Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ άρθρον 229 παρ. 1 Π.Κ.

Σύμφωνα με το άρθρο 229, παρ. 1 Π.Κ. «Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους».

Κατά την κρατούσα άποψη[1], προστατευόμενο έννομο αγαθό του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως είναι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Κατ’ άλλη άποψη, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το δικαστικό υπόμνημα που πρόκειται να συνταχθεί, δηλαδή η μέλλουσα να εκδοθεί δικαστική απόφαση. Από την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως προσβάλλεται, ωστόσο, και η τιμή του προσώπου που ψευδώς καταμηνύεται, όπως προκύπτει και από τη διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 229 Π.Κ..

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική δίωξη ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού[2].

Ειδικά όσον αφορά στην αναλήθεια της καταμηνυθείσας πράξης[3], η τελευταία πρέπει να είναι αντικειμενικά ψευδής είτε καθ’ ολοκληρίαν είτε και μερικά μόνον, εφόσον δεν πρόκειται για απλή υπερβολή[4]. Ολοκληρωτική αντίθεση προς την αλήθεια υπάρχει όταν η καταμηνυόμενη πράξη ουδέποτε έλαβε χώρα ή όταν τελέσθηκε από άλλο πρόσωπο διάφορο του καταμηνυθέντος ή όταν τελέσθηκε άλλο έγκλημα ουσιωδώς διάφορο του πράγματι τελεσθέντος. Μερική αντίθεση υφίσταται όταν αληθή γεγονότα παραμορφώνονται δι’ αξιόλογων προσθηκών ή ενσυνείδητων παραλείψεων για να προσδοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός. Το αναληθές μέρος πρέπει να είναι ουσιώδες, ήτοι να παραμορφώνει τα γεγονότα.

Το έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο μόλις περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει η ανακοίνωση σ’ αυτήν, ανεξάρτητα αν επήλθε το επιβλαβές αποτέλεσμα για το μηνυόμενο, ή αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυόμενου[5].

Αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, απαιτείται η τέλεση της πράξης εν γνώσει του ψευδούς περιεχομένου της καταμήνυσης, απαιτείται δηλαδή άμεσος δόλος, ήτοι γνώση ότι η καταμήνυση ή η ανακοίνωση είναι ψευδής, ότι αφορά αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση και θέληση όπως η καταμήνυση ή ανακοίνωση περιέλθει στην αρχή[6]. Επομένως, ο ενδεχόμενος δόλος δεν είναι αρκετός[7]. Σημειωτέον ότι στην καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο άμεσος δόλος, δηλαδή η γνώση του δράστη ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση αναιρείται λόγω έλλειψης αιτιολογίας[8]. Τέλος, για τη στοιχειοθέτηση της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης από υποκειμενικής πλευράς, απαιτείται επιπλέον σκοπός του δράστη να προκαλέσει την ποινική δίωξη ή πειθαρχική δίωξη εκείνου κατά του οποίου στρέφει την ψευδή καταγγελία του, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού, αρκούσης της προς τούτο θελήσεως. Ο εν λόγω σκοπός πρέπει να αιτιολογείται ειδικά με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν, αναιρείται δε λόγω έλλειψης αιτιολογίας η καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση όταν δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν τον εν λόγω σκοπό[9].

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-234), σελ. 1492 και επόμενα (υπό άρθρο 229 Π.Κ.), με περαιτέρω παραπομπές.

[2] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 128/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 29/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 242/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 153/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1142/2012, ΠοινΧρ 2013, 451, ΑΠ 1089/2007, ΠοινΧρ 2008, 326, ΑΠ 1334/2007, ΠοινΧρ 2008, 352, ΑΠ 210/2007, ΠοινΧρ 2007, 311, ΑΠ 2125/2004, ΠοινΧρ 2005, 755, ΑΠ 970/2002, ΠοινΧρ 2003, 333, ΑΠ 346/2001, ΠοινΧρ 2001, 1082, ΣυμβΑΠ 962/1999, ΠοινΧρ 2000, 442, ΑΠ 1643/1998, ΠοινΧρ 1999, 930, ΑΠ 302/1996, ΠοινΧρ 1996, 1653.

[3] Βλ. Α. Κονταξή, Ποινικός Κώδικας, Τόμος Α΄, άρθρα 1-234, Έκδοση Γ΄, Αθήνα 2000, σελ. 1996-1997 (υπό άρθρο 229).

[4] Βλ. ΣυμβΑΠ 409/1980, ΠοινΧρ 1980, σελ. 581.

[5] Βλ. ΑΠ 43/2010, ΠοινΧρ 2011, 22, ΑΠ 130/1978, ΠοινΧρ 1978, 428.

[6] Βλ. ΑΠ 409/1980, ΠοινΧρ Λ΄, 582, ΑΠ 569/1974, ΠοινΧρ ΚΔ΄. 775.

[7] Βλ. ΑΠ 130/1978, ΠοινΧρ 1978, 428, ΣυμβΑΠ 569/1974, ΠοινΧρ 1974, 775, ΣυμβΑΠ 124/1972, ΠοινΧρ 1972, 389.

[8] Βλ. ΑΠ 153/2013, ΠοινΧρ 2013, 514, ΑΠ 1756/2010, ΠειρΝ 2011, 93, ΑΠ 1251/2009, ΠοινΧρ 2010, 322, ΑΠ 1567/2009, ΠοινΧρ 2010, 484, ΑΠ 441/2008, ΠοινΧρ 2008, 695, ΑΠ 1345/2006, ΠοινΧρ 2007, 531, ΑΠ 1155/1999, ΠοινΧρ 2000, 602, ΑΠ 854/1998, ΠοινΧρ 1999, 455.

[9] Βλ. ΑΠ 210/2010, ΠοινΧρ 2011, 100, ΑΠ 241/1999, ΠοινΧρ 1999, 1013.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί