Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Κυκλικό ωράριο και άδειες νοσηλευτών

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 3528/2007), «ο υπάλληλος παρέχει την εργασία του μέσα στον οριζόμενο από τις κείμενες γενικές ή ειδικές διατάξεις χρόνο».

Η παραπάνω κατευθυντήρια διάταξη εξειδικεύεται από τις σχετικές ρυθμίσεις του Προεδρικού Διατάγματος 88/1999 (Ελάχιστες προδιαγραφές για την οργάνωση του χρόνου εργασίας σε συμμόρφωση με την οδηγία 93/104/ΕΚ). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ως άνω ΠΔ, «για κάθε περίοδο 24 ωρών, η ελάχιστη ανάπαυση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από έντεκα (11) συνεχείς ώρες. Η περίοδος των 24 ωρών αρχίζει την 00:01 και λήγει την 24:00 ώρα».

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ΠΔ 88/1999, «στους εργαζόμενους εξασφαλίζεται ανά εβδομάδα, ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών, η οποία συμπεριλαμβάνει κατ’ αρχήν την Κυριακή, ανάλογα με τις ισχύουσες για κάθε κατηγορία εργαζόμενων διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και πρακτικές, στις οποίες προστίθενται οι έντεκα (11) συνεχείς ώρες της ημερήσιας ανάπαυσης του άρθρου 3 του παρόντος. Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας μπορεί να ορισθεί ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών. Όπου προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις η Κυριακή, ως ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, αυτή αρχίζει την 00:01 ώρα και λήγει την 24:00 ώρα. Για τους εργαζόμενους σε δραστηριότητες που λειτουργούν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο με σύστημα διαδοχικών ομάδων εργασίας, η Κυριακή, μπορεί να αρχίζει την 06:00 ώρα ή την 07:00 ώρα και να λήγει την αντίστοιχη ώρα της Δευτέρας. Οι ρυθμίσεις των αμέσως προηγούμενων δύο εδαφίων ισχύουν αναλόγως και σε όσες περιπτώσεις, ως ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία άλλη ημέρα εκτός της Κυριακής».

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι υπάρχει υποχρέωσης χορήγησης ελάχιστης περιόδου αναπαύσεως 24 ωρών ανά εβδομάδα, ήτοι τουλάχιστον ενός «ρεπό» την εβδομάδα, απαγορευμένης κάθε αντίθετης πρακτικής, που είναι ευθέως παράνομη και καταχρηστική.

Επιπλέον, για κάθε περίοδο 24 ωρών θα πρέπει να χορηγείται στον εργαζόμενο περίοδος τουλάχιστον 11 συνεχόμενων ωρών ανάπαυσης.

Ενόψει των ανωτέρω, οποιοδήποτε πρόγραμμα εργασίας αντιβαίνει το προεκτεθέν θεσμικό πλαίσιο είναι παράνομο και καταχρηστικό και δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνον για περιορισμένο χρονικό διάστημα και για την κάλυψη εκτάκτων και απρόβλεπτων αναγκών. Κατά τα ως άνω όλοι ανεξαιρέτως οι νοσηλευτές, στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, θα πρέπει να μετέχουν ισοτίμως στο κυκλικό ωράριο. Εξάλλου, από καμία διάταξη νόμου δεν συνάγεται, ότι κάποιες κατηγορίες προσωπικού δύνανται να εξαιρεθούν από το σύστημα βαρδιών.

Περαιτέρω, όσον αφορά τη νυχτερινή εργασία σύμφωνα με το άρθρο 8 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος, 1. «ο κανονικός χρόνος εργασίας των εργαζομένων τη νύχτα δεν πρέπει να υπερβαίνει κατά μέσο όρο τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο σε περίοδο μιας εβδομάδας. Μπορεί να ορίζεται διαφορετική από την παραπάνω περίοδο αναφοράς με συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Εάν η ελαχίστη περίοδος εικοσιτετράωρης εβδομαδιαίας ανάπαυσης που απαιτείται από το άρθρο 5 εμπίπτει σ’ αυτή την περίοδο αναφοράς, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του μέσου όρου, 2. «Οι εργαζόμενοι τη νύχτα, όταν η εργασία την οποία εκτελούν ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση, δεν πρέπει να εργάζονται περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου στην οποία πραγματοποιούν νυχτερινή εργασία. Η εργασία που ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση, εφόσον δεν ορίζεται από την κείμενη νομοθεσία ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθορίζεται στο επίπεδο της επιχείρησης μετά από διαβούλευση μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων (Ν.1264/82) ή των εκπροσώπων τους για θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων [άρθρα 2 (παράγραφος 4) και 10 του Π.Δ.17/96) και σύμφωνα με την γραπτή εκτίμηση κινδύνου [άρθρο 8 (παράγραφος 1) του Π.Δ.17/96], στην οποία θα πρέπει να εκτιμώνται και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την νυχτερινή εργασία».

Επομένως η νυχτερινή εργασία περιλαμβάνει την παροχή εργασίας για οκτώ συνεχόμενες ώρες ανά εικοσιτετράωρο σε περίοδο μιας εβδομάδας. Εκ των παραπάνω διατάξεων δεν καθιερώνεται κάποια μορφή διάκρισης μεταξύ νεότερων και παλαιότερων υπαλλήλων αναφορικά με την συχνότητα εκτέλεσης νυχτερινών βαρδιών. Υπογραμμίζεται, δε, ότι τέτοια διάκριση δεν εισάγεται από καμία διάταξη γενικού ή ειδικού περιεχομένου, που να αφορά είτε όλους ανεξαιρέτως τους δημοσίους υπαλλήλους, είτε αποκλειστικά τους νοσηλευτές.

Κανονική άδεια-Μεταφορά άδειας

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 3528/2007), «1. Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, από 15 Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει σε υπηρεσίες οι οποίες έχουν καθοριστεί με απόφαση του οικείου Υπουργού και κατά την περίοδο αυτή βρίσκονται στην αιχμή της λειτουργίας τους ή λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Όταν με αίτηση του υπαλλήλου ολόκληρη η άδεια χορηγείται εκτός από την περίοδο αυτή, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προσαύξηση αυτή δεν χορηγείται όταν ο υπάλληλος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα.

  1. Η υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν ακόμα δεν την ζητήσει.
  2. Επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, μετά όμως από έγκριση του οργάνου που προΐσταται εκείνου το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Αν τέτοιο όργανο δεν υπάρχει, αποφασίζει το αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας όργανο.
  3. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος».

Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω διατάξεων, το υπόλοιπο ημερών μη χορηγηθείσας κανονικής άδειας μεταφέρεται υποχρεωτικώς το επόμενο έτος. Με άλλα λόγια το επόμενο έτος ο υπάλληλος δικαιούται να λάβει άδεια προσαυξημένη με όσες εργάσιμες ημέρες περιορίσθηκε η άδεια του προηγούμενου έτους.

Η μεταφορά επομένως της άδειας σε επόμενο έτος πραγματοποιείται, όταν πρόκειται για άδεια που δεν χορηγήθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, όπως χαρακτηριστικώς αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49, στην οποία ευθέως παραπέμπει η αμέσως επόμενη παράγραφος 4, ομιλώντας περί της μεταφοράς.

Η δικαιολογητική βάση της θεσμοθέτησης του δικαιώματος λήψης κανονικής άδειας είναι η αναμφισβήτητη ανάγκη σωματικής και πνευματικής ανάπαυσης του υπαλλήλου, ώστε αυτός να επανέλθει στην υπηρεσία με τις απαιτούμενες ανανεωμένες δυνάμεις. Υπό το πρίσμα αυτό η χορήγηση κανονικής άδειας προϋποθέτει την πραγματική παροχή υπηρεσιών, ώστε να έχει δημιουργηθεί η ανάγκη ανάπαυσης. Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι της μη παροχής υπηρεσιών, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, ότι θεμελιώνεται δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας.

(πηγή: www.enne.gr)

 

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί