Πότε στοιχειοθετείται το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας; Τα στοιχεία της ειδικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 § 1 του ΠΚ «όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών» και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ «από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του ποινικού αδικήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται: Αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου από πράξη ή παράλειψη του δράστη, η οποία να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα, κατά τις αρχές της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non) που ισχύει στο χώρο της ποινικής δογματικής, σύμφωνα με την οποία (θεωρία) το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα γίνεται δεκτό ότι προήλθε από την αμελή συμπεριφορά του δράστη, αν απολειπομένης της αμελούς αυτής συμπεριφοράς -ήτοι αν ο δράστης τηρούσε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά- το ad hoc επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν (ΑΠ 726/2015). Υποκειμενικά δε α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερομένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε μεν ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια).
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ συνάγεται ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όταν αυτή δεν είναι ενσυνείδητη, απαιτείται: α) ο δράστης να μην έχει καταβάλει την επιβαλλόμενη, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχή / περίσκεψη / επιμέλεια, την οποία συνήθως καταβάλλει -υπό τις αυτές, ατομικές και κοινωνικές, πραγματικές περιστάσεις- ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του οικείου τομέα κοινωνικής δραστηριότητας με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συναλλακτικές συνήθειες και την κοινή πείρα και λογική, β) ο δράστης να είχε υποκειμενικά τη δυνατότητα, με βάση τις ατομικές ιδιότητες, ικανότητες, γνώσεις και λοιπές προσωπικές περιστάσεις, που συνάπτονται ιδίως με το επάγγελμα ή την υπηρεσία που ασκεί, να προβλέψει και να αποφύγει την επέλευση του συγκεκριμένου αξιόποινου αποτελέσματος, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος που τελέσθηκε (και όχι οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος ή επιβλαβούς αποτελέσματος) και γ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος της θανάτωσης άλλου, υπό την ως άνω εκτεθείσα έννοια.
Εξάλλου, αν η αμελής πράξη δεν συνίσταται μόνον σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του εγκληματικού αποτελέσματος, για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που διαπράττεται με αυτόν τον τρόπο και συνιστά έγκλημα που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 του ΠΚ) και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο «όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα η μη αποτροπή του» (παράλειψη) «τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος». Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου να προβεί σε ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Δεν αρκεί, δηλαδή, η ύπαρξη απλής ηθικής υποχρέωσης, ούτε γενικής νομικής υποχρέωσης για συνδρομή, ώστε να προληφθεί το επιβλαβές αποτέλεσμα, αλλά απαιτείται ιδιαίτερη / ειδική νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης, που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη ενέργεια ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου για ενέργεια ή από ειδική έννομη σχέση που απορρέει από σύμβαση ή από προηγουμένη μονομερή ενέργεια του υπόχρεου, με την οποίαν αυτός αυτοβούλως αναδέχεται την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων για έννομα αγαθά τρίτων ή από προγενέστερη συμπεριφορά του υπαιτίου που δημιούργησε τον κίνδυνο επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα (και όχι βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στα άλλα εγκλήματα αμελείας και στα εγκλήματα δόλου) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτωση προσώπου, σωματική βλάβη κλπ), αν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποία παρέλειψε. Για την θεμελίωση δε του αιτιώδους συνδέσμου αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνο από τους περισσοτέρους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν.
[ΒΛ. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΑΠ 831/2017, ΑΠ 1339/2016, ΑΠ 469/2016, ΑΠ 244/2014, ΑΠ 448/2013, ΑΠ 300/2013, ΠΟΙΝ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Μπενάκη Βικεντία – Άννα
Δικηγόρος Αθηνών
Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών
info@efotopoulou.gr