοχλό άλλοτε το άρθρο 224 ΚΠολΔ και άλλοτε το άρθρο 111 ΚΠολΔ, απορρίπτουν, συχνά, ως απαράδεκτη τη συμπλήρωση νέων κρίσιμων γεγονότων με τις προτάσεις, αντίστοιχα, είτε ως απαράδεκτη μεταβολή της αγωγικής βάσεως είτε ως παράβαση της αρχής τηρήσεως προδικασίας.
Κατά μία άποψη, οιαδήποτε συμπλήρωση της αοριστίας, με τις προτάσεις, προσκρούει στο άρθρο 224 εδ. α ΚΠολΔ, διότι πρόκειται για απαράδεκτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Οι παραδεκτές συμπληρώσεις του άρθρου 224 εδ. β ΚΠολΔ αφορούν, έτσι, μόνο στα επουσιώδη, δηλαδή στα προαιρετικά στοιχεία του εισαγωγικού δικογράφου (άρθρο 216 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή ακόμη σε στοιχεία τα οποία ούτως ή άλλως δεν ανήκουν στο αναγκαίο οπλοστάσιο της ιστορικής βάσεως [ΑΠ 255/1993, ΕλλΔνη 1994.1523, ΑΠ 471/2000, ΕΕργΔ 2001.263, ΑΠ 167/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΝ 2002.479, ΜονΠΟρ 35/1486/91/1998, Δ 2000.858, με παρατ. Ηλιακόπουλου και Μπέη].
Άλλοτε πάλι, η ίδια η διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως εκδήλωση, κατά τη νομολογία, της αρχής τηρήσεως της προδικασίας, ορθώνει ανυπέρβλητους φραγμούς σε κάθε συμπλήρωση με τις προτάσεις, αφού τότε, θα αιφνιδιαζόταν, οπωσδήποτε, ο εναγόμενος. Συχνότερα πάντως, τα ελληνικά δικαστήρια, αρνούνται την αποδοχή νέων γεγονότων ή την εξειδίκευσή τους με τις προτάσεις του ενάγοντος χωρίς να μνημονεύσουν ειδικότερη αιτιολογία. Αρκούνται μάλιστα, στη στερεότυπη, σχεδόν αυτονόητη διαπίστωση, ότι η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί σε καμία περίπτωση είτε με τις προτάσεις, είτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα
Η άποψη αυτή της ελληνικής νομολογίας, η οποία μέχρι πρότινος φαινόταν να κρατεί, τα τελευταία χρόνια χάνει διαρκώς έδαφος, ιδίως στη νομολογία του Ακυρωτικού. Ο Άρειος Πάγος, σε σειρά αποφάσεών του των τελευταίων ετών, ερμηνεύει τις διατάξεις των άρθρων 216 και 224 ΚΠολΔ κατά τρόπο με τον οποίο αναγνωρίζεται πλέον στον ενάγοντα η ευχέρεια να συμπληρώσει με τις προτάσεις του το ελλιπές εισαγωγικό δικόγραφο εξειδικεύοντας τα ουσιώδη γεγονότα, με επίκληση του άρθρου 224 εδ. β’ ΚΠολΔ (ΑΠ1510/1992,ΕλλΔνη 1994.368, 1374/1994 ΕλλΔνη 1996.683, 584/2000 ΕλλΔνη 2000.1642, 1351/2001 ΔΕΕ 2001.620 = ΕλλΔνη 2003/753, 190/2001 Τρ.Νομ.Πληρ/ριών ΝΟΜΟΣ, 1608/2002 ΕλλΔνη 2003.706, 989/2002 ΕλλΔνη 2003.1348, 167/2002 Τρ.Νομ.Πληρ/ριών ΝΟΜΟΣ, 300/2002 ΕλλΔνη 2003.152, 842/2005 Τρ.Νομ.Πληρ/ριών ΝΟΜΟΣ. Έτσι και τα δικαστήρια της ουσίας, ΕφΔωδ. 323/2003 Τρ.Νομ.Πληρ/ριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 9/2005 ΕλλΔνη 2005.548). Η καθόλα ορθή αυτή αντιμετώπιση οδηγεί σε σημαντικό περιορισμό των απορριπτικών λόγω αοριστίας αποφάσεων, χωρίς ουδόλως να φαλκιδεύει τα αμυντικά δικαιώματα του εναγομένου [ίδετε: Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006].
Σύμφωνα μάλιστα με την άποψη αυτή, που φαίνεται πλέον να κρατεί, συμπληρώσεις και διευκρινίσεις που δεν οδηγούν σε μεταβολή, δηλαδή σε αντικατάσταση της ιστορικής αγωγικής βάσεως με άλλη, θεωρούνται επιτρεπτές, όπως ορίζει το άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, ώστε η προσθήκη ενός στοιχείου που απουσιάζει, με τις προτάσεις να μην αντιστρατεύεται, κατ’ αρχήν το άρθρο 224 εδ. α’ ΚΠολΔ. Εξάλλου, ως μεταβολή της αγωγικής βάσεως, νοείται, κατά πάγια αντίληψη της δικονομικής θεωρίας, η μεταβολή του αντικειμένου της δίκης [Από την ελληνική δικονομική θεωρία, βλ. Κεραμέα, Αστικό Δίκαιο, σελ. 219, Μπέη Πολ.Δικ. ΙΙα, σελ. 1017, Νίκα Πολ.Δικ. ΙΙ, παρ. 64, αριθμ. 7, Δεληκωστόπουλο- Σινανιώτη Β Σελ. 177, Καλαβρό Β σελ. 345/346]
Βασιλική Φλωκατούλα – δικηγόρος
info@efotopoulou.gr