Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης κατ’ άρθρον 914 Α.Κ.

Κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 914 Α.Κ. «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., από τις πιο θεμελιώδεις του Αστικού Κώδικα, προβλέπει μία από τις ευρύτερες πηγές ενοχών, την παράνομη και υπαίτια πράξη, ήτοι το λεγόμενο αστικό αδίκημα, που με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της διάταξης (ζημίας, αιτιώδους συνδέσμου) δημιουργεί ενοχή του δράστη προς αποζημίωση[1]. Η αδικοπρακτική ευθύνη είναι πρωτογενής, καθότι η από αδικοπραξία ενοχή δεν έχει ως προϋπόθεση υπάρχουσα συμβατική ενοχική σχέση ανάμεσα σε ζημιώσαντα και ζημιωθέντα, αλλά γεννάται απ’ αυτή την αδικοπραξία, ως προς την οποία ο νόμος συνδέει τη γένεση της ενοχής. Τούτο σημαίνει ότι ο νόμιμος λόγος ευθύνης είναι η αδικοπραξία, δηλαδή η παράνομη και υπαίτια πράξη (ή και παράλειψη).

Από τη λεκτική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, β) παράνομη, γ) υπαίτια, δ) επέλευση ζημίας και ε) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας.

Όσον αφορά στην πρώτη προϋπόθεση, η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια (πράξη) ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Η συμπεριφορά που ενδιαφέρει το δίκαιο είναι εξωτερική συμπεριφορά, προϋποθέτει δηλαδή κάποια μεταβολή στον έξω κόσμο. Καταστάσεις που παραμένουν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, όπως σκέψεις, επιθυμίες, συναισθήματα, φρονήματα κ.λπ. δεν είναι πράξεις με την εδώ ενδιαφέρουσα έννοια. Επίσης, η συμπεριφορά πρέπει να πηγάζει από τη βούληση του προσώπου, να είναι δηλαδή συμπεριφορά εκούσια, που γίνεται με βούληση ενέργειας. Επομένως, στο πρόσωπο δεν μπορεί να αποδοθεί σαν δική του πράξη μια συμπεριφορά του που έγινε σε κατάσταση ύπνου, απώλειας των αισθήσεων ή σε συνθήκες ακαταμάχητης σωματικής βίας (vis absoluta). Στην τελευταία περίπτωση, πράττων δεν είναι ο υφιστάμενος τη σωματική βία, αλλά αυτός που την ασκεί. Αντίθετα, αν η βία είναι μόνο ψυχολογική, παρωθητική (vis compulsiva), υπάρχει πράξη του υφιστάμενου τη βία.

Ως ήδη ελέχθη, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που γεννά αδικοπρακτική ευθύνη, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 Α.Κ., δηλαδή την αρχή της καλής πίστης όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία αρχή, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση εκ της οποίας μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή του ενδεχόμενου κινδύνου και της ακολουθούσας της ζημίας. Στην ως άνω περίπτωση εντάσσεται και η παράβαση των άγραφων κανόνων «επιμέλειας» («γενική υποχρέωση πρόνοιας») που η τήρησή τους επιβάλλεται για την εξουδετέρωση των κινδύνων από τη χρησιμοποίηση των σύγχρονων τεχνικών μέσων, κατασκευών, συγκοινωνιών κ.λπ. που από τη φύση τους περιέχουν κάποιο στοιχείο επικινδυνότητας.

Ως προς την έννοια του παρανόμου ως όρου για τη συνδρομή αδικοπρακτικής ευθύνης, έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες. Κατά την ορθότερη αντικειμενική θεωρία που σήμερα κρατεί πλήρως, παράνομη είναι η συμπεριφορά που είναι αντίθετη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Όπως γίνεται δε δεκτό, δεν αρκεί η παράβαση οποιασδήποτε διάταξης, οποιουδήποτε κανόνα δικαίου, αλλά προσαπαιτείται η παράβαση διάταξης θεμελιωτικής δικαιώματος ή προστατευτικής συγκεκριμένου συμφέροντος του ζημιωθέντος. Επομένως, το παράνομο εμφανίζεται υπό δύο όψεις, ως προσβολή διάταξης νόμου απονεμητικής δικαιώματος (προσβολή δικαιώματος) και ως προσβολή διάταξης προστατευτικής ιδιωτικού συμφέροντος (προσβολή έννομου συμφέροντος). Υπό τις υφιστάμενες σήμερα συνθήκες και περιστάσεις, υποστηρίζεται ωστόσο ότι η ως άνω σκιαγραφηθείσα έννοια του παρανόμου χρήζει διευρύνσεως. Κατά την εν λόγω άποψη, για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων.

Αναφορικά με την προϋπόθεση της υπαιτιότητας, η 914 Α.Κ. θεσπίζει τον κανόνα της υποκειμενικής ευθύνης προς αποζημίωση, απαιτεί δηλαδή πταίσμα. Ο όρος της υπαιτιότητας πληρούται και όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά ενέχει αμέλεια του δράστη, ήτοι μη καταβολή από μέρους του της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές. Η υπαιτιότητα συνιστά αυτοτελή προϋπόθεση, συντρέχει δε στο πρόσωπο του ζημιώσαντος αν υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας, ακόμη και ελαφριάς, η οποία κρίνεται βάσει του μέσου συνετού ανθρώπου (330 εδ. β΄ Α.Κ.), δηλαδή ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η υπαιτιότητα προϋπόθεση έχει την προς καταλογισμό ικανότητα.

Ως προς την έννοια της ζημίας, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθή θεωρία της διαφοράς, ως ζημία νοείται η διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του προσώπου που διαμόρφωσε η ζημιογόνος πράξη και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτή, ενώ δικαιούχος της αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από αυτή, δηλαδή ο φορέας του δικαιώματος ή του προστατευόμενου συμφέροντος που προσβλήθηκε από την αδικοπραξία. Η ζημία είναι περιουσιακή και μη, θετική και αποθετική, παρούσα και μέλλουσα, άμεση και έμμεση. Ενόψει της ανωτέρω έννοιας της ζημίας αλλά και του αποκαταστατικού σκοπού του δικαίου της αποζημίωσης, αποκαθίσταται όλη η πραγματική ζημία που υφίσταται ο φορέας του θιγόμενου δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος από τη βλάβη υλικού ή άυλου αγαθού ή από την απώλεια συγκεκριμένου πράγματος που έχει οικονομική αξία, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν και σε ποιο βαθμό το χρησιμοποιούσε ή αν είχε πρόθεση ή νομική δυνατότητα μεταβίβασης αυτού.

Τέλος, για την πέμπτη προϋπόθεση, αυτή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του επιζήμιου αποτελέσματος, γίνεται δεκτό ότι αυτή υφίσταται όταν η εν λόγω συμπεριφορά ήταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή κατ’ άλλη διατύπωση όταν η ανωτέρω συμπεριφορά, κατά την κοινή πείρα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, κατατείνει αντικειμενικά στην παραγωγή της ζημίας.

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Β. Α. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Γ΄, Ημίτομος Γ΄, Ειδικό Ενοχικό, Άρθρα 741-946, Αθήνα 2006, σελ. 851-945 με περαιτέρω εκτενείς παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, καθώς και Μ. Π. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, σελ. 286-314.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί