Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Νομολογιακά παραδείγματα, όπου εκρίθη ότι η επανεγειρόμενη αγωγή πληροί τους όρους του άρθρου 263 παρ. 2 ΑΚ, ώστε η παραγραφή να θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή

Σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης του άρθρου 263 ΑΚ, «Κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή»[1].

Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαιτήσεως. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωσή της. Ήτοι, λόγοι δικονομικοί, μη αναγόμενοι στο υποστατό της αξιώσεως αλλά στην έλλειψη κάποιας από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης η οποία επιφέρει την τυπική απόρριψη της αγωγής.  

Ως νέα έγερση της αγωγής, δε, νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του κατά του ιδίου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Αναφορικά με την ταυτότητα της νομικής αιτίας, δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 263 παρ. 2 ΑΚ, εάν η νέα αγωγή για την ίδια έννομη σχέση στηρίζεται μεν στα αυτά πραγματικά περιστατικά, αλλά σε διαφορετική νομική θεμελίωση[2]. Εξάλλου, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη.

Νομολογιακά έχει κριθεί ότι η διακοπή της παραγραφής θεωρείται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή και συνεπώς ότι η αξίωση δεν παραγράφηκε, αδιάφορα εάν η αγωγή, ενώ ασκήθηκε ως καταψηφιστική και κατ’ άλλων υποχρέων, επανεγείρεται ως αναγνωριστική εναντίον κάποιου από αυτούς[3]. Ακόμη, έχει νομολογηθεί ότι υπάρχει ταυτότητα ιστορικής αιτίας, και όταν το αίτημα της μεταγενέστερης αγωγής είναι ελαττωμένο σε σχέση με εκείνο της προγενέστερης, όπως και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξιώσεως υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία[4]. Στο πλαίσιο αυτό, η υπ’ αριθμ. 768/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι «Το γεγονός ότι στις προηγούμενες αγωγές αφ’ ενός είχαν εναχθεί, πλην των και νυν εναγομένων και αναιρεσειουσών τεσσάρων ναυτικών εταιρειών, και άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα και αφ’ ετέρου είχαν ζητηθεί, πλην των ενδίκων κονδυλίων, και εργατικές απαιτήσεις από άλλη αιτία, δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαφοράς για την οποία πρόκειται και για την οποία έχει παρασχεθεί δικαστική προστασία. Διότι προσεγγίζοντας το ιστορικό των τριών αγωγών αφαιρετικά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το ότι αυτό που ζητήθηκε με την τρίτη αγωγή και επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ταυτίζεται με μέρος εκείνου που είχε ζητηθεί με τις δύο προηγούμενες».

Διακοπή της παραγραφής με την προηγούμενη αγωγή, παρά τον ποσοτικό περιορισμό του αιτήματος με τη δεύτερη (επανεγειρόμενη) αγωγή έκανε δεκτή και η υπ’ αριθμ. 215/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου[5]: «…τα ένδικα αγωγικά δικόγραφα έχουν την ίδια ιστορική και νομική αιτία, αφού τα μεν νομικώς ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, στα οποία ερείδεται το υποβαλλόμενο αίτημα, είναι ταυτόσημα και στις δύο αγωγές, το δε αίτημα είναι απλώς ποσοτικά ελαττωμένο στη δεύτερη αγωγή σε σχέση με το αίτημα της πρώτης. Ειδικότερα: (α) Η αναφορά στη δεύτερη αγωγή περιουσιακών στοιχείων που είχε ο εναγόμενος προ του γάμου και τα οποία δεν αναφέρονταν στην πρώτη αγωγή αλλά και δεν φέρονται ως “αποκτήματα” στη δεύτερη, είναι νομικώς αδιάφορη, αφού η δίκη που ανοίγεται με βάση την εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αγωγή έχει (μοναδικό) αντικείμενο την συμμετοχή ή μη του ενάγοντος στα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο εναγόμενος μετά τον γάμο και δεν είναι νομικώς σημαντική αυτή καθ’ εαυτήν η προ του γάμου περιουσιακή αυτού κατάσταση (πρβλ. ΑΠ 1912/2009). (β) Το γεγονός ότι στην δεύτερη αγωγή υπολογίζεται η οικονομική αξία της συμβολής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγομένου σε μικρότερο ποσό (και ποσοστό) έναντι της πρώτης αγωγής, προφανώς δεν μεταβάλλει την ιστορική αιτία του τελικού αιτήματος, αλλά συνιστά απλά ποσοτικό περιορισμό, πράγμα που θα μπορούσε να γίνει ακόμη και με τις προτάσεις στα πλαίσια μιας και μόνης δίκης…».

Ακόμη, η υπ’ αριθμ. 190/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι αναβιώνει το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής που επήλθε με την πρώτη αγωγή, ακόμη και αν με τη δεύτερη αγωγή υπεβλήθη διάφορο αίτημα που συνάπτεται με την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, δε διαφοροποιεί ωστόσο την ταυτότητα της διαγνωστέας ουσιαστικής αξίωσης[6]: «…Το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής δεν επηρεάζεται από τον περιορισμό του αιτήματος της νέας αγωγής, ούτε από την υποβολή με αυτή προσθέτου ή διαφόρου αιτήματος, το οποίο συνάπτεται με τη δικαστική νομιμοποίηση των διαδίκων και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξιώσεως. Τέτοιο αίτημα, που συνάπτεται με την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος προς παροχή δικαστικής προστασίας και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας ουσιαστικής αξιώσεως, είναι και το αίτημα του ενάγοντος μηχανικού-μέλους του ΤΕΕ περί καταβολής στο ΤΕΕ της οφειλόμενης σ’ αυτόν από τον εναγόμενο πελάτη του αμοιβής, το οποίο υποβάλλει με την ασκούμενη εκ νέου από τον ίδιο αγωγή, αντί του αιτήματος της αρχικής αγωγής αυτού περί καταβολής απ’ ευθείας σ’ αυτόν της ίδιας αμοιβής παρά την έλλειψη στο πρόσωπό του εξουσίας για απ’ ευθείας είσπραξη της αμοιβής και αντίστοιχης δυνατότητας για τη δικαστική επιδίωξη και καταβολή αυτής στον ίδιο, η οποία πρώτη αγωγή απορρίφθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, χωρίς να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής απαιτήσεως».

Τέλος, η υπ’ αριθμ. 211/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η διακοπή της παραγραφής ανατρέχει στο χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής σύμφωνα με το 263 παρ. 2 ΑΚ, ακόμη και αν το δεύτερο αγωγικό δικόγραφο διαλαμβάνει διαφορετικό τρόπο καταβολής του αιτούμενου (και με την πρώτη αγωγή) χρηματικού ποσού[7]: «Η κρινόμενη αγωγή έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την προαναφερόμενη αγωγή αφού και στις δύο αγωγές η ένδικη αξίωση αφορά εργολαβικό αντάλλαγμα για έργο που έχει εκτελέσει ο ενάγων ύστερα από σύμβαση με το θανόντα…. , επίσης εργολάβο, ο οποίος κληρονομήθηκε εκ διαθήκης από την εναγόμενη και τον ….  και οι οποίοι καλούνται και στις δύο αγωγές να καταβάλουν το ποσό αυτό ως κληρονόμοι αυτού. Επίσης και στις δύο αγωγές το αίτημα είναι το ίδιο δηλ. η καταβολή εργολαβικού ανταλλάγματος ύψους 20.178.000 δραχμών. Το ότι με την πρώτη αγωγή ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε ολόκληρο ο καθένας να του καταβάλουν το ως άνω ποσό, ενώ με την κρινόμενη αγωγή ζητεί να τού καταβάλλουν το ως άνω ποσό, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδος, όπως του υποδείχθηκε με την παραπάνω απόφαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ζητείται διαφορετική έννομη προστασία, αφού τόσο στην πρώτη αγωγή, όσο και στην κρινόμενη η αξίωση είναι η ίδια διαφοροποιούμενη μόνο ως προς τον τρόπο καταβολής αυτής και το ποσό (μικρότερο) από τους κληρονόμους του αρχικά υποχρέου».

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Α. Δανηλάτου, Παραγραφή & Προθεσμίες Κατά τον Αστικό Κώδικα, Ερμηνεία-Νομολογία-Διαγράμματα ελέγχου ενεργειών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 37 επ., Ν. Τριάντο, Αιρέσεις-Προθεσμίες-Παραγραφή, Θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1998, σελ. 280 επ..

[2] Βλ. ΑΠ 325/1994, ΕΕΝ 1995, σελ. 255.

[3] Βλ. ΑΠ 1066/1976, ΝοΒ 25, σελ. 511.

[4] Βλ. ΑΠ 768/2016, ΑΠ 252/2016, ΑΠ 190/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[5] Βλ. ΑΠ 215/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Έτσι και η ΑΠ 1673/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[6] Βλ. ΑΠ 190/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[7] Βλ. ΑΠ 211/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί