Προϋποθέσεις δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης στην Ελλάδα κατ’ άρθρο 323 ΚΠολΔ
Στο άρθρο 323 του ΚΠολΔ αποτυπώνονται, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, οι όροι υπό τους οποίους απόφαση αλλοδαπού πολιτικού δικαστηρίου ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα, οι οποίοι έχουν ως ακολούθως 1) η απόφαση αυτή αποτελεί δεδικασμένο, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε, 2) η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, 3) ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε, σύμφωνα με διάταξη που ισχύει και για τους υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, 4) δεν είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου, και 5) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη (375/2024 ΕΦ ΠΕΙΡΑΙΑ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση της διάταξης αυτής, η υπόθεση θεωρείται ότι υπάγεται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του αλλοδαπού κράτους, όταν τα ελληνικά δικαστήρια υπεισερχόμενα υποθετικά στη θέση του δικαστηρίου του αλλοδαπού κράτους, θα είχαν δικαιοδοσία για την υπόθεση σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου (ΑΠ 1053/2003 ΧρΙΔ 2005 σελ. 150, ΑΠ 193/1983 ΕΕΝ 50 σελ. 712, ΕφΘεσ 3836/1996 Αρμ 1997 σελ. 823, ΕφΑθ 10601/1995 ΕλλΔνη 1998 σελ. 147, ΜονΠρωτΚερκ 1451/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΘεσ 11/2013 ΕλλΔνη 2014 σελ. 222).
Οι διατάξεις των άρθρων 323, 780 και 905 ΚΠολΔ, που αφορούν την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων στην Ελλάδα, ενώ κατά τη γραμματική τους διατύπωση αναφέρονται σε «απόφαση» αλλοδαπού δικαστηρίου, εντούτοις, με βάση την τελολογική τους ερμηνεία, γίνεται δεκτό ότι υπό τον όρο «απόφαση» αλλοδαπού πολιτικού δικαστηρίου πρέπει να νοηθεί, ενόψει του ότι ο ανωτέρω χαρακτηρισμός θα κριθεί με βάση το δίκαιο της πολιτείας στην οποία ανήκει το όργανο που την εξέδωσε, οποιαδήποτε κρίση οργάνου της αλλοδαπής πολιτείας που, κατά το δίκαιο της, είναι επιφορτισμένο, έχοντας τη σχετική δικαιοδοσία, με την επίλυση ιδιωτικών διαφορών κατά προδιαγεγραμμένη, έστω και συνοπτική, διαδικασία. Είναι δε, αδιάφορος ο τύπος, τον οποίο περιβάλλεται αυτή η δικαιοδοτική κρίση, αν υπογράφεται ή όχι από δικαστή, αν έχει αναλυτική ή συνοπτική αιτιολογία ή ο χαρακτηρισμός της από το δίκαιο της αλλοδαπής πολιτείας ως απόφασης, διάταξης, πράξης ή κρίσης. Συνεπώς, αφού η εγκυρότητα της απόφασης θα κριθεί με βάση το δίκαιο της πολιτείας στην οποία εκδόθηκε, είναι αδιάφορο για την υπόσταση της αν φέρει ή όχι την από τους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες καθοριζόμενη μορφή, έστω και αν οι τελευταίοι αφορούν στην εσωτερική δημόσια τάξη και έχουν χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ 170/2023 σε www.areiospagos.gr), αρκεί η υπόθεση ή διαφορά που επιλύει η αλλοδαπή «απόφαση» να υπάγεται, κατά το ελληνικό δίκαιο, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (Γιαννόπουλος, Αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας στην ελληνική έννομη τάξη, σ. 160, 163), δηλαδή τα θέματα στα οποία αφορά να ρυθμίζονται στην Ελλάδα αποκλειστικά με δικαστική απόφαση και όχι με διοικητική διαδικασία, κατ` άλλη δε διατύπωση να αποτελεί δικαιοδοτική -και όχι διοικητική- κρίση (ΕφΑθ 763/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2493/2017 Αρμ 2019.124, ΜΠΡόδου 183/2023, ΜΠΠατρ 146/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Νικολόπουλος Γ. σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 905 αρ. 17, 105/2025 ΜΠΡ ΑΘΗΝΩΝ – δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Για την αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, απαιτείται, εκτός των άλλων, ως αρνητική προϋπόθεση, η απόφαση αυτή να μην είναι αντίθετη προς τη “δημόσια τάξη”. Η έννοια της δημόσιας τάξης, είναι όχι η εσωτερική δημόσια τάξη, κατά το άρθρο 3 του Α.Κ., αλλά η αναφερομένη στο άρθρο 33 του Α.Κ., δηλαδή η διεθνής δημόσια τάξη (κατά την ορολογία που έχει επικρατήσει στη νομολογία). Ειδικότερα, δημόσια τάξη, υπό την αναφερομένη στο άρθρο 33 του Α.Κ., έννοια, είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών, που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές, οικονομικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν την έννομη τάξη αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η παραβίαση των οποίων μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (ΟλΑΠ 11/2009, ΟλΑΠ 17/2008, ΟλΑΠ 17/1999, ΟλΑΠ 6/1990). Δεν επιτρέπεται δηλαδή να αναγνωριστεί στην Ελλάδα το δεδικασμένο απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ` αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, πρόκειται να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που επικρατεί στη χώρα. Επομένως, η αναγνώριση του δεδικασμένου απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου δεν συγχωρείται όταν, εξαιτίας των συνεπειών της στην Ελληνική επικράτεια: α) θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές, οικονομικές και άλλες κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις, που κρατούν στη χώρα και β) θα διατάρασσε τον έννομο ρυθμό που επικρατεί στον ελλαδικό χώρο. Μόνο το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση, που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από την απόφαση, ή ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη (ΟλΑΠ 17/1999, ΑΠ 170/2023, ΑΠ 662/2020, ΑΠ 2154/2013, ΑΠ 1255/2006, ΑΠ 340/1998). Ειδικότερα, η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων αναγνώρισης του δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης, λειτουργεί περιπτωσιολογικά και μόνη η άγνοια ή η απαγόρευση αυτή καθ` εαυτή ενός γνωστού σε εμάς θεσμού από το αλλοδαπό δίκαιο, δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση, ότι η εφαρμογή του δικαίου αυτού κατ` ανάγκη προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη. Δηλαδή, αυτό που προσκρούει ή όχι στη δημόσια τάξη δεν είναι ο κανόνας του αλλοδαπού δικαίου, αλλά η συγκεκριμένη εκάστοτε εφαρμογή του. Το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο. Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από το δεδικασμένο της αλλοδαπής απόφασης, που εφάρμοσε τον κανόνα αυτό, επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό (ΟλΑΠ 9/2016, ΑΠ 2084/2009). Δηλαδή, η αντίθεση προς τη δημόσια τάξη, υπό τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 33 του ΑΚ έννοια, της διεθνούς δημόσιας τάξης, κρίνεται όχι από την εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων διαφορετικών από τις διατάξεις του ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν οι τελευταίες αφορούν στην εσωτερική δημόσια τάξη και αποτελούν κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά από το αν και κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση που έδωσε η αλλοδαπή απόφαση αναπτύσσει στην ελληνική επικράτεια έννομες συνέπειες που προσκρούουν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, που επικρατούν στη χώρα σε ορισμένο χρόνο – που είναι αυτός, κατά τον οποίο ζητείται η αναγνώριση του δεδικασμένου της αλλοδαπής απόφασης -και μπορούν να διαταράξουν τον έννομο ρυθμό της (ΑΠ 170/2023, ΑΠ 108/2001, ΑΠ 88/1991). Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, ως τέτοιες διατάξεις δημόσιας τάξης, νοούνται όλες ανεξαιρέτως οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), θα οδηγούσε στο άτοπο να ελέγχεται η αλλοδαπή απόφαση για παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης αναγκαστικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 3 του Α.Κ. και ουσιαστικά δηλαδή, να επανεκδικάζεται η υπόθεση, ενώ, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, η έννοια της δημόσιας τάξης στις ανωτέρω διατάξεις (905 παρ. 2 3, 4, 323 αριθμ. 5 του ΚΠολΔ), είναι, η μη ταυτιζομένη με αυτή του άρθρου 3 του Α.Κ. και προαναφερόμενη διεθνής δημόσια τάξη του άρθρου 33 του Α.Κ. και το ερευνητέο ζήτημα είναι εάν οι έννομες συνέπειες της αλλοδαπής απόφασης αντιτίθενται προς τις ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές και αντιλήψεις, σε βαθμό που μπορεί να διαταραχθεί ο έννομος βιοτικός ρυθμός που κυριαρχεί στη χώρα (πρβλ. ΟλΑΠ 14/2015, όπου η έννοια της δημόσιας τάξης γίνεται δεκτή υπό τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 33 του Α.Κ. έννοια). Ήτοι, η επιφύλαξη δημόσιας τάξης ενεργεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο, όταν, όχι η αλλοδαπή απόφαση ως τοιαύτη, αλλά οι συνέπειές της και οι επιπτώσεις της, αντιστρατεύονται, στη συγκεκριμένη περίπτωση προδήλως, τις θεμελιώδεις ως άνω αρχές της ημεδαπής έννομης τάξης. Επομένως, το δικάζον δικαστήριο δεν δύναται να ελέγξει, αν το αλλοδαπό δικαστήριο αξιολόγησε ορθώς το νομικό και πραγματικό υλικό, ούτε και αν η αλλοδαπή απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένως το αλλοδαπό δίκαιο, ενώ δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις της αλλοδαπής απόφασης και δεν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει ισχυρισμούς, που έπρεπε να προβληθούν στο αλλοδαπό δικαστήριο. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, προκειμένου να αναγνωρισθεί στην ημεδαπή το δεδικασμένο απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, δεν γίνεται αναδίκαση της υπόθεσης και είναι ανεπίτρεπτη η αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης στην ουσία (ΑΠ 1517/2023, ΑΠ 950/1991, ΑΠ 169/1987, 966/2025 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ – δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος