Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Νομικές συνέπειες της μοναχικής ιδιότητας που άπτονται του οικογενειακού δικαίου

Η μοναχική κουρά συνιστά κώλυμα θρησκευτικού γάμου, το οποίο δεν μπορεί να εκλείψει, παρά μόνο με την έξοδο του μοναχού από την Ορθόδοξη Εκκλησία[1]. Άλλωστε, η απομάκρυνση από την οικογενειακή εστία ενός εκ των συζύγων λόγω επιλογής του μοναχικού βίου και εγκαταβιώσεώς του σε μονή, δεν οδηγεί σε αυτοδίκαιη λύση του γάμου, μπορεί ωστόσο να θεμελιώσει λόγο ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης (υπό την ειδικότερη προφανώς μορφή της «εγκατάλειψης» του/της συζύγου) και, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις (1439 ΑΚ), να οδηγήσει στην έκδοση διαζυγίου. Το κλονιστικό γεγονός αποδεικνύεται αμάχητα, στην περίπτωση αυτή, με έγγραφη βεβαίωση του οικείου μητροπολίτη, η οποία βασίζεται σε υπεύθυνη δήλωση του ηγουμενοσυμβουλίου της αρμόδιας μονής ότι τελέστηκε η κουρά και το επίδικο πρόσωπο ενεγράφη στο βιβλίο μοναχολογίου που τηρεί η μονή της εγκαταβίωσής του[2]. Σε κάθε περίπτωση, το διαζύγιο δεν κωλύεται να επιδιώξει και ο μοναχός κατά τις κοινές διατάξεις, ενώ οι σύζυγοι μπορούν να ζητήσουν και από κοινού την έκδοση συναινετικού διαζυγίου (1441 ΑΚ).

Προσέτι, καίτοι δεν υπάρχουν ρητές απαγορευτικές διατάξεις, η μοναχική ιδιότητα δε θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τα καθήκοντα του επιτρόπου ή του δικαστικού συμπαραστάτη, ως εκ της πλήρους αποξενώσεως των μοναχών από τις κοσμικές μέριμνες. Συνεπώς, τυχόν τέτοια ανάθεση θα πρέπει να οδηγήσει το μοναχό σε μη αποδοχή του διορισμού του, με χρήση του σχετικού δικαιώματος που παρέχει το άρθρο 1599 ΑΚ.

Τέλος, αν και η υιοθεσία από μοναχό δεν απαγορεύεται με ρητή διάταξη, επικρατεί εντούτοις αμφισβήτηση περί του εάν η ιδιότητα του θετού γονέα είναι επιτρεπτή για έναν μοναχό, όχι μόνο διότι τούτο συνεπάγεται υποχρεώσεις ασυμβίβαστες με τα μοναχικά καθήκοντα, αλλά και διότι η ανάληψη μίας τέτοιας ευθύνης αποδεικνύεται ασύμφορη για το θετό τέκνο (1542 εδ. β΄ ΑΚ). Έτσι, καθολική είναι, σε νομολογιακό επίπεδο, η απαγόρευση της υιοθεσίας από μοναχό[3].

Χαρακτηριστικές είναι οι σκέψεις της υπ’ αριθμ. 17/2008 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι αλλοδαπή απόφαση (δικαστηρίου της Πολιτείας Μίτσιγκαν των Η.Π.Α.) που αναγνώρισε υιοθεσία από επίσκοπο που είχε δεχτεί τη μοναχική κουρά, αντίκειται στη διεθνή δημόσια τάξη κατ’ άρθρο 33 ΑΚ, στην έννοια της οποίας εντάσσονται και οι κανόνες και οι αρχές θρησκευτικών και ηθικών αντιλήψεων που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος, με αποτέλεσμα να μη δύναται να αναγνωριστεί το δεδικασμένο της αλλοδαπής αυτής απόφασης στην ημεδαπή: «…από τις διατάξεις των άρθρων 323 αριθ. 5, 780 αριθ. 2 και 905 §§ 3 και 4 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι για την αυτόματη χωρίς άλλη διαδικασία επέκταση του δεδικασμένου ή της ισχύος αλλοδαπής αποφάσεως στην Ελλάδα ή για την αναγνώριση με δικαστική απόφαση του δεδικασμένου αυτής στην Ελλάδα απαιτείται, ως αρνητική προϋπόθεση, η μη αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη, όπως αυτή εκλαμβάνεται υπό την αναφερόμενη στο άρθρο 33 του ΑΚ έννοια της διεθνούς, κατά την ορολογία που επικράτησε, δημόσιας τάξεως, που αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη Χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, που διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην αρμονία του ρυθμού αυτού, που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές. Εξάλλου, οι διατάξεις που εκφράζουν τις ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές, που διέπουν το βιοτικό ρυθμό της χώρας, συνιστούν και την έκφραση της υπό την εκτεθείσα έννοια δημόσιας τάξεως, γι` αυτό και οι προς αυτές αντίθεση αλλοδαπής αποφάσεως δεν συγχωρεί την αναγνώριση του δεδικασμένου ή της ισχύος της στην Ελλάδα, εφόσον αυτή θα έχει ως συνέπεια τη διαταραχή, ολική ή μερική, της εννόμου τάξεως (ΟλΑΠ 6/1990). Στους θεμελιώδεις αυτούς κανόνες και αρχές, που κρατούν στη Χώρα και απηχούν θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, ανήκουν δε στον πυρήνα της διεθνούς δημόσιας τάξεως, περιλαμβάνονται και τα δόγματα, οι ιεροί αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες και οι ιερές παραδόσεις της επικρατούσας στην Ελλάδα θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, των οποίων το άρθρο 3 του Συντάγματος επιτάσσει ρητά την απαρασάλευτη τήρηση, αναγορεύοντας τους σε επαυξημένης ισχύος ουσιαστικούς κανόνες δικαίου, επιταγή την οποία επαναλαμβάνει και το άρθρο 1 του ν. 590/1977 “Περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους Κανόνες Στ` Αγίων Αποστόλων, Ι` της Ζ` Οικουμενικής Συνόδου και ΙΑ` της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και τις ιερές παραδόσεις δεν επιτρέπεται στους μοναχούς να υιοθετούν τέκνο, διότι η υιοθεσία επάγεται την αναδοχή κοσμικών φροντίδων, την οποία ρητά απαγορεύει ο θεμελιώδης Γ` Κανόνας της γενόμενης στη Χαλκηδόνα Δ` Οικουμενικής Συνόδου, οι Στ`, Πα` και Πγ` Αποστολικοί Κανόνες και ο Κανόνας Με` της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, κατά τους οποίους οι αποκτήσαντες την ιδιότητα του μοναχού, αλλά και οι εξ αυτών κληρικοί οποιουδήποτε βαθμού, με την κουρά και τη δόση της μοναχικής επαγγελίας αποκόπτονται παντελώς από κάθε κοσμική φροντίδα, αφού “συγγένεια γαρ μοναχοίς επί γης ουκ έστι τοις γε τόν ουρανόν ζηλώσασι βίον” θεωρούμενοι “τον κόσμον και τα εν τω κόσμω” καταλιπόντες, άποψη από την οποία δεν αφίσταται ούτε ο διατηρηθείς σε ισχύ με το άρθρο 99 του ΕισΝΑΚ νόμος ΓΥΙΔ`/1909, που εξομοιώνει την κουρά του μοναχού προς το θάνατο και ανοίγει την κληρονομική του κειρόμενου διαδοχή, οι δε εκκλησιαστικοί κανόνες απειλούν τους παραβάτες των ως άνω υποχρεώσεων με καθαίρεση. Εξάλλου, κατά τους ως άνω ιερούς κανόνες η ιερή διαβεβαίωση της μοναχικής επαγγελίας, την οποία δίδει κατά την κουρά του ο μοναχός, φέρει χαρακτήρα αναλλοίωτο και ανεξάλειπτο, με δύναμη ίση με τα μυστήρια του βαπτίσματος και της ιεροσύνης, συνοδεύει δε το μοναχό και στους ιερατικούς βαθμούς, στους οποίους χειροτονείται, και δεν είναι δυνατή η αποβολή της ούτε εκουσίως ούτε αναγκαστικώς. Από τα παραπάνω παρέπεται, ότι η από τους ιερούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις απαγόρευση υιοθεσίας από μοναχό καταλαμβάνει και το μοναχό, ο οποίος χειροτονήθηκε κληρικός και έφθασε στον ιερατικό βαθμό του επισκόπου. Ενόψει δε και του περιεχομένου της μοναχικής επαγγελίας, οι ιεροί αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες και παραδόσεις, με τους οποίους τίθενται στους μοναχούς και τους εξ αυτών κληρικούς απαγορεύσεις στην ανάληψη κοσμικών φροντίδων, αποτελούν με βάση τις κρατούσες, κατά την επικρατούσα στην Ελλάδα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις κανόνες δημοσίας τάξεως και άρα η αναγνώριση του δεδικασμένου ή της ισχύος αλλοδαπής αποφάσεως στην Ελλάδα, που δέχεται υιοθεσία από μοναχό ή επίσκοπο, που προέρχεται από την τάξη των μοναχών, προσκρούει στη διεθνή δημόσια τάξη του άρθρου 33 του ΑΚ και δεν είναι επιτρεπτή».

Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλούμενο να κρίνει επί της ίδιας υποθέσεως της οποίας επελήφθη κατά τα ανωτέρω η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, διατύπωσε σοβαρές επιφυλάξεις περί του κατά πόσον οι σχετικοί με το ζήτημα αυτό ιεροί κανόνες του έβδομου και ένατου αιώνα πληρούν την έννοια του σύγχρονου θετικού δικαίου ή τα κριτήρια της σαφήνειας, της ακρίβειας και της προβλεψιμότητας, ώστε να μην προσκρούουν στην αρχή της αναλογικότητας[4]: «Το Δικαστήριο δίνει μεγάλη σημασία στην φύση των κανόνων στους οποίους στηρίχτηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για να αποφανθεί ότι η υιοθεσία από μοναχό αντίκειται στην δημόσια τάξη: τον 6ο Αποστολικό Κανόνα, τον 3ο Κανόνα της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου, τον 11ο Κανόνα της ΠρωτοΔευτέρας Συνόδου, τον 3ο Κανόνα της γενόμενης στην Χαλκηδόνα Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τους Αποστολικούς Κανόνες 6, 81, 83 και τον 45ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου… Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι κανόνες αυτοί είναι όλοι εκκλησιαστικής φύσης και ανατρέχουν στον έβδομο και ένατο αιώνατο Δικαστήριο σημειώνει επίσης την άποψη των μειοψηφούντων δικαστών σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχε καμία διάταξη εθνικού νόμου που να απαγορεύει σε ένα μοναχό ή μέλος του κλήρου, οποιασδήποτε βαθμίδας, και συνεπώς, σε ένα επίσκοπο, ακόμα και αν αυτός προερχόταν από την τάξη των μοναχών, να προβεί σε υιοθεσία. Η υιοθεσία που γίνεται από έναν επίσκοπο, ακόμα κι αν αυτός προερχόταν από την τάξη των μοναχών, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίθετη στην ελληνική δημόσια τάξη, αφού η γνώμη σύμφωνα με την οποία μια τέτοια υιοθεσία ήταν αδύνατη δεν βασιζόταν σε ρητή διάταξη νόμου. Οι δικαστές αυτοί, υπογράμμισαν επίσης, ότι το θέμα είχε προκαλέσει σημαντικές διαφωνίες στα πλαίσια της νομικής κοινότητας και δεν ήταν αντίθετο σε ένα νόμο ή σε μια αρχή μείζονος θεμελιώδους σημασίας που αντανακλούσε μια σταθερή κοινωνική και θρησκευτική πεποίθηση στην Ελλάδα. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι σε μια υπόθεση υιοθεσίας στο εξωτερικό αλλά με διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από αυτά της υπό κρίση υπόθεσης, συμπέρανε ότι οι εθνικοί δικαστές δεν μπορούσαν εύλογα να προσπεράσουν το νομικό καθεστώς που είχε δημιουργηθεί εγκύρως στο εξωτερικό και αντιστοιχούσε σε μια οικογενειακή ζωή υπό την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης, ούτε να αρνηθούν τους οικογενειακούς δεσμούς που προϋπήρχαν εκ των πραγμάτων και να απαλλαγούν από μια συγκεκριμένη εξέταση της κατάστασης (Wagner et J.M.W.L. κατά Λουξεμβούργου, αρ. 76240/01, §§ 133 και 135,28 Ιουνίου 2007). Εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η επίδικη υιοθεσία έγινε το 1984, ενώ ο προσφεύγων ήταν ανήλικος και διήρκεσε είκοσι τέσσερα έτη πριν θέσει τέλος σε αυτήν ο Άρειος Πάγος με τις αποφάσεις του. Τα μέρη εξάλλου δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι είχε αμφισβητηθεί ο πραγματικός χαρακτήρας των δεσμών ανάμεσα στον προσφεύγοντα και τον θετό του πατέρα πριν τεθεί το θέμα της κληρονομιάς. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο διαπιστώνει ακόμα ότι, στην δήλωση του ενώπιον του αμερικανικού δικαστηρίου, ο ………. είχε εκφράσει την θέληση του να υιοθετήσει τον προσφεύγοντα για να έχει νόμιμο γιο που θα κληρονομούσε την περιουσία του, τις αναμνήσεις του, την μεγάλη συλλογή χειρογράφων του και θρησκευτικών και ποιητικών κειμένων… Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι λόγοι που προέβαλε ο Άρειος Πάγος για να αρνηθεί την αναγνώριση της υιοθεσίας του προσφεύγοντα δεν αντιστοιχούν σε επιτακτική κοινωνική ανάγκη. Επομένως, δεν είναι ανάλογοι στον νόμιμο επιδιωκόμενο σκοπό αφού έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση της ιδιότητας του προσφεύγοντα ως θετού γιου. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης… Λαμβάνοντας υπόψη τα κείμενα στα οποία στηρίχτηκε ο Άρειος Πάγος… και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς αυτό υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν τηρήθηκε ούτε ως προς το άρθρο 6 §1 της Σύμβασης… Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου αυτού».

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Κ. Γ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Θεωρία & Νομολογία, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, 2013, σελ. 272-273, Ι. Μ. Κονιδάρη, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, σελ. 181-182, Σπ. Τρωιάνο, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, β΄ έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1984, σελ. 403-404.

[2] Βλ. ΕφΠειρ 826/1984, ΝοΒ 33 (1985), σελ. 842-847, ΑΠ 732/1969, ΝοΒ 18 (1970), σελ. 659 επ..

[3] Βλ. ΑΠ 1956/2009, ΟλΑΠ 17/2008 με αντίθ. μειοψ., ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Δίκη 39 (2008), σελ. 1028-1036, ΠρωτΑθ 2641/1956, ΝΔικ 12 (1956), σελ. 457, ΠρωτΑθ 2007/1954, ΑΕΚΔ 9 (1954), σελ. 163-164, ΠρωτΜυτιλ 304/1949, ΑΕΚΔ 5 (1950), σελ. 49-50, ΠρωτΣαμ 317/1935, Θέμις 46 (1935), σελ. 976.

[4] Βλ. ΕΔΔΑ (3/5/2011), υπόθεση Νεγρεπόντης-Γιαννίσης κατά Ελλάδος (αριθμ. προσφ. 56759/2008), ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί