Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Υποχρεωτική η καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019. Δεν παρεμποδίζεται η ελεύθερη πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και εντεύθεν δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 του Συντάγματος ούτε και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019: «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του ν. 444612016 (Α’ 240), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία».

Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 01.01.2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 εδαφ. τελευταίο του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ισχύει, ορίζεται ότι σε περίπτωση μη καταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου αυτός λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (και όχι για τυπικό) λόγο, πράγμα που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 1485/2018, ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 1107/2005 ΝΟΜΟΣ).

Όπως δέχτηκε και το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 804/2023 απόφασή του (δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ): «Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων και των τροποποιήσεων που αυτές επέφεραν, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διότι τίθεται ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός που παρεμποδίζει την ανοικτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με την  κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Κατά την άποψη, όμως, του παρόντος Δικαστηρίου, οι ως άνω διατάξεις δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και εντεύθεν δεν αντίκεινται στο προαναφερόμενο άρθρο του Συντάγματος, ούτε και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διότι για οποιονδήποτε πολίτη που αδυνατεί οικονομικά να καταβάλει το προσήκον για την αναγνωριστική αγωγή του τέλος δικαστικού ενσήμου, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3226/2004, με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρ. 9 παρ. 2 του ν. 3226/2004) [βλ. και ΕφΛαρ 123/2019 ΝΟΜΟΣ]».

Ομοίως, και το Εφετείο Αν. Κρήτης με την υπ’ αριθμ. 20/2024 απόφασή του (δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – ίδετε σχετικό 2 της προσθήκης που προσάγουμε και επικαλούμαστε) δέχτηκε τα εξής: «Σημειωτέον ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντίκεται στις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (κυρ. ν.δ. 53/1974), οι οποίες δεν αποκλείουν παράλληλα στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, στα πλαίσια αυτά επιτρεπτώς επιβάλλεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αποτιμητών σε χρήμα καταψηφιστικών αγωγών, χωρίς από αυτό το λόγο να αναιρείται ή περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης του διαδίκου από τη δικονομική συνέπεια της ερημοδικίας του, σε περίπτωση παράλειψής του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του (άρθρα 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 και 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942), λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα που επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε (ΑΠ 675/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, και μόνη η επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης στο νικητή διάδικο δεν επιτρέπει την κρίση ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4640/2019, ο λόγος εισαγωγής της διάταξης του άρθρου 42 έγκειται στα εξής: «Με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής, ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό. Οφείλει, συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της δίκης (αιτούμενου κεφαλαίου και των επ’ αυτού τόκων). Η πρακτική αυτή οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, που έχουν ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επιβάρυνση της δικαιοσύνης, ενώ στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑΧΔΙΚ και άλλα ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα. Η επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτονοήτως και οι καταψηφιστικές μετά τη μετατροπή τους σε αναγνωριστικές θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας και στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και στην ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων».

Όμως και πριν την άνω τροποποίηση η πλήρης παροχή έννομης προστασίας υπόκειτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι τελικό στάδιο της δικαστικής προστασίας αποτελεί η αναγκαστική εκτέλεση και προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να κατέληγε σε εκτελεστό τίτλο ήταν αναγκαία η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση αυτή (απόφαση), στάδιο κατά το οποίο ήταν απαραίτητη η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Πρακτικά, λοιπόν, με τις ανωτέρω πρόσφατες ρυθμίσεις μετατίθεται το στάδιο κατά το οποίο επιβάλλεται νομικά η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί δικαστικής προστασίας με αναγνωριστικό αίτημα και αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, από άποψη δικαστικού ενσήμου, η διαγνωστική δίκη. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 3226/2004 με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3226/2004).

Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών, πληρούν τα κριτήρια που κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ απαιτούνται προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [βλ. τη σκέψη υπ’ αριθ. 36 της από 24.5.2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση ……  κατά Ρουμανίας (63945/00)]. Και τούτο διότι με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντας με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δικαστικού ενσήμου δεν είναι 8%ο, αλλά 11,0304%ο, ήτοι 1,10304%). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στην δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντας σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω και «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος». Υπό το φως, επομένως, των ανωτέρω, ο επιδιωκόμενος από τον νόμο 4640/2019 σκοπός, όπως αυτός περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεσή του, δηλαδή αφενός η καταπολέμηση της δικομανίας και ο εξορθολογισμός και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών και αφετέρου η ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης κρίνεται θεμιτός.

Ας επισημανθεί, δε, τέλος, ότι η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών (η οποία έκτοτε ουδέποτε καταργήθηκε) σαφώς συνδέεται με την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας προσφυγής στον θεσμό της διαμεσολάβησης, ενώ, εφαρμοζόμενη συνδυαστικά με την τελευταία, ουσιωδώς συμβάλλει, μέσω της αποσυμφόρησης της δικαστηριακής ύλης, στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Και τούτο διότι, επί επιτυχούς έκβασης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, τα μέρη θα απαλλάσσονται από τα έξοδα της δίκης, τα οποία είναι ασυγκρίτως υψηλότερα, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, πέρα από την δικηγορική αμοιβή για τις εργασίες του δικηγόρου σε όλα τα στάδια της δίκης και της διαδικασίας της εκτέλεσης της τελειωτικής απόφασης που επακολουθεί, τα έξοδα του δικαστικού ενσήμου, των τελών έκδοσης απογράφου και εκείνων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, από τα οποία η διαμεσολάβηση είναι, κατ’ άρθρο 8 παρ. 3 ν. 4640/2019, πλήρως απαλλαγμένη [βλ. Παναγιώτη Μάζη, Η εκ νέου ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης (άρθρα 1-31, 33 και 44 του ν. 4640/2019) ΕλλΔνη 2.2020 σελ. 412-416]. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα εκτέθηκαν, οι νέες ρυθμίσεις ενταγμένες στο όλο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την απονομή δικαιοσύνης δεν είναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΕφΑθ 882/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, το άρθρο 227 § 1 του KΠολΔ ορίζει ότι: ότι “Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία”. Με την ως άνω διάταξη υλοποιείται η πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, δίνοντας τη δυνατότητα στον πρόεδρο του Πολυμελούς Δικαστηρίου ή στον εισηγητή ή στο δικαστή του Μονομελούς Δικαστηρίου να καλέσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο να συμπληρώσει τις τυπικές παραλείψεις, που μπορούν να αναπληρωθούν. Τέτοιες παραλείψεις, για τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να προκαλέσει την συμπλήρωσή τους, είναι τόσο οι αναφερόμενες στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, όσο και κάθε άλλη τυπική έλλειψη. Όμως, η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 KΠολΔ, αφού γι` αυτό υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 237 § 1, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, που προέβλεπε (και εξακολουθεί να προβλέπει), ως απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου τη συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 181/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)».

 

Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος

e-mail: info@efotpoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί