Τι ισχύει για το επώνυμο της συζύγου που είχε τελέσει γάμο πριν την 18η.2.1983 – Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να χρησιμοποιεί το επώνυμο του συζύγου της και μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου – Η αναγνώριση του δικαιώματός της να φέρει το επώνυμο αυτό υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων
Στο άρθρο 1388 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 1329/1983, ορίζεται ότι με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις αυτών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στους γάμους που τελούνται μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρο 54 § 2 αυτού). Στους γάμους που είχαν τελεσθεί προηγουμένως, σύμφωνα με το παλαιό άρθρο 1388 ΑΚ, η έγγαμη γυναίκα είχε ως επώνυμο της [υποχρεωτικά και αποκλειστικά] το επώνυμο του άνδρα της. Μετά την ισχύ του νέου δικαίου (18.2.1983), δόθηκε στις γυναίκες των παλαιών γάμων, προαιρετικώς, η δυνατότητα να ανακτήσουν το πατρικό τους επώνυμο, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 54 § 2 του ν. 1329/1983.
Στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66 εδ. α` του ν. 1329/1983 ορίζεται ότι η γυναίκα, που είχε εξακολουθήσει μετά την ισχύ του ν. 1329/ 1983 να φέρει το επώνυμο του συζύγου της (δηλαδή, εκείνη που είχε τελέσει γάμο προηγουμένως και δεν είχε θελήσει να ανακτήσει το πατρικό της επώνυμο), περιορίζεται μετά το διαζύγιο στο οικογενειακό της επώνυμο. Δηλαδή, σε περίπτωση που λυθεί ο γάμος της, ανακτά αυτοδικαίως και υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το επώνυμο που είχε πριν από την τέλεση του γάμου.
Στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου 66, όμως, ορίζεται ότι η γυναίκα αυτή “δικαιούται να χρησιμοποιεί και μετά το διαζύγιο το επώνυμο του πρώην συζύγου της, εφ` όσον απέκτησε με αυτό επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη και δεν βλάπτονται από τη χρησιμοποίηση του σοβαρά συμφέροντα του τελευταίου”.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά τη λύση ενός γάμου που είχε τελεσθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983, η γυναίκα, που είχε διατηρήσει μέχρι την αμετάκλητη απαγγελία του διαζυγίου το επώνυμο του συζύγου της, το οποίο, σύμφωνα με το προϊσχύσαν δίκαιο, είχε λάβει αναγκαστικά, είναι υποχρεωμένη να το εγκαταλείψει και να χρησιμοποιεί στο εξής, σε όλες τις έννομες σχέσεις αυτής, το επώνυμο που είχε πριν από την τέλεση του γάμου (δηλαδή, το πατρικό ή οικογενειακό της επώνυμο). Ο κανόνας αυτός, όμως, επιδέχεται εξαίρεση υπέρ της γυναίκας, η οποία, κατά τη διάρκεια του γάμου και από τη νόμιμη χρησιμοποίηση του επωνύμου του τότε συζύγου της, απέκτησε επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη που συνδέεται άρρηκτα με το επώνυμο αυτό.
Η επίλυση δε, τυχόν αμφισβητήσεων ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη χρήση του επωνύμου του τέως συζύγου από τη γυναίκα και μετά την λύση του γάμου με διαζύγιο ή η αναγνώριση του δικαιώματός της να φέρει το επώνυμο αυτό υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 66 εδαφίου β΄ του ν. 1329/1983, ως ειδική, κατισχύει των γενικών περί αλλαγής επωνύμου διατάξεων του ν.δ/τος 2753/1953 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να χωρήσει η αναγνώριση του δικαιώματος της διαζευγμένης γυναίκας να φέρει το επώνυμο του τέως συζύγου της με την προβλεπόμενη στα νομοθετήματα αυτά διοικητική διαδικασία, η οποία παρέχει στο νομάρχη διακριτική εξουσία να εκτιμήσει τους λόγους που επικαλείται ο αιτούμενος την μεταβολή του επωνύμου του και να αποφανθεί αιτιολογημένως, ενόψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι η ζητούμενη μεταβολή (ίδετε 143/2019 ΕΦ ΑΙΓΑΙΟΥ και 4167/2009 ΣΤΕ, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
email: info@efotopoulou.gr