Τα κριτήρια διάκρισης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών – Έμφαση στο ποιοτικό στοιχείο της εξάρτησης και όχι στο ποσοτικό
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε, που είναι ο κύριος σκοπός της εργασιακής σύμβασης, και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του εξαρτημένη.
Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του.
Βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών, κρίθηκαν στην υπ’ 688/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εργατικών Διαφορών) -που εκδόθηκε σε υπόθεση του γραφείου μας :
- ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης,
- η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της
- και το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του.
Πάντως και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την έννοια που προεκτέθηκε.
Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτή εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν γένει ως προς το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών τόπο, δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΟλΑΠ 28/2005 ΕλλΔνη 2005.721, ΑΠ 1327/2010, ΑΠ 100/2009, ΑΠ 33/2007, ΑΠ 1686/2007, ΑΠ 448/2007).
Σε κάθε δε περίπτωση, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης γίνεται μετά την εκτίμηση όλων των περιστάσεων από το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την ονομασία που έδωσαν σε αυτήν τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 2242/2013 Ε7 2014.848, ΑΠ 2102/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 312/2011 ΔΕΕ 2012.700). Ενώ ούτε η υπαγωγή του παρέχοντος την εργασία του στην ασφάλιση του ΙΚΑ, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της συμβατικής του σχέσεως ως εξαρτημένης εργασίας (βλ. Βλαστός Σ., «Ατομικό Εργατικό Δίκαιο», 2012, αρ.33, βλ. και ΕφΑθ 9277/1997).
Η κυρίαρχη διαφορά και πρακτική σημασία της διάκριση μεταξύ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και της μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών έγκειται στο ότι οι διατάξεις του εργατικού δικαίου (ή όπως συνήθως λέγεται της κοινής εργατικής νομοθεσίας) εφαρμόζονται μόνο επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ενώ αντιθέτως επί της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ.
Εάν ο παρέχων την εργασία του δεν υποβάλλεται σε νομική ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, όπως προαναφέρθηκε, τότε πρόκειται για σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Αποφασιστική σημασία έχει πάντως έχει η συνολική εικόνα της δραστηριότητα του παρέχοντος την εργασία του, από την εκτίμηση της οποίας εξαρτάται η κρίση για το ποια στοιχεία υπερέχουν (ΑΠ 1214/2006, ΕφΑθ 9277/1997). Επίσης, το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2639/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 (Φ.Ε.Κ υπ’ αριθμ. 66/11-05-2010, Τεύχος Α’) ορίζει ότι: «Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες». Η τροποποίηση αυτή τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στο Φ.Ε.Κ. την 11-05-2010, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του Ν. 3846/2010, οπότε ισχύει το εν λόγω τεκμήριο.
Έχει κριθεί, λοιπόν, ότι εάν ο πολιτικός μηχανικός ή ο αρχιτέκτονας προσλαμβάνονται από τεχνική λ.χ εταιρία, εκτελούσα ανάλογα έργα, λόγω των ειδικών επιστημονικών-τεχνικών γνώσεών τους, προκειμένου να παρέχουν τις αντίστοιχες υπηρεσίες τους σε αυτήν, ως εργοδότριας, έναντι αμοιβής, συμφωνημένης κατά μήνα, είτε κατά μονάδα παρεχόμενης εργασίας και τελούν υπό την εξάρτησή της, τότε η σχέση τους με αυτή είναι εκείνη της εξαρτημένης εργασίας (ΕφΔυτΜακ 197/1997, ΑρχΝ ΜΘ/490 – ΕφΑθ 10264/1997, ΕλλΔνη 1998/1391 – ΕφΛαρ 686/2003, Δικογραφία 2004/246).
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr