Προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη στην περίπτωση αμφοτεροβαρούς συμβάσεως – Απαιτείται (μεταξύ άλλων) δικαστική ή εξώδικος εκ μέρους του δανειστή όχληση, εκτός και αν προς εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ορισμένη (δήλη) ημέρα
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 287 ΑΚ ορίζεται ότι «Ενοχή είναι η σχέση με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή. Η παροχή μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη», ενώ περαιτέρω, κατά το άρθ. 383 ΑΚ, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων «Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή».
Από τη φύση και το νόημα, λοιπόν, της ενοχής όπως αυτή καθορίζεται από το άρθ. 287 ΑΚ, προκύπτει ότι ο οφειλέτης οφείλει να τηρεί και να εκπληρώνει κάθε παροχή, κύρια ή παρεπόμενη, είτε αυτή προβλέφθηκε από τα μέρη είτε συνάγεται από την καλή πίστη (ΑΚ 288), ενώ από το συνδυασμό των άρθρων 361, 340, 341, 343, 383 ΑΚ, συνάγεται ότι επί αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, αν ο ένας εκ των συμβαλλομένων βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την οφειλόμενη από αυτόν παροχή, ο δανειστής της καθυστερούμενης παροχής δικαιούται κατ’ αρχήν να ζητήσει την εκπλήρωση της παροχής κι επιπλέον αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση και, αν δεν έχει συμφέρον πλέον για την εκπλήρωση της παροχής, να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωσή της ή να υπαναχωρήσει της συμβάσεως, εφόσον όμως τάξει στον οφειλέτη εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδο αυτής άπρακτης αποκρούει την παροχή.
Στο σημείο αυτό, προσήκει να τονισθεί ότι δικαίωμα και όχι υποχρέωση έχει ο δανειστής να τάξει στον οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής. Κατά συνέπεια, αν δεν έχει ταχθεί προθεσμία από το δανειστή, επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στις διατάξεις των άρθ. 343 επόμ. ΑΚ με την υπερημερία του οφειλέτη. Δηλαδή, από μόνο το γεγονός ότι ο οφειλέτης της παροχής έγινε υπερήμερος ως προς την οφειλόμενη από αυτόν παροχή, δεν αλλοιώνεται η μεταξύ των μερών υφιστάμενη ενοχική σχέση, αλλά αυτός (ενν. ο οφειλέτης) και μετά την υπερημερία του εξακολουθεί να υπέχει υποχρέωση εκπλήρωσης της παροχής και προσθέτως αποζημίωσης του δανειστή για την τυχόν ζημία που προκλήθηκε στον τελευταίο από την καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ 343).
Προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη, είναι[1]: 1) η ύπαρξη έγκυρης ενοχής, 2) η ύπαρξη δυνατής παροχής, δεδομένου ότι καθυστέρηση αδύνατης παροχής δεν νοείται, 3) ληξιπρόθεσμη παροχή (ληξιπρόθεσμη καθίσταται η παροχή όταν συμπληρώνεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει την παροχή του, είτε κατά τη συμφωνία είτε κατά το νόμο), 4) απαιτητή παροχή (απαιτητή θεωρείται κατ’ αρχήν η παροχή, όταν εναντίον της δεν μπορεί να εγερθεί με επιτυχία αναβλητική ένσταση)[2], 5) όχληση «δικαστική ή εξώδικη», εκτός αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη (δήλη) ημέρα (ίδετε σχετ. κατωτέρω) και 6) υπαιτιότητα (ήτοι δόλος ή αμέλεια).
Αναφορικά, δε, με την τελευταία προϋπόθεση, να σημειωθεί ότι υπαιτιότητα (ή πταίσμα) είναι η στο δίκαιο ευρισκόμενη σε αντίθεση κατάσταση της βούλησης του προσώπου, η ύπαρξη της οποίας καθιστά αυτό υπεύθυνο κατά το δίκαιο. Το πταίσμα δύναται να εκδηλωθεί είτε με πράξη είτε με παράλειψη. Συνεπώς, για την ύπαρξη πταίσματος απαιτείται η συνύπαρξη δύο στοιχείων, του ψυχολογικού που συνιστά την κρίση για την ύπαρξη ψυχικής σχέσης βούλησης του δράστη και αποτελέσματος και του δεοντολογικού που συνιστά την κρίση για αποδοκιμασία του ψυχικού δεσμού του δράστη προς το αποτέλεσμα, ο οποίος βεβαίως είχε την κατάλληλη πνευματική ωριμότητα και υγεία να αντιληφθεί τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του[3]. Το πταίσμα του οφειλέτη, το οποίο ως προαναφέρθηκε αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάφαση της υπερημερίας του, κρινόμενο κατά τους γενικούς ορισμούς των άρθρων 330 – 334 ΑΚ, τεκμαίρεται ότι υπάρχει, εκτός αν ο οφειλέτης ανατρέψει το τεκμήριο τούτο, με το να επικαλεσθεί και να αποδείξει, σύμφωνα με τη ρητή επιταγή του άρθ. 342 ΑΚ, ότι η καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο ίδιος δεν υπέχει ευθύνη[4].
Εξάλλου, η υπερημερία του οφειλέτη, η οποία επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, εξετάζεται κεχωρισμένως για έκαστον των συμβαλλομένων σε σχέση προς την οφειλομένη παρ’ αυτού παροχή, επέρχεται εάν, ως εκ των διατάξεων των άρθρων 340 και 341 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι εχώρησε ληξιπρόθεσμη κατάσταση της υπό τούτου οφειλομένης παροχής και δικαστική ή εξώδικος εκ μέρους του δανειστή όχληση, εκτός αν προς εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ορισμένη ήμερα, οπότε ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος δια μόνης της παρελεύσεως της ημέρας αυτής. Πράγματι, η ρύθμιση της ΑΚ 341, κατά την οποία «Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής […]», αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα που θεσπίζει η διάταξη του άρθ. 340 ΑΚ, κατά τον οποίον απαραίτητο στοιχείο της υπερημερίας του οφειλέτη ληξιπρόθεσμης παροχής είναι η προηγούμενη δικαστική ή εξώδικη όχληση εκ μέρους του δανειστή[5]. Συνεπώς, σε περίπτωση που για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ή κατά μείζονα λόγο από το νόμο (ή από δικαστική απόφαση) τάσσεται ορισμένη (δήλη) ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής και μάλιστα κατά το άρθρο 345 εδ. α΄ ΑΚ, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία.
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] βλ. ΠΠρΡοδ 149/2018 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
[2] βλ. Ολ. ΑΠ 20/2003, ΧρΙΔ 2004/41
[3] βλ. Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Β΄ Γενικό Ενοχικό, Αθήνα 2003, σελ. 182
[4] βλ. ΑΠ 173/1962 ΕΕΝ 29.578
[5] βλ. Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Β΄ Γενικό Ενοχικό, Αθήνα 2003, σελ. 224