Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας – σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών – κριτήρια διάκρισης. Ειδικότερα η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, που συμφωνήθηκαν, ανεξαρτήτως του τρόπου καταβολής του, ενώ ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας, αλλά και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές («διευθυντικό δικαίωμα εργοδότη»). Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελείτο βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί και να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εκ μέρους του παρεχόμενη εργασία ως εξαρτημένη.

Αντιθέτως, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Ωστόσο, υφίσταται και στα πλαίσια της σύμβασης αυτής κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε περίπτωση, που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση, για το λόγο δε αυτό και η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασης αυτού, οι οποίοι να έχουν ενδεχομένως σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, άνευ άλλου τινός, την κατά τα ανωτέρω εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη. Οπωσδήποτε όμως το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς επίσης η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται καθεαυτήν αμιγώς από τη συνδρομή όλων ή περισσότερων εξ αυτών. Και τούτο διότι το στοιχείο εκείνο, όπερ διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από τη σύμβαση  παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν είναι το ποσοτικό (στοιχείο), ήτοι η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης από τον εργοδότη, αλλά το ποιοτικό, ήτοι η ιδιαίτερη ποιότητα αυτών (δέσμευσης και εξάρτησης), η οποία επιφέρει για τον υποβαλλόμενο σε αυτές εργαζόμενο συνέπειες, οι οποίες καθιστούν αναγκαία την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό δε αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση αναλόγως του είδους και της φύσης της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης από την ανεξάρτητη εργασία.

Με βάση δε το κριτήριο αυτό, η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, ο οποίος επιλέγει βασικούς όρους απασχόλησής του, χωρίς να ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο αλλά και, εν μέρει, ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο δεν συνιστά σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι, δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από έτερα, δευτερευούσης σημασίας στοιχεία, όπως λ.χ. η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ ή η χορήγηση σε αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών ή ακόμα και η παράλειψη του εργοδότη να τον ασφαλίσει στο ΙΚΑ (ορ. ΟλΑΠ 28/2005 και ΑΠ 602/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του Δικαστηρίου, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και με βάση εκείνα που στη συνέχεια προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία προσδίδει τον ορθό χαρακτηρισμό στην καταρτισθείσα σύμβαση, χωρίς ν` ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ` αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 171/2016, ΑΠ 2242/2013).

Μαρία Τζαβέλα

Δικηγόρος, LL.M.

E-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί