Μη συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση. Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης – επικοινωνία γονέως με ανήλικο τέκνο. Εκτέλεση αποφάσεως. Απαιτείται επίδοση επιταγής και πάροδος 24 ωρών από την επίδοση. Δεδομένου ότι δεν προηγήθηκε επίδοση της αποφάσεως, πολύ δε περισσότερο δεν επιδόθηκε επιταγή προς εκτέλεση, δεν προκύπτει παράβαση και μη συμμόρφωση και πάροδος από αυτήν 24 ωρών (ΑΠ 2061/2010 ΠΟΙΝ, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 232 Α του ΚΠΔ παράγραφος 1, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε (ή μάλλον επαναπροστέθηκε) με το άρθρο 2 § 9 ν. 2479/97 ΦΕΚ 67Α/6-5-97, όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Η ratio της διατάξεως είναι η κατοχύρωση των αποφάσεων της δικαιοσύνης που ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα της πολιτείας και του παθόντος. Πρόκειται για έγκλημα κατά της απονομής της δικαιοσύνης. Η μόνη διαφορά που υπάρχει σε σχέση με την προγενέστερη διάταξη, έγκειται στο ότι η διατύπωση της αξιόποινης συμπεριφοράς γίνεται σε χρόνο αόριστο (“δεν συμμορφώθηκε”, “υποχρεώθηκε”) αντί του ενεστώτα που υπήρχε στο κείμενο του ν. 1911/1991, με αποτέλεσμα να καθίσταται σαφές ότι με την παραπάνω τροποποίηση θέλησε ο Νομοθέτης να αποστεί από την με την καταργούμενη διάταξη, η οποία κατά κατάχρηση της ποινικής καταστολής, μετέτρεπε το ποινικό δίκαιο σε μέσο εκτέλεσης αστικών αποφάσεων. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 232 Α’ § 1 ΠΚ (όπως η § αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 23 § 2 Ν. 3719/2008), όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 682 § 1 ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 683 έως 703, τα δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος μπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Κατά δε το άρθρο 691 § 2 του αυτού Κώδικα, αν το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, έχει το δικαίωμα, μόλις κατατεθεί η αίτηση και, ώσπου να εκδοθεί η απόφασή του, να εκδώσει και αυτεπαγγέλτως προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως, έως την έκδοση της απόφασής του ή την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης.
Από τις παραπάνω διατάξεις (των άρθρων 681 § 1 και 691 § 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι με αυτές γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στην απόφαση ασφαλιστικών μέτρων “που ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κυρία υπόθεση” (ΚΠολΔ 695) και της προσωρινής διαταγής “που μπορεί να εκδώσει και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, μόλις κατατεθεί η αίτηση και ώσπου να εκδοθεί η απόφασή του” (ΚΠολΔ 691 § 2). Με τις διατάξεις αυτές του ΚΠολΔ, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που εκδίδεται από το δικαστήριο και ισχύει προσωρινά, χωρίς να επηρεάζει την κυρία υπόθεση και προσωρινής διαταγής σχετικά με τα μέτρα, ώσπου να εκδοθεί η απόφασή του.
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 700 § 2 ΚΠολΔ, η εκτέλεση του μέτρου που έχει διαταχθεί γίνεται χωρίς να εκδοθεί απόγραφο, με βάση αντίγραφο ή απόσπασμα της απόφασης που το διατάζει, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση αντιγράφου της. Στις περιπτώσεις όμως των άρθρων 728 και 731 έως 735 απαιτείται η επίδοση επιταγής, και άλλη πράξη εκτέλεσης δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες από την επίδοσή της. Κατά την §3 του αυτού άρθρου, οι προσωρινές διαταγές που αναφέρονται στο άρθρο 691 § 2 εκτελούνται μόλις καταχωριστούν κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε και, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, του προέδρου του. Τέλος, κατά το άρθρο 735 ΚΠολΔ, το δικαστήριο έχει το δικαίωμα να διατάξει κάθε πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο που υπαγορεύεται από τις περιστάσεις για τη ρύθμιση των σχέσεων των συζύγων από το γάμο και των σχέσεων γονέων και τέκνων ιδίως …” και να ρυθμίσει τα σχετικά με την επικοινωνία με το τέκνο.
Συνεπώς, η προσωρινή διαταγή εκτελείται αμέσως, δηλαδή χωρίς την τήρηση οποιασδήποτε προδικασίας, χωρίς απόγραφο ή κοινοποίηση αντιγράφου στον καθ’ ου η εκτέλεση ή προηγούμενη επίδοση επιταγή ή πάροδο οποιασδήποτε προθεσμίας, ενώ για την εκτέλεση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που ρυθμίζει τα σχετικά με την επικοινωνία του γονέα στον οποίο δεν ανήκει η γονική μέριμνα ή η επιμέλεια, με το ανήλικο, κοινό των διαδίκων, τέκνο (ΑΚ 1520), απαιτείται η προηγούμενη επίδοση επιταγής και πάροδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, από την επίδοσή της.
Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, παραπονέθηκε η αναιρεσείουσα ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 232 Α’ του ΠΚ, με το να δεχθεί ότι στοιχειοθετείται στην προκείμενη περίπτωση κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά του στοιχεία το αδίκημα της παράβασης του άρθρου 232 Α’ ΠΚ, για το οποίο την κήρυξε ένοχη και της επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, καίτοι δεν είχε προηγηθεί επίδοση προς αυτήν της επίμαχης απόφασης προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες, πολύ δε περισσότερο δεν της επιδόθηκε επιταγή προς εκτέλεση, ώστε να προκύπτει εκ τούτου παράβαση και μη συμμόρφωση και πάροδος από αυτή 24 ωρών.
Κατά συνέπεια, συνέτρεχε ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, καθόσον για την εφαρμογή του άρθρου 232 Α’ ΠΚ, όπως αυτό για την εφαρμογή του, συνδυάζεται με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΠολΔ, αξιώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, λιγότερα στοιχεία, από όσα προβλέπει ο νόμος. Κατόπιν αυτών, έγινε ο ανωτέρω λόγος δεκτός και αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα
Δικηγόρος