Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Πνευματική ιδιοκτησία. Το αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα προστασίας του προσωπικού του δεσμού με αυτό (ηθικό δικαίωμα) του Δημιουργού. Δικαιώματα δημιουργού για την  αναγνώριση του δικαιώματός του, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον. Τρόποι μεταβίβασης του δικαιώματος στην εκμετάλλευση του έργου του Δημιουργού

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 3 και 12 παρ. 2 του ν. 2121/1993 “περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων”, οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σε αυτό πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή. Η “πρωτοτυπία”, η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται γενικώς από το νόμο, είναι η κρίση ότι, υπό παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους, κανένας άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει έργο όμοιο ή ότι παρουσιάζει μια ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο “δημιουργικού ύφους”, κάποια απόσταση δηλαδή από τα ήδη γνωστά ή αυτονόητα (ΑΠ 1625/2014). Η κρίση για την πρωτοτυπία κάθε έργου στηρίζεται στην “ατομικότητά” του, η οποία αντανακλά την ιδιαιτερότητα της δημιουργικής διαδικασίας του δημιουργού του και η οποία συνίσταται και αποδεικνύεται με τη διευθέτηση των μερών της εργασίας του, τη μέσω αυτής σχηματοποίηση της δημιουργικής ιδέας του, τη σπουδή κάθε μέρους της, την προσαρμογή και εναρμόνιση του ενός με το άλλο, έτσι ώστε να απαρτίζουν ένα αρμονικό σύνολο, να διαθέτει “στατιστική μοναδικότητα” ( ΑΠ 455/2023 ) . Ο πνευματικός δημιουργός με τη δημιουργία του έργου αποκτά πρωτογενώς και αυτοδικαίως (χωρίς τυπικές διατυπώσεις) το αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου και το δικαίωμα προστασίας του προσωπικού του δεσμού μ` αυτό (περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα, αντίστοιχα). Το ηθικό δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού έχει προσωπικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην προστασία του προσωπικού του δεσμού με το έργο του. Σε κάθε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο δημιουργός μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματός του, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, ενώ όποιος υπαιτίως προσβάλλει την πνευματική ιδιοκτησία άλλου υποχρεούται σε αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (άρθρο 65). Από τις διατάζεις αυτές προκύπτει ότι προσβολή των απόλυτων και αποκλειστικών δικαιωμάτων (περιουσιακού και ηθικού) της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού πάνω στο έργο, αποτελεί κάθε πράξη που έχει ως αντικείμενο και περιεχόμενο όμοιο με το αντικείμενο και το περιεχόμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον η πράξη δεν γίνεται από το δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του. Εξάλλου, το περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, που έχει οικονομική αξία και είναι δεκτικό εκμετάλλευσης, εξασφαλίζει στον δημιουργό τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί το έργο του, αποκομίζοντας από αυτό οικονομικά ωφελήματα. Το άρθρο 3 του ν. 2121/1993, απαριθμεί ενδεικτικώς τις εξουσίες, που απαρτίζουν το περιουσιακό δικαίωμα και αντιστοιχούν στους βασικότερους τρόπους εκμετάλλευσης του έργου, μεταξύ των οποίων είναι εξουσία για εγγραφή και αναπαραγωγή του έργου με κάθε μέσο και τη θέση αυτού σε κυκλοφορία (άρθρο 3 παρ. 1 περ. α` και δ` ν. 2121/93). Έγγραφη είναι η (χρονικά προγενέστερη και διακεκριμένη από την αναπαραγωγική φάση πολλαπλασιασμού του έργου) πρώτη υλική ενσωμάτωση του έργου πάνω σε υλικό φορέα (π.χ. το αποκαλούμενο “negative” σειράς εικόνων και ήχου κινηματογραφικής ταινίας), ο οποίος αποτελεί τη βάση για την αναπαραγωγή του έργου σε αντίτυπα με προορισμό συνήθως τη δημόσια χρήση. Το περιουσιακό δικαίωμα δίνει στο δημιουργό, μεταξύ άλλων, την εξουσία να επιτρέπει ή να απαγορεύει την εγγραφή και την αναπαραγωγή του έργου με κάθε μέσο και να θέτει σε κυκλοφορία το πρωτότυπο ή αντίτυπα του έργου με μεταβίβαση της κυριότητας. Κατά το περιουσιακό αυτό περιεχόμενό του, το δικαίωμα στην πνευματική δημιουργία μπορεί να αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης (άρθρο 3) και είναι ελεύθερα μεταβιβαστό είτε με συστατική μεταβίβαση όλων των επί μέρους εξουσιών του σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο γίνεται έτσι μόνος δικαιούχος με αντίστοιχη αποξένωση του δημιουργού από αυτές, είτε με συμβάσεις ή άδειες εκμετάλλευσης συγκεκριμένων εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος, οι οποίες μπορεί να συμφωνηθούν ως αποκλειστικές ή μη (άρθρα 12 και 13). Η διαφορά μεταξύ άδειας και σύμβασης εκμετάλλευσης (και οι δύο αποτελούν υποσχετικές δικαιοπραξίες) συνίσταται στο ότι στη σύμβαση εκμετάλλευσης ο αντισυμβαλλόμενος με τον πνευματικό δημιουργό αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει τις εξουσίες που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα και για τις οποίες καταρτίστηκε η σύμβαση, ενώ στην άδεια, η άσκηση αποτελεί ευχέρεια του αντισυμβαλλόμενου (άρθρο 13). Στην περίπτωση μεταβίβασης όλων των επιμέρους εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος για την πραγμάτωση του σκοπού σχετικής μεταβιβαστικής σύμβασης, δεν απαιτείται συναίνεση του δημιουργού του έργου για τις περαιτέρω μεταβιβάσεις εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος από τον νέο δικαιούχο προς τρίτους. Αντίθετα, απαιτείται η συναίνεση του δημιουργού για εν ζωή μεταβιβάσεις τέτοιων εξουσιών προς τρίτους από όσους ανέλαβαν την εκμετάλλευση ή απέκτησαν δυνατότητα εκμετάλλευσης του περιουσιακού δικαιώματος με αντίστοιχη σύμβαση ή άδεια εκμετάλλευσης (άρθρο 13 ν. 2121/93). Συνεπώς, όποιος αποκτήσει το περιουσιακό δικαίωμα κατά τρόπο δευτερογενή γίνεται πλήρως δικαιούχος και μπορεί να ασκήσει όλες ή σε κάθε περίπτωση όσες από τις εξουσίες του έχουν μεταβιβασθεί. Για το ηθικό δικαίωμα (άρθρο 4) προβλέπεται το αμεταβίβαστο εν ζωή (άρθρο 12), ορίζεται ωστόσο ότι η συναίνεση του δημιουργού για πράξεις ή παραλείψεις, που αλλιώς θα αποτελούσαν προσβολή του ηθικού δικαιώματος, αποτελεί τρόπο άσκησης αυτού του δικαιώματος και δεσμεύει τον δημιουργό (άρθρο 16). Οι παραπάνω κανόνες ίσχυαν βασικά και υπό το καθεστώς του ν. 2357/1920. Ωστόσο, με το ν. 2121/1993 θεσπίζονται (κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω) οι ακόλουθοι νέοι κανόνες: α) Οι σχετικές με την οικονομική εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας δικαιοπραξίες υπόκεινται σε έγγραφο, συστατικό, τύπο (άρθρο 14), η ακυρότητα όμως από την έλλειψη του τύπου είναι σχετική, δηλαδή τάσσεται υπέρ του πνευματικού δημιουργού, β) τόσο η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος όσο και οι συμβάσεις εκμετάλλευσης ή άδειας εκμετάλλευσης του δικαιώματος αυτού μπορούν να είναι περιορισμένες από την άποψη των εξουσιών, του σκοπού, της διάρκειας, της τοπικής ισχύος και της έκτασης ή των μέσων εκμετάλλευσης, εισάγεται δε ερμηνευτικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο, αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στη σύμβαση εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας, η διάρκειά της θεωρείται ότι περιoρίζεται σε πέντε χρόνια (άρθρο 15 παρ. 1 και 2). γ) Καθιερώνεται κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο, αν δεν καθορίζεται η έκταση και τα μέσα εκμετάλλευσης, για τα οποία γίνεται η μεταβίβαση, θεωρείται ότι η άδεια ή σύμβαση εκμετάλλευσης αφορούν την έκταση και τα μέσα που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της σχετικής σύμβασης (άρθρα 15 παρ. 4 και 34 παρ. 1). δ) Η σύμβαση ή άδεια δεν μπορεί, κατά κανόνα αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 13 παρ. 5), να περιλαμβάνει το σύνολο των μελλοντικών έργων του δημιουργού και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε τρόπους εκμετάλλευσης που δεν ήταν γνωστοί κατά το χρόνο κατάρτισης των σχετικών δικαιοπραξιών. ε) Τον κανόνα του ειδικού προσδιορισμού των εξουσιών που μεταβιβάζονται (άρθρο 15 παρ. 4) επαναλαμβάνει το άρθρο 34 και για τη σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής. Αν δεν ορίζονται ειδικά στη σύμβαση οι εξουσίες που μεταβιβάζονται, θεσπίζεται ερμηνευτικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο, μεταβιβάζονται στον παραγωγό εκείνες οι εξουσίες που είναι, σύμφωνα με το σκοπό της σύμβασης, απαραίτητες για την εκμετάλλευση του έργου (άρθρο 34 παρ. 1). στ) Ορίζεται ότι ως δημιουργός ενός οπτικοακουστικού έργου τεκμαίρεται ο σκηνοθέτης (άρθρο 9), ο οποίος, με σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής μεταξύ αυτού και του παραγωγού του έργου (δηλαδή του φυσικού ή νομικού προσώπου, με πρωτοβουλία και ευθύνη του οποίου πραγματοποιείται η πρώτη εγγραφή σε υλικό φορέα σειράς ήχου ή σειράς εικόνων με ή χωρίς ήχο, κατά το άρθρο 47 παρ. 2 ν. 2121/93), μεταβιβάζει στον τελευταίο συγκεκριμένες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα, οι οποίες πρέπει να ορίζονται στη σύμβαση και οι οποίες μπορεί και να εξαντλούν το περιεχόμενο του περιουσιακού δικαιώματος. Σε αντίθετη περίπτωση, μεταβιβάζονται στον παραγωγό μόνο όσες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα είναι αναγκαίες για την εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου, με βάση τον σκοπό της σύμβασης. Το οπτικοακουστικό έργο θεωρείται περατωμένο όταν εγκριθεί από τον πνευματικό δημιουργό το πρότυπο παραγωγής αντιτύπων για την εκμετάλλευσή του, το οποίο, στην περίπτωση κινηματογραφικής ταινίας, είναι ο υλικός φορέας πρώτης υλικής ενσωμάτωσης του έργου, δηλαδή το “negative” σειράς εικόνων και ήχου αυτής (άρθρο 34). Η εν ζωή μεταβίβαση του υλικού φορέα μοναδικής ενσωμάτωσης του έργου, του υλικού φορέα του πρωτοτύπου και των αντιτύπων του διέπεται ευθέως από τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ανάλογα με τη φύση του έργου ως κινητού ή ακινήτου (άρθρα 1033 επ. κ.λπ.). Η εν ζωή, όμως, μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος επί του έργου και των επί μέρους εξουσιών από αυτό διέπεται ευθέως από τις οικείες διατάξεις του ν. 2121/1993 και αναλογικά και συμπληρωματικά από τις διατάξεις της εκχώρησης (άρθρα 455 επ. 470 ΑΚ). Η ρύθμιση των εν λόγω διατάξεων προσιδιάζει στη φύση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ως απολύτου και αποκλειστικού δικαιώματος επί άυλου αγαθού, του οποίου η γέννηση και άσκηση δεν συνδέεται με κανέναν τύπο δημοσιότητας και ευνοεί το συμφέρον του πνευματικού δημιουργού, στο οποίο πρωτίστως αποσκοπούν οι διατάξεις του ν. 2121/1993, χωρίς να προκαλείται από την αναλογική εφαρμογή τους διατάραξη της ασφάλειας των συναλλαγών στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας, η προστασία της οποίας υπηρετείται θεσμικά ιδίως με το τεκμήριο δημιουργού/δικαιούχου (άρθρο 10 ν. 2121/1993) και με την αρχή της εξάντλησης ή ανάλωσης του δικαιώματος του δημιουργού/δικαιούχου να θέσει, σε κυκλοφορία αντίτυπο του έργου (άρθρο 41 ν.2121/1993). Αντίθετα δεν είναι αναλογικά εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 1034 επ. ΑΚ, καθόσον στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν υπάρχει η αρχή της καλόπιστης κτήσης και το φαινόμενο δικαίου από το εξωτερικό στοιχείο της κατοχής, όπως συμβαίνει στον χώρο του εμπράγματου δικαίου, ούτε προέχει ως σκοπός η προστασία των συναλλαγών, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί η αναλογική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, η οποία δεν θα παρείχε επαρκή προστασία στον πνευματικό δημιουργό ιδίως υπό τα σύγχρονα δεδομένα της δυναμικής και πολύπλοκης τεχνολογικής εξέλιξης των συναλλαγών στον χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η δε διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2121/1993 (για την εξουσία θέσης σε κυκλοφορία του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του έργου με μεταβίβαση της κυριότητάς τους σε τρίτους), αναφερόμενη αποκλειστικά σε μεταβίβαση ενσώματων αντικειμένων ως τρόπου υλοποίηση της εξουσίας για θέση σε κυκλοφορία του έργου και όχι ως τρόπου μεταβίβασης καθαυτού του δικαιώματος σε τρίτο, υποδηλώνει μάλλον αρνητική θέση του νομοθέτη για εκείνη τη θεωρητική και νομολογιακή άποψη, που δεχόταν την αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1034 επ. ΑΚ σε περιπτώσεις μεταβίβασης του περιουσιακού δικαιώματος. Συνακολούθως δεν είναι νομικά δυνατή η απόκτηση του περιουσιακού δικαιώματος ή επί μέρους εξουσιών αυτού από καλόπιστο τρίτο ή με χρησικτησία (ΑΠ 1065/2014). Περαιτέρω, με το άρθρο 68 του ως άνω νόμου (2121/1993), που φέρει τον τίτλο “μη αναδρομικότητα νόμου” θεσπίζεται διαχρονικό δίκαιο, στην παράγραφο 3 δε αυτού ορίζεται ότι “συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διέπονται από το προγενέστερο δίκαιο για ένα χρόνο από την έναρξη ισχύος του νόμου”. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι βασική γραμμή της ρύθμισης του άρθρου 68 παρ. 3 του ν. 2121/1993 είναι να υπαχθούν στο νόμο αυτό και προγενέστερες δημιουργίες και εκτελέσεις, αλλά μόνο για τον εφεξής (μετά την έναρξη ισχύος του νόμου) χρόνο. Απορρίπτεται δηλαδή η λύση της γνήσιας αναδρομικότητας του νόμου, (όπως άλλωστε σαφώς δηλώνεται με τον τίτλο του ως άνω άρθρου), κατά την οποία τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της νέας ρύθμισης θα ίσχυαν και για τον παρελθόντα χρόνο (π.χ. θα οφείλονταν αμοιβές και για το χρόνο αυτό) και επιλέγεται η λύση της άμεσης εφαρμογής του νόμου (μη γνήσια αναδρομικότητα) κατά την οποία, περιλαμβάνοντα στην προστασία του νέου νόμου (2121/1993) και παλαιά μεν έργα αλλά μόνο για την εκμετάλλευση τους κατά τον εφεξής (μετά την έναρξη ισχύος του νόμου) χρόνο. Ειδικότερα, σχετικά με τις συμβάσεις που είχαν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, για τον παρελθόντα χρόνο, οι δικαιούχοι θα περιορισθούν σε όσα δικαιώματα τους έδινε το προϊσχύσαν δίκαιο και οι υπόχρεοι δεν θα έχουν αναδρομική αύξηση των υποχρεώσεών τους. Μετά την παρέλευση όμως έτους από την ισχύ του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 3 αυτού, δηλαδή από 5-3-1994 (ο νόμος 2121/1993 δημοσιεύθηκε στις 4-3-1993 – βλ. ΦΕΚ 25/4-3-1993 τ. Α` – και άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του, κατ’ άρθρο 77 αυτού και επομένως η εφαρμογή του προγενέστερου δικαίου για τις παλαιές συμβάσεις λήγει στις 4-3-1994 – βλ. και άρθρο 243 παρ. 3 Α.Κ.), οι σχέσεις των δικαιούχων και των υπόχρεων διέπονται πλέον από το νέο νόμο, χωρίς όμως να καταλαμβάνεται από αυτόν και ο τύπος των σχετικών δικαιοπραξιών, ως προς τον οποίο εξακολουθεί να ισχύει το προηγούμενο δίκαιο. Οι συμβάσεις στις οποίες αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 68 παρ. 3 του ν. 2121/1993, εφόσον δεν γίνεται σ’ αυτήν καμιά διάκριση, αφορούν όλες τις συμβάσεις που είχαν καταρτισθεί για την εκμετάλλευση κάθε είδους, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, πνευματικού έργου και επομένως, τόσον τις συμβάσεις μεταβίβασης του (περιουσιακού) δικαιώματος, όσο και τις συμβάσεις εκμετάλλευσης του έργου ή άδειας εκμετάλλευσής του. Ο σκοπός της παραπάνω διάταξης συνίσταται στην προστασία του δημιουργού πνευματικής ιδιοκτησίας από παλαιότερες συμβατικές ρυθμίσεις που δεσμεύουν το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας με ολική ή μερική απαλλοτρίωση του περιουσιακού δικαιώματος ή με συμβατικούς περιορισμούς του ηθικού δικαιώματος του δημιουργού κατά τρόπο που δεν γίνεται αποδεκτός από το σύγχρονο νομοθέτη. Περαιτέρω, στη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος δεν έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις που αφορούν την μεταβίβαση της κυριότητος ενσωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων, όπου πράγματι ο μεταβιβάζων αποξενώνεται οριστικά από το δικαίωμά του επί του πράγματος. Αντίθετα από τη φύση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως δικαιωμάτων με αντικείμενα άυλα αγαθά και όχι πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 947 ΑΚ, συνεπάγεται, όπως προεκτέθηκε, ότι για τη μεταβίβασή τους εφαρμόζονται κατ` αρχήν ανάλογα ( άρθρο 470 ΑΚ) οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την εκχώρηση απαιτήσεων. Η τοιαύτη δε φύση των δικαιωμάτων από το πνευματικό έργο, όπως το αμεταβίβαστο του ηθικού δικαιώματος από τον πνευματικό δημιουργό (άρθρο 15 παρ. 2 ν. 2121/1993), κάτι που γινόταν δεκτό και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, καθώς και η διάρκεια προστασίας της πνευματικής δημιουργίας (50 χρόνια κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, 70 χρόνια κατά το νέο από το θάνατο του δημιουργού), η οποία δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση του περιουσιακού δικαιώματος στο πνευματικό έργο κι αν ακόμη έχει καταρτισθεί σύμβαση για την πλήρη μεταβίβασή του, στοιχεία τα οποία είναι ξένα προς την μεταβίβαση κινητών ή ακίνητων πραγμάτων, δεν αφήνει περιθώριο εξομοίωσης της τελευταίας αυτής μεταβίβασης, προς εκείνη του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικού έργου, και δεν μπορεί να θεωρείται αποπερατωμένη η μεταβιβαστική αυτή σύμβαση (σε αντίθεση με τις παραχωρήσεις εκμετάλλευσης), όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τις συμβάσεις μεταβίβασης πράγματος, παρά τέτοια αποπεράτωση υφίσταται μόνο, αν παρέλθει η παραπάνω (κατά το προϊσχύσαν και το νέο δίκαιο) διάρκεια προστασίας του πνευματικού έργου, οπότε, κατά τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του Ν. 2121/1993, αν αυτό είχε συμβεί πριν την ισχύ του, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του, υπό την έννοια, ότι δεν αναβιώνουν δικαιώματα που απορρέουν από πνευματικά έργα, αν έχει παρέλθει η υπό το προηγούμενο δίκαιο διάρκεια της προστασίας τους (50 χρόνια), δεδομένου ότι με το νέο νόμο η διάρκεια της προστασίας αυτής καθιερώνεται σε 70 χρόνια (άρθρο 29 παρ. 1). Με βάση τα ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του ν. 2121/1993, κατά την οποία “αν δεν καθορίζεται η διάρκεια της μεταβίβασης ή των συμβάσεων ή της άδειας εκμετάλλευσης και, αν κάτι διάφορο δεν προκύπτει από τα συναλλακτικά ήθη, η διάρκεια αυτή θεωρείται ότι περιορίζεται σε πέντε χρόνια”, εφαρμόζεται κατά το άρθρο 68 παρ. 3 του ως άνω νόμου και στις συμβάσεις που καταρτίσθηκαν πριν την ισχύ του, εφόσον βεβαίως σ` αυτές δεν υπάρχει συμφωνημένη διάρκεια. Η πενταετία που αναφέρεται στην παραπάνω διάταξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έτρεξε στο παρελθόν (άρα έληξε πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου), γιατί αυτό θα προσέδιδε στην εν λόγω διάταξη (άρθρο 15 παρ. 2) γνήσια αναδρομική ενέργεια δηλαδή θα προκαλούσε έννομες συνέπειες για τον παρελθόντα χρόνο, κάτι όμως που δεν μπορεί να συμβεί, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ο ν. 2121/1993, είναι μεν κατά το άρθρο 68 άμεσης εφαρμογής, αλλά όχι γνήσια αναδρομικός. Η νομοθετική αυτή λύση είναι εύλογη αφού οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούσαν πριν από το νέο νόμο να γνωρίζουν τον εν λόγω περιορισμό της διάρκειας της μεταβίβασης, ώστε να ενεργήσουν ανάλογα στις συμβάσεις τους. Έτσι η πενταετία του άρθρου 15 παρ. 2 του ως άνω νόμου θα πρέπει, αφού δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, να τρέξει όλη υπό το κράτος του νόμου αυτού. Η πενταετία δε αυτή αρχίζει κατά το άρθρο 68 παρ. 3 ν. 2121/1993, ένα χρόνο μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δηλαδή, κατά τα προαναφερόμενα από 5-3-1994 και συμπληρώνεται στις 5-3-1999 (βλ. και ΑΠ 1065/2014 ΕλΔνη 2015 σελ. 87). Επομένως, εφόσον δεν αποδειχθεί ότι είχε καθορισθεί διαφορετική διάρκεια της μεταβίβασης, για όσες συμβάσεις είχαν καταρτισθεί πριν από την ισχύ του νόμου 2121/1993, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του νόμου αυτού. Η διάρκεια των συμβάσεων αυτών λήγει, ως προς όλες τις εξουσίες που μεταβιβάσθηκαν, στις 5-3-1999 και έκτοτε δικαιούχοι εκμετάλλευσης του πνευματικού έργου είναι οι δημιουργοί αυτού. Με την απόδειξη αντίθετης συμφωνίας ως προς τη διάρκεια της μεταβίβασης βαρύνεται ο συμβαλλόμενος που τυχόν θα επικαλεσθεί την αντίθετη συμφωνία, δηλαδή οι παραγωγοί αν επικαλούνται μεγαλύτερη διάρκεια. Ως προς τις λοιπές

όμως διατάξεις του ν. 2121/1993, που αναφέρονται ανωτέρω υπό στοιχεία α`-στ` (εκτός της περίπτωσης β` για την οποία γίνεται λόγος ανωτέρω), καθώς και αυτές που αναφέρονται κατωτέρω, έχουν εφαρμογή ως προς τις συμβάσεις που καταρτίσθηκαν πριν από την ισχύ του νόμου αυτού, από 5-3-1994, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω (άρθρο 68 παρ. 3 ν. 2121/1993). Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, στο κινηματογραφικό έργο, που είναι κατά κανόνα έργο σύνθετο ή συλλεκτικό, το ζήτημα ποιος είναι δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου λύνεται σύμφωνα με τον ισχύοντα νέο νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας (ν. 2121/1993) κατά το άρθρο 9, με το οποίο τεκμαίρεται ως δημιουργός αυτού ο σκηνοθέτης. Η ίδια λύση γίνεται δεκτή και στο προϊσχύσαν δίκαιο (ΑΠ 395/2022, βλ. Δ. Καλλινίκου σε Τιμητικό Τόμο για την καθηγήτρια Γ. Καρύμπαλη – Τσίπτσιου τόμος 1 2022 σελ. 654). Ο παραγωγός του κινηματογραφικού έργου ως χρηματοδότης αυτού για να μπορεί να διαθέτει το προϊόν της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, του οποίου δεν αναγνωρίζεται πρωτογενής πνευματική δημιουργία υπό την ισχύουσα ανέκαθεν στο ημέτερο δίκαιο αρχή, καταρτίζει συμβάσεις με όλους όσους συνεργάζονται στην παραγωγή κινηματογραφικού έργου και ιδίως με τους καλλιτεχνικούς συντελεστές και αποκτά κατά παράγωγο τρόπο εξουσίες συγκεκριμένες, αναγκαίες για την εκμετάλλευση του έργου σύμφωνα με το σκοπό της σύμβασης ή και το σύνολο των εξουσιών από το περιουσιακό δικαίωμα επί του κινηματογραφικού έργου ως πνευματικού δημιουργήματος. Οι συμβάσεις αυτές που κατήρτισε για τη νομική κατοχύρωσή του ο παραγωγός, προπάντων με τους καλλιτεχνικούς συντελεστές κινηματογραφικού έργου, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το σκοπό τους, και τα όσα ειδικότερα αναφέρονται στα άρθρα 13 παρ. 5 και 34 παρ. 1 του ν. 2121/1993, με συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, για να εξασφαλίζεται απρόσκοπτη εκμετάλλευση του κινηματογραφικού έργου που έχει παραχθεί με κεφάλαιά του, ενώ κάθε επίκληση της πνευματικής ιδιοκτησίας και του ηθικού δικαιώματος πέρα από τη συμβατική ρύθμιση που υπερβαίνει τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος που απαγορεύεται από το άρθρο 281 ΑΚ. Άλλωστε, αν με τη σύμβαση παραγωγής κινηματογραφικής ταινίας έχει ορισθεί ότι μεταβιβάζονται γενικά όλες οι εξουσίες εκμετάλλευσής της, τότε, κατά το νέο δίκαιο, τα δύο προαναφερόμενα ερμηνευτικά κριτήρια των άρθρων 13 παρ. 5 και 34 παρ. 1 του ν. 2121/1993, περιορίζουν την εμβέλεια αυτής της μεταβίβασης (ΑΠ 395/2022, ΑΠ 1065/2014). Η ιδιαίτερη κανονιστική αρχή τον σκοπού της μεταβίβασης ή της σύμβασης, που καθιερώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 2121/93, ότι δηλαδή ο δημιουργός, εν αμφιβολία, μεταβιβάζει περιουσιακά δικαιώματα επί του έργου του μόνο στην έκταση που είναι αναγκαία για την πραγμάτωση του σκοπού της σύμβασης, προηγείται των γενικών ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αλλά έπεται των ειδικών ερμηνευτικών κανόνων του ν. 2121/93, όπως είναι οι κανόνες του άρθρου 34 παρ. 1 (ότι στη σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής μεταβιβάζονται στον παραγωγό μόνο όσες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα είναι αναγκαίες για την εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου).

Περαιτέρω, ως προϋποθέσεις εφαρμογής του συγκεκριμένου ειδικού ερμηνευτικού κανόνα (άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2121/1993) ενδοτικού δικαίου περί πενταετούς διάρκειας εξειδικεύονται οι ακόλουθες δύο: α) να μην καθορίζεται στο συμβατικό κείμενο, ρητά ή κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, η διάρκεια της σύμβασης μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης περιουσιακών εξουσιών ή της άδειας εκμετάλλευσης αυτών και β) να μην συνάγεται κάτι διαφορετικό από τα συναλλακτικά ήθη. Ως ορισμένη χρονική διάρκεια θεωρείται, καταρχήν, η αναφορά σε ορισμένο αριθμό ετών με προσδιορισμένη τουλάχιστον την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας (λ.χ. δέκα χρόνια από την υπογραφή της σύμβασης) ή ο καθορισμός καταληκτικής ημερομηνίας της σύμβασης. Επίσης, ως σύμβαση με καθορισμένη χρονική διάρκεια, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 15, θα πρέπει να θεωρηθεί και η σύμβαση που ορίζει ότι περιουσιακές εξουσίες μεταβιβάζονται ή παραχωρούνται «για όλη τη νόμιμη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας», δηλαδή για όλη τη διάρκεια της ζωής του δημιουργού και 70 χρόνια μετά το θάνατό του. Παράλληλα την ίδια έννοια έχουν και οι ρήτρες «για απεριόριστο χρονικό διάστημα» ή «για απεριόριστο αριθμό εκδόσεων ή αντιτύπων». Εάν ωστόσο η δέσμευση των συμβαλλομένων για όλη τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δεν προκύπτει με σαφήνεια και κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο από την ίδια τη σύμβαση ισχύει πενταετία. Απ’ τα ανωτέρω συνάγεται ότι η διάρκεια μιας σύμβασης (μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης) δεν θεωρείται καθορισμένη υπό την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 15, όταν ο χρόνος δέσμευσης των συμβαλλομένων δεν αναφέρεται ρητά στη σύμβαση ή τουλάχιστον δεν προσδιορίζεται κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, ενώ η διάρκεια της σύμβασης θα πρέπει να μην συνάγεται ούτε από τα συναλλακτικά ήθη. Όσον αφορά την παράμετρο της μη συναγωγής χρονικής διάρκειας από τα συναλλακτικά ήθη, επισημαίνεται, ότι, ως τέτοια, νοούνται οι συναλλακτικές συνήθειες του οικείου κύκλου συναλλαγών, δηλαδή του επαγγελματικού κλάδου, στον οποίον υπάγεται το αντικείμενο της καταρτισθείσας σύμβασης. Για να συνεκτιμηθεί, όμως, μία συναλλακτική-επαγγελματική συνήθεια, σχετικά με τον καθορισμό της διάρκειας συγκεκριμένης σύμβασης μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης, θα πρέπει αυτή να είναι σαφής και αναμφισβήτητη, να μην αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης και οι συμβαλλόμενοι να την γνωρίζουν τόσο καλά, ώστε να τη θεωρούν τμήμα της μεταξύ τους συμφωνίας. Ως στοιχεία δε, που συνεκτιμώνται προς διαπίστωση της συνδρομής συναλλακτικής συνήθειας, ικανής να αποκλείσει την εφαρμογή του (ενδοτικού) κανόνα της § 2 του άρθρου 15 του ν. 2121/1993, προτάσσονται τα ακόλουθα: α) η ύπαρξη ή μη συνήθους διάρκειας των συμβάσεων (μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης), που καταρτίζονται στο πλαίσιο του οικείου επαγγελματικού κλάδου, σε συνάρτηση με το είδος του υπό εκμετάλλευση έργου, β) το γενικότερο πλέγμα των σχέσεων και της συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλόμενων (λ.χ. συνεργασία με μόνιμο ή περιουσιακό χαρακτήρα, μεμονωμένη ή ενταγμένη στο πλαίσιο κάποιου κύκλου), και γ) οι ιδιαιτερότητες της συμφωνηθείσας εκμετάλλευσης, όπως η αναγνωρισιμότητα, η φήμη του δημιουργού, η έκταση της επένδυσης, το είδος και το ύψος της συμφωνημένης αμοιβής (βλ. Α. Δεσποτίδου άρθρο 15 σε Λ. Κοτσίρη/Ε. Σταματούδη «Έκταση της μεταβίβασης και των συμβάσεων και αδειών εκμετάλλευσης, Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησίας», 2009, σελ. 411 επ.). Στο ζήτημα του αν, στην περίπτωση, που δεν καθορίζεται στο συμβατικό κείμενο, ρητά ή κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, η διάρκεια της σύμβασης μεταβίβασης περιουσιακών εξουσιών του πνευματικού δικαιώματος ή παροχής άδειας εκμετάλλευσης αυτού, προκρίνεται ευθέως η εφαρμογή του ειδικού συμπληρωματικού κανόνα (ενδοτικού δικαίου) της § 2 του άρθρου 15 του ν. 2121/1993 ή προηγείται αυτής η κατ` άρθρο 173 και 200 ΑΚ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των μερών προς διαπίστωση κενού, σχετικά με τη χρονική διάρκεια της σύμβασης και, σε περίπτωση κατάγνωσης τέτοιου, η πλήρωσή του με τη συμπληρωματική ερμηνεία του άρθρου 200 ΑΚ, η λύση, που προσήκει ως ορθότερη, έγκειται στην ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης της § 2 του άρθρου 15 του ν. 2121/1993 και στους λόγους ενσωμάτωσής της στο εν λόγω νομοθέτημα. Ειδικότερα, αποτελεί αντικείμενο καθολικής αποδοχής στη θεωρία – κατά σύμπλευση με τη γενική αρχή προστασίας και εύνοιας του δημιουργού, που διαπνέει το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας – ότι ο Έλληνας νομοθέτης, με πρόθεση να προστατεύσει τον δημιουργό, ο οποίος αποτελεί κατά κανόνα το ασθενέστερο μέρος στις συμβάσεις μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης περιουσιακών εξουσιών από υπερβολικά μακροχρόνιες δεσμεύσεις του έργου του, θέσπισε την εν λόγω διάταξη, θέτοντας έτσι έναν ιδιαίτερα προστατευτικό για τα συμφέροντά του ερμηνευτικό κανόνα, που συμπληρώνει και εξειδικεύει την αρχή του σκοπού της μεταβίβασης. Από την οπτική αυτή, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση μη ρητού και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, καθορισμού στο κείμενο της διάρκειας της σύμβασης μεταβίβασης περιουσιακών εξουσιών του πνευματικού δικαιώματος ή χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης αυτού, χάριν εύνοιας του δημιουργού, βρίσκει αμέσως εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 15 § 2 του ν. 2121/1993, κατ` αποκλεισμό της εξηγητικής και της συμπληρωματικής ερμηνείας (βλ. Δεσποτίδου, σε Κοτσίρη/Σταματούδη, «Ερμηνεία ν. 2121/1993», άρθρο 15, § 28, σ. 410). Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι η πλήρης ή η απεριόριστη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος, δηλαδή η μεταβίβαση του συνόλου των περιουσιακών εξουσιών στο διηνεκές, χωρίς να έχει εκφραστεί ρητά η βούληση των συμβαλλόμενων μερών προς αυτή την κατεύθυνση ή αυτό να συνάγεται από τα συναλλακτικά ήθη κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο ν. 2121/1993 (βλ. Δ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία & Συγγενικά Δικαιώματα, 3η Έκδοση 2008, σ.199) [214/2024 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ].

Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί