Όροι νομότυπης επίκλησης και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους προς απόδειξη των ουσιωδών πραγματικών ισχυρισμών τους. Η μη λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο θεμελιώνει τον υπ’ αριθμ. 11 λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επί των εφετειακών προτάσεων των διαδίκων δεν αρκεί η γενική αναφορά ότι προσκομίζουν ξανά όσα έγγραφα είχαν προσκομίσει με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, έστω κι αν αυτά ενσωματώνονται στις εφετειακές προτάσεις (ΑΠ 1274/2018 ΤΝΠ Νόμος)
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 237 § 1 β’, 240, 453, 524 § 1 και 559 αριθ. 11 γ’ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του μόνο όσα αποδεικτικά μέσα προσκομίστηκαν νόμιμα, εφόσον υπάρχει συγχρόνως σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων, ώστε, να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά τους (AΠ 363/2017). Η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων σε προηγούμενη συζήτηση, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 19/2005, ΑΠ 154/2004).
Αναφορικά με τους όρους της νόμιμης επίκλησης στις προτάσεις του Εφετείου των πρωτοδίκως προσκομιζομένων εγγράφων πρέπει να σημειωθεί ότι γενική αναφορά / επίκληση στις προτάσεις του Εφετείου ότι προσκομίζονται εκ νέου όσα έγγραφα προσκομίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις, δεν αρκεί, κι ας ενσωματώνονται στις προτάσεις του Εφετείου τα έγγραφα που προσκομίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 1677/2013, ΑΠ 1524/2010). Τούτο δε διότι απαιτείται η παράθεση στοιχείων προσδιοριστικών της ταυτότητας κάθε εγγράφου (όπως π.χ. του εκδότη του, του αριθμού δημοσίευσης κάθε δικαστικής απόφασης και του εκδόσαντος αυτή δικαστήριο, το όνομα του μάρτυρα που έδωσε ένορκη βεβαίωση, την αρχή ενώπιον της οποίας την έδωσε και την ημερομηνία της κ.λπ.) ή έστω η με οποιονδήποτε τρόπο περιγραφή αυτών, ώστε να εξατομικεύονται με βεβαιότητα. Η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται ούτε από τη γενικόλογη σημείωση στο τέλος των εφετειακών προτάσεων της ότι «προσάγω δε και επικαλούμαι όλα τα αποδεικτικά έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέστηκα και πρωτόδικα», καθόσον μόνη η παραπομπή στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί για να καταστήσει παραδεκτή την επίκληση των προσκομιζόμενων εγγράφων.
Η εκ του δικαστηρίου λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίστηκαν ή που δεν προσκομίστηκαν από τους διαδίκους κατά τρόπο νόμιμο και παραδεκτό ή η εκ του δικαστηρίου μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ιδρύει τον εκ του 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 2/2008). Απαιτείται, δηλαδή, για τη στοιχειοθέτηση του υπόψη λόγου αναιρέσεως όχι μόνον η προσκομιδή του εγγράφου (ή άλλου αποδεικτικού μέσου), αλλά και η νόμιμη επίκληση αυτού με σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να αναγνωρίζεται η ταυτότητα του εγγράφου (ΑΠ 1342/2006). Η η δε επίκληση αυτή πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις του διαδίκου που το προσκόμισε, κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και όχι με την προσθήκη των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου (ΑΠ 527/1994, ΑΠ 740/1996, ΑΠ 774/1996), εκτός εάν προσκομίζεται προς απόκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν κατά τη συζήτηση (ΑΠ 67/2011). Για τη στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού αναιρέσεως απαιτείται, με άλλα λόγια, είτε η νόμιμη επίκληση του μη ληφθέντος υπόψη αποδεικτικού μέσου, είτε η μη νόμιμη επίκληση του ληφθέντος υπ’ όψη (ΑΠ 926/2007, ΑΠ 679/2005). Είναι συνεπώς αναιρετέα -για παρά το νόμο λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίσθησαν- η απόφαση που έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο, το οποίο ο διάδικος το επικαλέστηκε ή/και το προσήγαγε το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεων, καθώς και αποδεικτικό μέσο το οποίο προσκομίστηκε μεν, δεν έγινε όμως παραδεκτή και δικονομικώς προσήκουσα επίκλησή του.
Εν προκειμένω, η εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπ’ όψη αποδεικτικά μέσα που αυτή νομίμως προσκόμισε και επικαλέσθηκε με τις εφετειακές προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, από τα οποία (αποδεικτικά μέσα) προέκυπτε η βασιμότητα του ισχυρισμού της και το ουσιαστικώς αβάσιμο του ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου. Η αναιρεσιβαλλομένη πράγματι δεν έλαβε υπόψη της όσα έγγραφα η εφεσίβλητη προσκόμισε μεν, πλην όμως χωρίς να τα επικαλεστεί νομίμως με τις εφετειακές προτάσεις της, ήτοι χωρίς να αναφερθεί ειδικώς σε αυτά. Για την επίκλησή τους η εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα αρκέστηκε στην παράθεση των αριθμών που η ίδια τους είχε δώσει και των φακέλων στους οποίους τα είχε κατανείμει, χωρίς να παραθέτει στοιχεία προσδιοριστικά της ταυτότητας κάθε εγγράφου (όπως τον εκδότη του, τον αριθμό δημοσίευσης κάθε δικαστικής απόφασης και το εκδόσαν αυτή δικαστήριο, το όνομα αυτού που έδωσε ένορκη βεβαίωση, την αρχή ενώπιον της οποίας την έδωσε και την ημερομηνία της κ.λπ.) ή έστω να προβαίνει στην με κάποιον τρόπο περιγραφή αυτών, ώστε αυτά να εξατομικεύονται με βεβαιότητα.
Ο Άρειος Πάγος με την υπόψη και εδώ εκτιθέμενη απόφασή του (την υπ’ αριθμ. 1274/2018) έκρινε ότι δεν έγινε επίκληση των επικαλουμένων εγγράφων ενώπιον του Εφετείου με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος και ότι η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται ούτε από τη γενικόλογη σημείωση στο τέλος των εφετειακών προτάσεων ότι «προσάγω δε και επικαλούμαι όλα τα αποδεικτικά έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέστηκα και πρωτόδικα», καθόσον μόνη η αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί για να καταστήσει παραδεκτή την επίκληση των προσκομιζομένων εγγράφων. Κατ’ ακολουθίαν, απεφάνθη ότι το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό δικαστήριο, μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τα έγγραφα αυτά, δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ πλημμέλεια, ο δε περί του αντιθέτου ως άνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και η κρινόμενη αίτηση απορριπτέα ως αβάσιμη, για τους ως άνω ειδικότερους προρρηθέντες λόγους.
Μπενάκη Βικεντία – Άννα
Δικηγόρος Αθηνών
Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών
info@efotopoulou.gr