Προϋποθέσεις νομότυπης αναβολής συζήτησης αστικής υπόθεσης κατ’ άρθ. 249 ΚΠολΔ – Μπορεί να διαταχθεί αυτεπαγγέλτως ή αιτήσει διαδίκου έως την τελεσίδικη ή αμετάκλητη περάτωση της συναφούς δίκης
Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι: «Αν διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά η εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή την διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή ωσότου εκδοθεί από την διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. […]».
Η κατά την προκειμένη διάταξη αναβολή της συζήτησης επιδιώκει δύο παράλληλους σκοπούς: την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων, ώστε να προληφθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και την εξυπηρέτηση της αυτονομίας της δίκης[1]. Για την ευθεία εφαρμογή της προκείμενης διάταξης, η οποία να σημειωθεί ότι εφαρμόζεται και στις ειδικές διαδικασίες[2], προϋποτίθεται καταρχήν δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των δύο δικών, δηλαδή εξάρτηση της διάγνωσης της διαφοράς από άλλες έννομες σχέσεις[3]. Το πεδίο εφαρμογής της είναι δυνατόν να διευρυνθεί για να καλύψει κάθε περίπτωση πραγματικής εξάρτησης της υπό διάγνωσης διαφοράς. Τέτοια εξάρτηση υφίσταται λ.χ. όταν η απόφαση του άλλου Δικαστηρίου συνεκτιμάται στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας[4]. Η ευχέρεια του Δικαστηρίου υπάρχει και όταν η διάγνωση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν Του εξαρτάται ολικά ή μερικά από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του αυτού ή άλλου Δικαστηρίου ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα πρέπει να αναβληθεί[5].
Η αναβολή πάντως αποκλείεται, αν η αγωγή πρέπει να απορριφθεί είτε ως αόριστη, είτε ως απαράδεκτη, είτε ως νόμω αβάσιμη[6].
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] βλ. ΕφΑθ 1147/2012, ΕλλΔνη 2013.1092, ΕφΑθ 10144/1995, Αρμ 1996.189, ΕφΘεσ 673/2009, ΕΦΑΔ 2009.826, ΕφΘεσ 575/2009, ΕΦΑΔ 2009.997, ΠΠΑθ 5541/2006, ΧρΙΔ 2007, 648, ΠΠΠειρ 2637/2012, ΤΝΠ Νόμος
[2] βλ. Κ. Μακρίδου στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα – Κονδϋλη – Νίκα, Τόμος Ι, άρθρο 249, αριθμ. 1 και 4-5, σελ. 522-524, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Β`, άρθρο 249, αριθμ. 1-2, 5 και 10, σελ. 150-154, Μ. Μαργαρίτης/Αντ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος I, άρθρο 249, αριθμ, 1-2 και 6, σελ, 459-461
[3] βλ. ΕφΑθ 4534/2009, ΕλλΔνη 2010.1054
[4] βλ. ΕφΑθ 370/1993, ΕλλΔνη 1994.492
[5] βλ. ΕφΑθ 1147/2012, ο,α., ΕφΘεσ 673/2009, ο.α., ΕφΘεσ 575/2009, ο.α.
[6] ΜΠρΠατρ 281/2019 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ