Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Κληρονομιά. Νόμιμη μοίρα. Μέμψη αστόργου δωρεάς. Πλασματική κληρονομική ομάδα. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας των δωρεών. Ανατροπή δωρεάς. Προϋποθέσεις. Γονική παροχή

Κατά τα άρθρα 1825 και 1813 του ΑΚ, οι κατιόντες του κληρονομούμενου τυγχάνουν νόμιμοι μεριδούχοι αυτού και συντρέχουν ως κληρονόμοι κατά το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας στην κληρονομιά του αποβιώσαντος, έχουν δε άμεσο δικαίωμα στα κατ` ιδίαν κληρονομιαία στοιχεία, που αποτελούν την πραγματική ομάδα της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Μολονότι όμως το δικαίωμα του κάθε νόμιμου μεριδούχου ασκείται επί των στοιχείων αυτών της κληρονομιάς, για τον υπολογισμό αυτού (δικαιώματος νόμιμης μοίρας) λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 1831 ΑΚ, τόσο η αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, όσον και η εκτός άλλων κατά τον χρόνο της συστάσεως της αξίας κάθε δωρεάς εν ζωή του κληρονομουμένου, που έγινε εντός της δεκαετίας πριν από το θάνατο του, εφόσον δεν επιβαλλόταν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, η οποία αξία προστίθεται λογιστικά στην αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς.

Αν η έτσι υπολογιζόμενη νόμιμη μοίρα δεν καλύπτεται κατά την αξία της από τα στοιχεία που πράγματι βρέθηκαν στην κληρονομιά, τότε κάθε δωρεά που έγινε με τις παραπάνω προϋποθέσεις εν ζωή του κληρονομουμένου υπόκειται, κατά τα άρθρα 1835, 1836 ΑΚ, κατόπιν αγωγής του μεριδούχου κατά του δωρεοδόχου, σε ανατροπή, κατά το μέρος που η υπάρχουσα κληρονομιά, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί να καλύψει την αξία της νόμιμης μοίρας, επί διαδοχικών δε δωρεών, η προγενέστερη υπόκειται σε προσβολή, εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Αν όμως δεν καταλείφθηκε κληρονομιαία περιουσία κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ενώ υφίστανται δωρεές υποκείμενες σε ανατροπή, η νόμιμη μοίρα θα υπολογισθεί προφανώς επί της συνολικής αξίας των δωρεών αυτών κατά το χρόνο της συστάσεως τους, το δε εξ αυτής δικαίωμα θα ασκηθεί σ` αυτό το αντικείμενο που δωρήθηκε τελευταία και σε περίπτωση ανεπάρκειας του και στο αμέσως προγενέστερο, κατά το λόγο της υπολογισθείσας, κατά τον ανωτέρω τρόπο, αξίας της νόμιμης μοίρας, προς την κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου αξία του αντικειμένου της δωρεάς και κατά το αυτό ποσοστό, συνακόλουθα, θα ανατραπεί η δωρεά αυτή (ΕφΘεσ 3054/1990, Αρμ 1991/670, ΕφΘεσ 246/1982, Αρμ Λ ΣΤ’ 895).

Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην πραγματική ομάδα της κληρονομιάς και ενάγει ο νόμιμος μεριδούχος με αίτημα να ανατραπεί η άστοργη δωρεά, απαιτείται να προσδιορίζεται στην αγωγή η αξία των δωρηθέντων κατά το χρόνο σύστασης της δωρεάς, ώστε με βάση την αξία αυτή να υπολογιστεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος.

Μάλιστα το άρθρο 1836 ΑΚ παρέχει την ευχέρεια στον εναγόμενο δωρεοδόχο να καταβάλει την παραπάνω αξία του ποσοστού της νόμιμης μοίρας μέχρι το τέλος της πρώτης συζήτησης της αγωγής και να αποφύγει την ανατροπή της άστοργης δωρεάς.

Συνεπώς, αποτελεί στοιχείο της βάσης της σχετικής αγωγής η αναφορά της αξίας που είχε το αντικείμενο που δωρήθηκε κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά αυτή, έστω και εάν δεν υπάρχει περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομιά του δωρητή κληρονομουμένου (βλ. ΕφΘεσ 673/85, Αρμ 1986/684).

Για τη μέμψη των δωρεών πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του δικαίου που ίσχυε μετά το νόμο αυτό. Κατά το δίκαιο που ίσχυε πριν από το ν. 1329/1983, δηλαδή πριν τροποποιηθούν τα άρθρα 1831 και 1833 ΑΚ, ήταν δυνατόν να προσβληθούν: α) κάθε δωρεά που είχε κάνει ο κληρονομούμενος κατά τα τελευταία δέκα έτη της ζωής του, είτε προς το μεριδούχο είτε προς τρίτο, εφόσον δεν την επέβαλλαν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγοι ευπρέπειας και β) κάθε δωρεά που είχε γίνει και πριν από τη δεκαετία, εφόσον είχε γίνει με τον όρο να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα (βλ. ΑΠ 1692/1987, ΕλλΔ/νη 30.297, ΑΠ 55/1964, ΝοΒ 1965/179).

Μετά την ισχύ του ν. 1329/1983, κατά το άρθρο 1835 ΑΚ, σε ανατροπή υπόκειται εκείνη η δωρεά η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 1831 ΑΚ υπολογίζεται στην κληρονομιά, δηλαδή: α) Ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και β) οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα έτη πριν από το θάνατό του και σε τρίτο, εκτός αν την επέβαλλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

Παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα με άλλο τρόπο (όχι δηλαδή με δωρεά) είναι κυρίως οι γονικές παροχές, οι οποίες προσθέτονται στην κληρονομιά με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οποτεδήποτε και αν έγιναν, επομένως όχι απαραίτητα στα τελευταία δέκα έτη, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά, καθόσον, σύμφωνα με το νέο άρθρο 1833 ΑΚ, κάθε παροχή προς μεριδούχο που προσθέτεται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 1831 ΑΚ καταλογίζεται, δηλαδή αφαιρείται από τη νόμιμη μοίρα, με την αξία που είχε όταν έγινε. Έτσι, εφόσον δεν ορίζεται τίποτε από τον κληρονομούμενο, κάθε παροχή που προσθέτεται στην κληρονομιά (ΑΚ 1831) θα καταλογίζεται (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές κληρονομικού δικαίου, έκδοση 1995, τόμος Β`, σελ. 51, 57, 146, ΕφΑθ 7305/1995, ΕλλΔ/νη 38.632).

Δωρεά δε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον υπάρχει όταν αυτή γίνεται όχι από κάποιο γενικό καθήκον φιλαλληλίας ή φιλανθρωπίας αλλά από υποχρέωση του δωρητή προς το δωρεοδόχο που ανακύπτει από ιδιαίτερες και συγκεκριμένες συνθήκες και στηρίζεται σε επιταγές της ηθικής, η οποία (υποχρέωση) όμως δεν υπάρχει μεταξύ συγγενών που από το νόμο είναι υπόχρεοι και κατά το μέρος που αυτοί είναι νομικώς υπόχρεοι (βλ. ΕφΠειρ 576/1996, ΕλλΔ/νη 38.682). Οι κατά το άρθρο 1509 ΑΚ γονικές παροχές, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελούν δωρεές υποκείμενες σε μέμψη, εφόσον υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη αυτή, ως ενδεικνυόμενο δε από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων του, της ηλικίας τους, τις ανάγκες του τέκνου προς το οποίο γίνεται η παροχή, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ., δεν εξαρτάται δε το μέτρο αυτό από την αξία της νόμιμης μοίρας του δικαιούχου ή την κληρονομική του μερίδα, ο σκοπός των οποίων είναι διαφορετικός. Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής, αλλά μόνον η συνδρομή ανάγκης με τις παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς.

Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 1831 παρ. 2, όπως το άρθρο αυτό αντικ. με το άρθρο 26 του ν. 1329/83, 1835 και 1509 ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα:

Για τον προσδιορισμό της κληρονομιάς και κατ` επέκταση για την ανεύρεση της νόμιμης μοίρας, προστίθενται στην κληρονομιά εκτός των άλλων και ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα στο μεριδούχο, είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επομένως με τη διατύπωση αυτή εννοεί ο νόμος κάθε άλλη παροχή από ελευθεριότητα γονέα προς παιδί, όπως είναι αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 1509 εδ. α` ΑΚ, άσχετα αν η παροχή αυτή αποτελεί ή όχι δωρεά σύμφωνα με το άρθρο αυτό και άσχετα αν γίνεται ή όχι με τον τύπο της δωρεάς, αρκεί ότι γίνεται από ελευθεριότητα και όχι από νομική υποχρέωση. Σε μέμψη όμως υπόκεινται μόνο οι δωρεές, οι οποίες, σύμφωνα με το νέο άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ, προστίθενται στην κληρονομιά, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1835 ΑΚ, το οποίο δεν τροποποιήθηκε με το ν. 1329/83, το γεγονός δε ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο, όταν αυτή είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν αποτελεί δωρεά, έχει ως συνέπειες ότι αυτή δεν προσβάλλεται ως άστοργη έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, αφού κατά το παραπάνω άρθρο 1835 ΑΚ σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές (βλ. Κουμάντο, Οικογ. Δίκαιο, τόμος β` σελ. 161).

Συνεπώς, όταν με αγωγή μέμψης προσβάλλεται γονική παροχή που έγινε προς μεριδούχο για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειας του κατά την έννοια του άρθρου 1509 του ΑΚ, όπως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το ν. 1329/83, πρέπει, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, να εκτίθενται σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, ότι δηλαδή υπερβαίνει το μέτρο το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΑΚ, σελ. 2032, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, 1990, του ίδιου, σελ. 568, Κουμάντο, ό.π., σελ. 160, ΑΠ 236/84, ΝοΒ 33.266, ΑΠ 511/82, ΝοΒ 31.354, ΕφΑθ 906/93, ΕλλΔ/νη 37.1135, ΕφΑθ 4546/1993, ΕλλΔ/νη 36.1598). Αίτημα της αγωγής μέμψης στην οποία ενάγων είναι εκείνος που έχει καταστεί ήδη μεριδούχος (κατιών, γονέας, σύζυγος) ή οι καθολικοί ή οι ειδικοί διάδοχοι του και εναγόμενος ο δωρεοδόχος (ανεξάρτητα αν αυτός είναι μεριδούχος ή τρίτος) ή οι κληρονόμοι του, είναι η ανατροπή της δωρεάς από το Δικαστήριο κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος, η δικαστική δε απόφαση που δέχεται τη μέμψη έχει αποτελέσματα όχι την εξυπαρχής ακύρωση της δωρεάς (ΑΚ 184), αφού τέτοια ακύρωση αναγνωρίζεται στην προσβολή λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (ΑΚ 154) αλλά την ανατροπή αυτής ενοχικώς και ο δωρεοδόχος έχει ενοχική υποχρέωση να αποδώσει στο μεριδούχο τόσο μέρος από τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν δωρηθεί, όσο απαιτείται για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του (μεριδούχου). Με την απόφαση δηλαδή επί της σχετικής αγωγής, ο δωρεοδόχος υποχρεώνεται να μεταβιβάσει κατά κυριότητα και νομή στο μεριδούχο το ποσοστό το οποίο δικαιούται να λάβει αυτός από το δωρηθέν, ώστε να καλυφθεί η νόμιμη μοίρα του. Η ενοχή του δωρεοδόχου για αυτούσια αποκατάσταση των στοιχείων που δωρήθηκαν υπάρχει για εκείνα που σώζονται. Γι` αυτά που δεν σώζονται κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, είτε γιατί έχουν απαλλοτριωθεί από το δωρεοδόχο όσο ζούσε ο κληρονομούμενος, είτε χάθηκαν τυχαία ή από υπαιτιότητα του, ο δωρεοδόχος ευθύνεται με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ για εκείνα από τα πράγματα που έχουν δωρηθεί και μετά το θάνατο του κληρονομουμένου εκποιήθηκαν από το δωρεοδόχο ή από υπαιτιότητα του ή από τύχη χάθηκαν ή χειροτέρευσαν, εφόσον από τότε αυτός εξομοιώνεται με κακόπιστο νομέα, ο εναγόμενος δωρεοδόχος ευθύνεται (αρθρ. 1096, 1098 ΑΚ) μέχρι την πλήρη αποζημίωση για εκείνο που λείπει από τη νόμιμη μοίρα (βλ. ΑΠ 995/83, ΝοΒ 32.500, ΕφΑθ 4608/90, ΑρχΝ 43.118, ΕφΘεσ 246/82, Αρμ 36.895) [2891/2013 ΜΠΡ ΑΘΗΝΩΝ].

Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί