Υπολογισμός νόμιμης μοίρας – ορισμένο αγωγής περί κλήρου – αποτελέσματα της ακυρότητας διατάξεων της διαθήκης
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1871, 1872 και 1882 ΑΚ, ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της.
Ως αντικείμενα δε της κληρονομίας, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά κατοχή.
Η αγωγή δε αυτή δίδεται και στον μεριδούχο, όταν από αυτόν ζητείται είτε η νόμιμη μοίρα αυτού είτε η συμπλήρωση αυτής κατά το ποσοστό που υπολείπεται (ΕφΘεσ 81/ 1980ΕλΔ 1980.421). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 και 1829 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που υφίσταται κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης, εκείνος που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά (μεριδούχος) δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα, η οποία (διαθήκη) κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη. Ο μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα.
Για τον υπολογισμό δε της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του Α.Κ., η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών κ.λ.π. ή προστιθεμένων των αναφερομένων στα άρθρα αυτά στοιχείων. Η εφαρμογή του άρθρου 1831 έχει όμως νόημα μόνο στις περιπτώσεις που είτε έχουν γίνει παροχές σε μεριδούχο ή δωρεές και σε τρίτο που σύμφωνα με το 1831 προσθέτονται στην κληρονομιά είτε καταλείπεται η νόμιμη μοίρα σε μεριδούχο ως κληροδοσία.
Επομένως, o μεριδούχος με την περί κλήρου αγωγή πρέπει να ισχυρισθεί και να προσδιορίσει το επί της κληρονομιάς ποσοστό, στο οποίο ανέρχεται η νόμιμη μοίρα του, και για τον υπολογισμό αυτού, τα περιουσιακά στοιχεία ως και την αποτίμηση τους σε χρήμα-, τα οποία αποτελούν την κληρονομιά, και δη το είδος, την έκταση και την αξία καθενός, καθώς και την ιδιότητα αυτών ως κληρονομιαίων.
Συνεπώς στοιχεία της βάσεως της αγωγής περί κλήρου του νομίμου μεριδούχου είναι τα εξής : α) το ονοματεπώνυμο του διαθέτη, ο τόπος και ο χρόνος του θανάτου, καθώς και η τελευταία κατοικία και διαμονή του, β) η σύνταξη της διαθήκης, με την οποία έχει προσβληθεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, γ) το περιεχόμενο της παραπάνω διαθήκης, δ) το κληρονομικό δικαίωμα, δηλ. ότι ο ενάγων είναι νόμιμος μεριδούχος του κληρονομουμένου, ε) τα πρόσωπα, τα οποία στη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου εκείνον που πέθανε, καθώς και η εξ αδιαθέτου μερίδα, την οποία θα έπαιρνε ο ενάγων μεριδούχος, στ) η από τον εναγόμενο κατοχή και κατακράτηση ως κληρονόμου συγκεκριμένων αντικειμένων της κληρονομίας, στα οποία ο κληρονομούμενος είχε νομή και κατοχή κατά το χρόνο του θανάτου του, ζ) αίτημα και η) αξία του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. Κων/νου Παπαδόπουλου, ΑΓΩΓΕΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, τόμος δεύτερος, σελ, 84, παρ. 27, εκδ. 1995).
Τέλος, τα αποτελέσματα της ακυρότητας διατάξεων της διαθήκης επέρχονται αμέσως με την επαγωγή, ή αντίστροφα, τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα των (σχετικά άκυρων) διατάξεων της διαθήκης δεν επέρχονται (ΑΚ 180, 1829: “θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί”), χωρίς ανάγκη διαπλαστικής δικαστικής απόφασης ή άλλης (εξώδικης) διαπλαστικής πράξης. Η τυχόν δικαστική απόφαση, που θα εκδοθεί επί αμφιβολιών μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, θα είναι αναγνωριστική, καθόσον θα ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας ως αυτοδικαίως επελθούσας και όχι η πρόκλησή της με ακύρωση της δικαιοπραξίας, όπως στην περίπτωση της ακυρωσίας (ΑΚ 184) (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κληρονομικό Δίκαιο, τ. ΙΧ, εκδ. Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1996, Εισαγ. Παρατηρήσεις στα άρθρα 1825 – 1845, αριθμ. 31, 32). Νομίμως, λοιπόν, σωρεύεται με την περί κλήρου αγωγή και αίτημα αναγνωρίσεως της ακυρότητας της διαθήκης (βλ. σχετ. ΕφΑθ 10260/ 1995 ΕλλΔνη 37, 1640).
Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr