Προϋποθέσεις ορισμένου της αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ. Τι ισχύει ειδικότερα όταν συντρέχουν οι όροι της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως ποινικού αδικήματος, όπως η υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΑΚ) και η απάτη (άρθρο 386 ΠΚ)
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, πέραν των αναφερομένων στα άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ αναγκαίων για κάθε δικόγραφο στοιχείων, πρέπει επιπλέον να διαλαμβάνει: α) σαφή έκθεση των θεμελιούντων κατά νόμον αυτή στοιχείων, τα οποία δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Σκοπός της επιβολής της υποχρεώσεως αυτής στον ενάγοντα είναι αφ’ ενός μεν η παροχή στον εναγόμενο της δυνατότητας να αμυνθεί κατά της αγωγής με ανταπόδειξη ή ένσταση, αφ’ ετέρου δε η παροχή δυνατότητας στο Δικαστήριο να προβεί στη νομική αξιολόγηση της αγωγής, να διεξαγάγει τις αποδείξεις και να σχηματίσει από αυτές ορθή δικανική κρίση. Ειδικότερα, στο αγωγικό δικόγραφο πρέπει να διαλαμβάνονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται από τον εφαρμοστέο στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου, ώστε να παραχθεί η επικαλουμένη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια (θεωρία του «συγκεκριμένου ή ουσιαστικού προσδιορισμού» υπό τη σύγχρονη εκδοχή της «λειτουργίας του κανόνα δικαίου» – ΑΠ 1966/2008 ΕΠολΔ 2009 625, ΑΠ 1192/2007 ΝοΒ 56 641), ενώ δεν απαιτείται λεπτομερής αναφορά και ανάλυση των χαρακτηριστικών εκάστης νομικής έννοιας, αλλά αρκεί η παράθεση εκείνων των βασικών περιστατικών, τα οποία επιτρέπουν στο μεν Δικαστήριο να ελέγξει εάν πληρούται το πραγματικό του κανόνα (η νομική έννοια), στον δε εναγόμενο να αμυνθεί αποτελεσματικώς (ΑΠ 1966/2008 όπ. π.). Η αοριστία της αγωγής δεν θεραπεύεται με τις προτάσεις ή την προσθήκη των προτάσεων ή με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφου ή από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεραπεία της αοριστίας αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 111 ΚΠολΔ περί προδικασίας, η τήρηση της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 399/2020, ΑΠ 219/2020, ΑΠ 1149/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 94/2018 ΧρΙδΔ 2019 99, ΑΠ 407/2009 ΕλλΔνη 50 1333, ΑΠ 1611/2008 ΕλλΔνη 49 1438, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Α`, 1996, υπό το άρθρο 216, αρ. 15).
Αναφορικώς με την επάρκεια ή μη της θεμελιώσεως της αγωγής το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου διακρίνει μεταξύ: α) «ποσοτικής» αοριστίας, η οποία συντρέχει, όταν διαπιστώνεται έλλειψη εξειδικεύσεως με πληρότητα των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, ελέγχεται δε αναιρετικώς στο πλαίσιο των υπ’ αριθ. 8 ή 14 λόγων αναιρέσεως του άρθρου 559 ΚΠολΔ, β) «ποιοτικής» αοριστίας, η οποία υπάρχει, όταν χωρεί απλώς επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, ελέγχεται δε αναιρετικός στο πλαίσιο των αριθ. 8 ή 14 λόγων αναιρέσεως του άρθρου 559 ΚΠολΔ και γ) «νομικής» αοριστίας, η οποία συντρέχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα εκ του νόμου απαιτούμενα προς θεμελίωση του δικαιώματος ή, αντιθέτως, αρκέσθηκε σε λιγότερα από αυτά, ελέγχεται δε αναιρετικός στο πλαίσιο του υπ’ αριθ. 1 λόγου αναιρέσεως του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ίδ. ενδεικτικός: ΟλΑΠ 112/2008 ΝοΒ 56 906, ΑΠ 18/2020, ΑΠ 5/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 5/2019 ΧρΙδΔ 2019 606, ΑΠ 59/2019, 121/2019, ΑΠ 232/2019, ΑΠ 399/2019, ΑΠ 700/2019, ΑΠ 1442/2019, ΑΠ 940/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Ωστόσο, η έννοια της «νομικής» αοριστίας δεν γίνεται δεκτή από μεγάλο μέρος της θεωρίας (ενδεικτικός Γ. Μητσόπουλος, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, ΕλλΔνη 36 3 επ., Ν. Νικάς, ΠολΔικ II, σ. 146 επ.), η οποία χαρακτηρίζει μια τέτοια αγωγή ως νόμω αβάσιμη, ήτοι απορριπτέα, επειδή το ισχύον δίκαιο δεν προσδίδει στα προταθέντα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, την αιτηθείσα έννομη συνέπεια, η δε απόρριψη αυτή θεωρείται, από πλευράς δεδικασμένου, ως ουσιαστική.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 75/2020, ΑΠ 1/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΕφΑθ 6675/2014 ΕλλΔνη 57 802).
Ως ανθρώπινη συμπεριφορά νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου και όχι οι καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου ή οι οφειλόμενες σε άσκηση επ’ αυτού ακαταμάχητης δυνάμεως ή σε καταστάσεις ελλείψεως συνειδήσεως ή σε άλογες ενέργειες ζώων, δύναται δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη. Ευθύνη από παράλειψη δημιουργείται, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, τούτο δε συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, ειδικότερα δε όταν ο ζημιώσας με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1736/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.).
Παράνομη είναι, κατ’ αρχήν, η συμπεριφορά, η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου και προσβάλλει τα προστατευόμενα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου, ο δε παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως κρίνεται βάσει του ισχύοντος κατά το χρόνο συντελέσεώς της νομικού καθεστώτος. Το στοιχείο του παρανόμου θεωρείται ότι συντρέχει όχι μόνον όταν παραβιάζεται απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, αλλά και όταν διαπιστώνεται αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της εννόμου τάξεως και ειδικώς παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας προς αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1154/2019, 93/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση, αλλά απλώς καθορίζει την κύρωση (ήτοι την υποχρέωση αποζημιώσεως) σε περίπτωση, κατά την οποία ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω παραβάσεως κάποιου κανόνα δικαίου. Για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ χαρακτηρίζεται ως «λευκός» κανόνας δικαίου, καθ’ όσον δεν ορίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει για το χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως παράνομης ή μη στο σύνολο της κειμένης νομοθεσίας (αστικής, ποινικής, διοικητικής κλπ.) και, εφ’ όσον βάσει της νομοθεσίας αυτής ορισμένη πράξη χαρακτηρισθεί παράνομη, επιβάλλεται ως κύρωση η υποχρέωση προς αποζημίωση.
Περαιτέρω, υπαίτια είναι η συμπεριφορά, η οποία επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, δηλαδή παριστά τον ψυχικό δεσμό αυτού με την αδικοπραξία (ΑΠ 163/2022, ΑΠ 1361/2013, ΕφΑθ 608/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στην συμπεριφορά να την καθιστά εν ταυτώ παράνομη ή και αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ιδία και την ύπαρξη υπαιτιότητας με τη μορφή γενικότερα της αμελείας, όταν ιδίως η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμελείας, με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συναλλασσόμενος, ασχέτως του εάν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Υπαιτιότητα νοείται είτε υπό τη μορφή του δόλου είτε της αμελείας, με πράξη ή παράλειψη, εάν δε η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος, αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματος αυτού ευρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, κατά την οποία το Δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να επιδικάσει αυτή μειωμένη. Εξάλλου, ζημία ως προϋπόθεση της αδικοπραξίας αποτελεί κάθε δυσμενής μεταβολή (βλάβη), η οποία προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά του προσώπου, αποκαθίσταται δε όχι μόνο η περιουσιακή ζημία, αλλά και η ηθική βλάβη, πρέπει δε αυτή να είναι άμεση, και ως εκ τούτου αξίωση αποζημιώσεως αποκτά μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, δηλαδή ο φορέας ή ο δικαιούχος του προσβληθέντος από την άδικη πράξη εννόμου αγαθού (ΟλΑΠ 18/2004 ΔΕΕ 2004 927, ΑΠ 1253/2012 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ειδικώς για την ηθική βλάβη: ΑΠ 624/2010 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2010 363, ΑΠ 648/2002 ΕλλΔνη 43 1616, ΕφΠειρ 485/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Γ. Γεωργιάδης, εις Σ.Ε.Α.Κ. Απ. Γεωργιάδη, Τ.I, 2010, υπό το άρθρο 932, αριθ. 18 επ.), ως και ο αμέσως προσβληθείς στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Ειδικώς καθ’ όσον αφορά στην περιουσιακή ζημία, η εξεύρεση αυτής χωρεί, κατά την κρατούσα «θεωρία της διαφοράς» επί τη βάσει της συγκρίσεως της περιουσιακής καταστάσεως του παθόντος μετά το ζημιογόνο γεγονός (ήτοι της πραγματικής περιουσιακής του καταστάσεως) και εκείνης, η οποία θα υπήρχε, εάν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός (ήτοι της υποθετικής περιουσιακής του καταστάσεως). Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών αποτελεί τη «ζημία» (ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986 275, ΕφΠειρ 145/2002 ΕλλΔνη 45). Κρίσιμη είναι η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος, δηλαδή η επίπτωση του ζημιογόνου γεγονότος σε όλα τα αγαθά του, και όχι μόνο η βλάβη του αμέσως θιγέντος αγαθού. Στην πράξη, βεβαίως, για τον κατ’ αρχήν προσδιορισμό της ζημίας εκτιμάται το τελευταίο αυτό μέγεθος (η «επιμέρους» ζημία), εάν όμως υπάρχουν επιπτώσεις της προσβολής του συγκεκριμένου αγαθού και σε άλλους τομείς, λαμβάνονται υπόψη και αυτές. Ωστόσο, περιορισμοί προκύπτουν ιδίως από την προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου, αλλά και από τα υπόλοιπα κρίσιμα για την κατάγνωση ευθύνη στοιχεία, ώστε τελικώς να αποφεύγεται η συνεκτίμηση οποιασδήποτε (δηλαδή και τυχαίως συνδεόμενης με το ζημιογόνο γεγονός) περιουσιακής μεταβολής. Εν πάση περιπτώσει, αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία, ήτοι εκείνη, η οποία επήλθε εις εκάστη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των τυχόν ιδιαιτεροτήτων της (συγκεκριμένος υπολογισμός της ζημίας) και όχι η ζημία, η οποία επέρχεται στη μέση (συνήθη) περίπτωση κατά την κοινή πορεία των πραγμάτων (αφηρημένος υπολογισμός της ζημίας), διότι σκοπός του δικαίου της αποζημιώσεως είναι, κατ’ αρχήν, η αποκατάσταση ολόκληρης της πραγματικής ζημίας, την οποία υπέστη ο συγκεκριμένος ζημιωθείς και όχι ο υποθετικός μέσος κοινωνός. Ως χρόνος υπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος νοείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο χρόνος της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 44/1996 ΝοΒ 45 451, ΑΠ 1401/2005 ΕλλΔνη 47 132, ΕφΠειρ 383/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
Τέλος, αιτιώδης σύνδεσμος (αιτιώδης συνάφεια) υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και είχε τη δυνατότητα να επιφέρει, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 1610/2013 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή, αναλόγως, την αντίστοιχη ηθική βλάβη. Δηλαδή, πρόσφορη θεωρείται η αιτία, η οποία δεν προκάλεσε απλώς κατά λογική αιτιότητα τη ζημία (υπό την έννοια της condicio sine qua non), αλλά είχε γενικώς την τάση και την ικανότητα να οδηγήσει σε αυτήν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εντεύθεν δε ζημία προκληθείσα από απρόοπτο, τυχαίο ή έκτακτο περιστατικό ή μη οφειλόμενο στην ιδιομορφία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και όχι στη «γενική τάση» του όρου, δεν θεωρείται συνδεομένη κατά τρόπο πρόσφορο με αυτόν. Δηλαδή, κατά την κρατούσα στο ουσιαστικό αστικό δίκαιο θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας κρίσιμη για την κατάφαση της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η «προβλεψιμότητα» του αποτελέσματος από τον τρίτο παρατηρητή μέσο λογικό άνθρωπο (ΟλΑΠ 18/2004 ΝοΒ 53 61, ΑΠ 1182/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1183/2021 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΑΠ 156/2021, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 220/2021, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 102/2020, ΑΠ 424/2019, ΑΠ 1361/2013, ΕφΑθ 755/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Μ. Σταθόπουλος, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τ. II, Γενικό Ενοχικό, 1979, υπό τα άρθρα 297 – 398, αριθ. 50 επ.).
Μετά ταύτα, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία κατά νόμον θεμελιώνουν την παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου, ότι η συμπεριφορά αυτή είναι υπαίτια (συντρέχει, δηλαδή, δόλος ή αμέλεια του εναγομένου), ότι εξ αυτής προκλήθηκε ζημία στον ενάγοντα, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του εναγομένου και το ποσόν αυτής καθορίζεται κατά την αιτία του, εάν δε με την αγωγή γίνεται επίκληση της αόριστης νομικής έννοιας της αμελείας, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και τη θεμελιώνουν, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα επικαλούμενα στην αγωγή, χωρίς να επέρχεται για το λόγο αυτό ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως αυτής (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 77/2014, ΑΠ 225/2014, ΑΠ 1513/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 847/2010 ΕφΑΔ 2011 200, ΕφΠειρ 664/2015 ΔΕΕ 2016 376 ).
Ενόψει των ανωτέρω, το πραγματικό του «λευκού» κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ πληρούται όταν συντρέχουν οι όροι της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως ποινικού αδικήματος, όπως η υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΑΚ) και η απάτη (άρθρο 386 ΠΚ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε προ της εφαρμογής από 1.7.2019 του Ν. 4619/2019, «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», «1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση». Για τη στοιχειοθέτηση της ειδικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα, ήτοι πράγμα ευρισκόμενο σε ξένη αναφορικός με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) περιέλευση του πράγματος στην κατοχή του δράστη καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως λόγω της ιδιότητας αυτού ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (κατά την έννοια του άρθρου 719 ΑΚ), γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, δηλαδή ενσωμάτωση στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του κυρίου αυτού ή άνευ δικαιώματος, παρεχομένου από το νόμο και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση αυτού να προβεί σε παράνομη ιδιοποίησή του, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση της αποδόσεώς του στον κύριο, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργειά του, η οποία συνιστώ εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του (ΑΠ 240/2021, ΑΠ 1155/2020, ΑΠ 723/2020, ΑΠ 647/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1216/2014 ΠοινΧρ ΞΕ` 691). Τα στοιχεία αυτά απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως και από το αντίστοιχο άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του νέου ΠΚ, ο οποίος διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό ως προς τις προβλεπόμενες ποινές και τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της υπεξαιρέσεως ως κακουργήματος (καθ’ όσον κατά τη νέα ρύθμιση του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ απαραίτητη προϋπόθεση πλέον για τον χαρακτηρισμό της υπεξαιρέσεως ως κακουργήματος είναι σε κάθε περίπτωση η υπέρβαση του ποσού των 120.000€ αναφορικώς με την αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, εάν δε η αξία αυτή υπολείπεται του ποσού αυτού, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, έστω και το πρόκειται περί υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο ή διαχειριστή περιουσίας – ΑΠ 261/2022, ΑΠ 101/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση παράνομης ιδιοποιήσεως αυτού, εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, η οποία συνιστά εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του, ο χρόνος δε της εξωτερικεύσεως της θελήσεώς αυτής είναι και ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως (ΑΠ 871/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 7/2023, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr