Η δυνατότητα αυτοπροστασίας του παθόντος στην απάτη
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, “όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών
ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη. Εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με αυτόν που ζημιώθηκε. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μειώσεώς της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής καταστάσεως (ΑΠ 260/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 386 του ΠΚ, ο δράστης πρέπει με την απατηλή συμπεριφορά του, να «πείσει» τον διαθέτοντα στη ζημιογόνο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Δεύτερο λοιπόν στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης είναι η πλάνη. Απάτη στοιχειοθετείται μόνον αν ο διαθέτων «πείσθηκε» με τη χρήση παραπλανητικής συμπεριφοράς (= της πράξης εξαπάτησης) και όχι με άλλο τρόπο. Η πλάνη είναι δηλαδή κατά το νόμο το άμεσο αποτέλεσμα της πράξης εξαπάτησης.
Κατά την κρατούσα γνώμη είναι αδιάφορο εάν ο διαθέτων είχε την δυνατότητα να αποφύγει την πλάνη καταβάλλοντας την συνήθη επιμέλεια και προσοχή ή συμπεριφερόμενος με συναισθηματική ωριμότητα. Το γεγονός ότι η εξαιρετική επιπολαιότητα ή κουφότητα του παθόντος διευκόλυναν την εξαπάτησή του δεν ασκεί επιρροή (ΑΠ 165/1985, ΝοΒ 33.512). Στο πλαίσιο της άποψης αυτής οι περιπτώσεις συνυπαιτιότητας του παθόντος (π.χ. σε περιπτώσεις που ο παθών προβαίνει στην περιουσιακή διάθεση υποκύπτοντας σε προσωπικές αδυναμίες του όπως ενδεικτικά απληστία, ματαιοδοξία, δεισιδαιμονία, κουφότητα, επιπολαιότητα, επιθυμία κοινωνικής προβολής κ.α.). Αντίθετα, για ορισμένους συγγραφείς, η δυνατότητα αυτοπροστασίας του διαθέτοντος αποκλείει την ανάγκη ποινικής προστασίας, την πλάνη και επομένως την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, διότι η προστασία που παρέχει το ποινικό δίκαιο στα έννομα αγαθά είναι επικουρική. Η ποινική προστασία υποχωρεί όταν το θύμα δεν προστάτεψε τα έννομα αγαθά του μολονότι μπορούσε.
Η ως άνω άποψη όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθόσον καταλήγει σε δογματικά συμπεράσματα και παραβλέπει ότι η ποινή είναι επικουρική μόνον απέναντι σε ηπιότερα μέσα κρατικού καταναγκασμού. Όταν όμως ο διαθέτων όντας υπεύθυνο και ελεύθερο άτομο, αποδέχεται το ενδεχόμενο να είναι αναληθές το παριστώμενο γεγονός και εντούτοις διαθέτει, αναλαμβάνει συνειδητά τον κίνδυνο που θεμελίωσε ο δράστης και αποκτά έτσι την κυριαρχία στα γεγονότα. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει συνάφεια κινδύνου μεταξύ της πράξης εξαπάτησης και της περιουσιακής διάθεσης και στοιχειοθετείται επομένως μόνον απόπειρα απάτης (Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 467-468).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr