Μη υπερημερία οφειλέτη σε περίπτωση ανυπαίτιας καθυστέρησής του – Υπερημερία δανειστή
Κατά τη διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ “ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη”. Η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει ειδικότερα σε τι συνίσταται το απαλλακτικό της ευθύνης του οφειλέτη γεγονός, ώστε αυτό να λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και έτσι να επενεργεί υπέρ του οφειλέτη απαλλακτικά κάθε τυχαίο ή άλλο γεγονός που δεν καταλογίζεται στον ίδιο ή τους αντιπροσώπους του. Έτσι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποκλείεται η υπερημερία του οφειλέτη και η προαναφερομένη συνέπειά της και όταν συντρέχει δικαιολογημένη αμφιβολία ή ανυπαίτια πλάνη για την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους. Μπορεί δε η αμφιβολία αυτή να ανάγεται, είτε σε πραγματικά περιστατικά, είτε στην ερμηνεία του δικαίου και δη των ρυθμιζουσών τη συγκεκριμένη έννομη σχέση νομικών διατάξεων, οπότε η καθυστέρηση ως προς την εκπλήρωση της παροχής για την οποία η υποχρέωση του οφειλέτη αμφισβητείται με διαφορετική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο οφειλέτης δεν έχει ευθύνη (AΠ 609/2015).
Συνεπώς ο οφειλέτης που ευλόγως αμφιβάλλει περί την έκταση της οφειλής του δεν περιέρχεται σε υπερημερία όταν προσφέρει εκείνο το οποίο νομίζει ότι οφείλει (ΑΠ 912/2000). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 349 και 351 του ΑΚ, συνάγεται, ότι ο δανειστής γίνεται υπερήμερος, εάν α) δεν αποδέχεται την πραγματική και προσηκόντως προσφερόμενη σ’ αυτόν παροχή, β) εάν, μολονότι προσκλήθηκε από τον οφειλέτη, δεν προβαίνει στην απαιτουμένη πράξη ή σύμπραξη, χωρίς την οποία ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώσει την παροχή (ΑΠ 464/2022, ΑΠ 983/2020 ΑΠ 1566/2018). Για την ύπαρξη υπερημερίας του δανειστή, σε αντίθεση με όσα ορίζονται με τη διάταξη του άρθρου 336 του ΑΚ, δεν προσαπαιτείται συνδρομή πταίσματος αυτού, δηλαδή ο δανειστής γίνεται υπερήμερος ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του (ΑΠ 646/2020, ΑΠ 710/2018, ΑΠ 877/2013). Εξάλλου, με τη γενική ρήτρα της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, θεσπίζεται κανόνας αναγκαστικού δικαίου, με τον οποίο προσδιορίζεται ο τρόπος εκπλήρωσης της παροχής, κατά συνέπεια δε και το μέγεθος αυτής, όπως απαιτεί η καλή πίστη, δηλαδή η επιβαλλόμενη, σε χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο, ευθύνη στις συναλλαγές, σύμφωνα και με τα συναλλακτικά ήθη. Η αρχή αυτή είναι εφαρμοστέα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη, όσο και του δανειστή, οι οποίες απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, ασχέτως αν αυτή προέρχεται από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή, ή από άλλη δικαιοπραξία ή εάν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός εάν προβλεφθεί άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή εάν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ (ΑΠ 334/2015, ΑΠ 423/2008, ΑΠ 328/2004). Λειτουργεί δε η ως άνω αρχή τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων, όσον και ως διορθωτική αυτών (ΑΠ 927/1982, ΑΠ 250/1998), σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, εξαιτίας της συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής ως έχει είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και επιβάλλεται, επειδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 288 ΑΚ, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη- παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει να συνεκτιμάται-, η αναπροσαρμογή της παροχής στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 1386/2022, ΑΠ 423/2008).
Ακόμη, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι είναι δυνατόν, εφόσον συντρέχουν ειδικές συνθήκες, να παρίσταται ως μοναδική καλόπιστη και σύμφωνη με τα χρηστά ήθη συμπεριφορά και, έτσι, να καθίσταται αναγκαία η σύμπραξη του δανειστή προς άρση της αμφιβολίας του οφειλέτη ως προς το ύψος της οφειλής του, ακόμη και αν ο καθορισμός του θα μπορούσε να γίνει με μαθηματικό υπολογισμό, οπότε αυτός, με την τυχόν αδικαιολόγητη άρνησή του να προβεί στην απαιτούμενη αυτή σύμπραξη, περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 427, 431 και 434 ΑΚ προκύπτει ότι με τη δημόσια κατάθεση της οφειλόμενης χρηματικής παροχής επέρχεται απόσβεση της ενοχής σαν να είχε γίνει, κατά τον χρόνο της κατάθεσης, καταβολή από τον οφειλέτη, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που αναφέρει ο νόμος και που επιτρέπουν τη δημόσια κατάθεση, δηλαδή είτε όταν ο δανειστής έγινε υπερήμερος κατά τις διατάξεις των άρθρων 349 επ. ΑΚ, είτε όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει με ασφάλεια την παροχή του για λόγο που αφορά το πρόσωπο του δανειστή ή εξαιτίας εύλογης αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπό του. Σε κάθε άλλη περίπτωση η δημόσια κατάθεση δεν συνεπάγεται κανένα αποτέλεσμα ως έννομη συνέπεια (AΠ 1700/2022, ΑΠ 20/2018, ΑΠ1289/2013, 605/2024 ΑΠ).
Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr