Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Έκθεση υπό στενή εννοία

Για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της έκθεσης υπό στενή έννοια απαιτείται꞉ α) έκθεση, β) αβοήθητη θέση, γ) κίνδυνος ζωής και δ) αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην πράξη προσβολής και στο αποτέλεσμα, που είναι η περιέλευση του παθόντος σε κίνδυνο ζωής και θέση αβοήθητη. Το έγκλημα της έκθεσης υπό στενή έννοια είναι κοινό, καθώς δράστης δύναται να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και ουσιαστικό ή αποτελέσματος, καθώς η συμπεριφορά του δράστη πρέπει να προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένο κίνδυνο ζωής και συναφώς να τον καταστήσει αβοήθητο (Γ. Μπέκας, όπ.π σελ. 209). Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα συνίσταται όχι σε βλάβη αλλά σε συγκεκριμένη διακινδύνευση του έννομου αγαθού της ζωής, που διαπιστώνεται όταν πράγματι επήλθε ο κίνδυνος (Βλ. Χρ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 2η έκδοση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 235).

Ως προς την έννοια της φράσης «εκθέτει άλλον» έχουν διατυπωθεί δύο βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, έκθεση υπάρχει όταν ο δράστης με θετική ενέργεια μεταφέρει – μετατοπίζει – μετακινεί (με την έννοια της τοπικής – χωροταξικής μετατόπισης) τον παθόντα από μία σχετικά ασφαλή θέση, στην οποία βρίσκεται, σε άλλη, σχετικά ανασφαλή, περιάγοντάς τον έτσι σε status εξαιρετικά ελαττωμένης ασφάλειας και σε κίνδυνο ζωής [(περιπτωσιολογία βάσει νομολογίας): ο δράστης μεταφέρει έναν μεθυσμένο και αναίσθητο κατά τη διάρκεια της νύκτας έξω από το κέντρο διασκέδασης και τον εγκαταλείπει στο πεζοδρόμιο δίπλα σε κεντρικό δρόμο από όπου διέρχονται οχήματα με μεγάλη ταχύτητα]. Σύμφωνα, όμως, με την δεύτερη και ορθότερη άποψη για την περιαγωγή του παθόντος σε κατάσταση ελαττωμένης ασφάλειας που προξενεί (συγκεκριμένο) κίνδυνο για το έννομο αγαθό της ζωής του, με απόρροια αυτός να καθίσταται αβοήθητος, δεν απαιτείται απαραίτητα η τοπική – χωροταξική του μετατόπιση, αλλά αρκεί απλώς η αλλαγή των «τοπικών σχέσεων» του με τον εξωτερικό κόσμο. Και τούτο διότι δεν υφίσταται διαφορά απαξίας ανάμεσα στην τοποθέτηση του παθόντος σε μια ανασφαλή θέση και στην δημιουργία μιας ανασφαλούς θέσης στο σημείο που ήδη βρίσκεται ο παθών. Αρκεί, δηλαδή, ότι ο δράστης να ενεργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να στερεί στον παθόντα τη δυνατότητα να προσεγγίσει μια σχετικά ασφαλή θέση ή να στερεί από τον παθόντα πρόσωπα ή αντικείμενα, με απόρροια να καθιστά την θέση, στην οποία ήδη βρίσκεται, ανασφαλή ή «μεταφέρει» τον κίνδυνο στην σχετικά ασφαλή θέση, στην οποία βρίσκεται ο παθών, καθιστώντας αυτήν σχετικά ανασφαλή και περιάγοντάς τον έτσι, χωρίς τοπική μετατόπιση, σε κατάσταση ελαττωμένης ασφάλειας και σε κίνδυνο ζωής. Συνεπώς, έκθεση με την στενή έννοια τελεί ο δράστης και στην περίπτωση που «μεταφέρει» μια πηγή κινδύνου στην σχετικά ασφαλή θέση που βρίσκεται ο παθών, καθιστώντας αυτήν σχετικά ανασφαλή και περιάγοντας τοιουτοτρόπως τον παθόντα σε κινδυνώδη κατάσταση ελαττωμένης ασφάλειας και σε θέση αβοήθητη(λ.χ Ο δράστης βάζει φωτιά στο σπίτι του παθόντος έχοντας δόλο ως προς την φθορά της ιδιοκτησίας, παράλληλα, όμως, προβλέπει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δημιουργία κίνδυνου για τη ζωή του παθόντος, όχι όμως και τον θάνατο του ή καταστρέφει ή αφαιρεί φάρμακο εισπνοών από τον παθόντα που πάσχει από άσθμα και έχει την άμεση ανάγκη αυτού και έτσι τον εκθέτει σε κίνδυνο ζωής, άνευ τοπικής μετατόπισης.  Στις περιπτώσεις αυτές, ο δράστης δημιουργεί μια πηγή συγκεκριμένου κινδύνου και περιάγει τον παθόντα σε θέση αβοήθητη, χωρίς να τον μετατοπίζει – μετακινεί από μια θέση σε άλλη.

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η έκθεση (υπό στενή και υπό ευρεία έννοια) είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, διότι και στους δύο τρόπους τέλεσης της αναφέρεται ο όρος «αβοήθητος».

Συνεπώς, ο κίνδυνος πρέπει να είναι υπαρκτός και συγκεκριμένος, διότι για να καταστεί ένα πρόσωπο αβοήθητο και να χρειάζεται να του παρασχεθεί βοήθεια, είναι πρόδηλο ότι αυτό το πρόσωπο κινδυνεύει πραγματικά (Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., σελ. 97). Αν δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα ο κίνδυνος δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα πρόσωπο αβοήθητο. Ο κίνδυνος δεν αποτελεί αυτοτελώς στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, αλλά καθιερώνεται ως τέτοιο, διότι αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της αβοήθητης κατάστασης. Δηλαδή, δεν είναι αρκετό ότι ένα άτομο κινδυνεύει, αλλά πρέπει να κινδυνεύει από κίνδυνο τέτοιας εντάσεως, ώστε να μη μπορεί να βοηθήσει αυτοδυνάμως τον εαυτό του και να μην αναμένεται με βεβαιότητα, ούτε να πιθανολογείται σφοδρά η παροχή από αλλού της αναγκαίας βοήθειας. Περαιτέρω, ο κίνδυνος ως μέγεθος αντικειμενικό αναμφίβολα πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Η διαπίστωσή του, όμως, γίνεται εκ των υστέρων με βάση τα αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα που υπάρχουν κατά τον χρόνο της κρίσης και εκτίμησης της συμπεριφοράς του δράστη.

Συνεπώς, για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως της έκθεσης υπό στενή έννοια απαιτείται να έχει επέλθει πράγματι ο κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος και να έχει περιαχθεί αυτός σε θέση αβοήθητη (Ν. Ανδρουλάκη, όπ.π., σελ. 69). Ως εκ τούτου για την τελείωση του εγκλήματος απαιτείται ως αποτέλεσμα να καταστεί ο παθών αβοήθητος και δεν αρκεί απλά η πρόκληση του κινδύνου. Η αβοήθητη θέση, στην οποία περιάγεται ο παθών πρέπει να είναι τέτοια, που να αδυνατεί να βοηθήσει τον εαυτό του με τις δικές του δυνάμεις και να μην αναμένεται με ασφάλεια ή έστω με υψηλή πιθανότητα έξωθεν βοήθεια για την αποτροπή του κινδύνου,χωρίς να αρκεί η απλή δυνατότητα επέλευσης – πρόκλησης κινδύνου για τη ζωή του παθόντος. Ο κίνδυνος, λοιπόν, για το έννομο αγαθό της ζωής του παθόντος θα πρέπει να έχει πραγματωθεί ήδη και να είναι συγκεκριμένος και δεν αρκεί να είναι απλά επικείμενος. Επικείμενη πρέπει να είναι η βλάβη της ζωής του, ήτοι ο θάνατος.

Η έκθεση υπό στενή έννοια μπορεί να τελεσθεί δια παραλείψεως από τον έχοντα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (απορρέουσα από τον νόμο ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, από σύμβαση ή από προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου) να προβεί σε θετική ενέργεια προκειμένου να παρεμποδίσει και να αποτρέψει τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή του παθόντος. Στις περιπτώσεις της δια παραλείψεως τελούμενης έκθεσης από τον έχοντα την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, η παράλειψη της επιβαλλόμενης ενέργειας προς αποτροπή του αξιόποινου αποτελέσματος έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κινδύνου για τη ζωή του παθόντος και όχι τη διατήρησή του σε θέση αβοήθητη.

Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκθεσης υπό στενή έννοια απαιτείται ο δράστης να εμφορείται από δόλο διακινδύνευσης, ήτοι να γνωρίζει και να θέλει ή έστω να αποδέχεται ότι με τη συμπεριφορά του ο παθών περιάγεται σε κατάσταση κινδύνου και σε θέση αβοήθητη. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή ο δράστης να προβλέπει ως ενδεχόμενο και να αποδέχεται την δημιουργία κίνδυνου ή την επίταση του ήδη υπάρχοντος κινδύνου για τη ζωή του παθόντος, όχι όμως και τον θάνατο του, γιατί αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε δεν υπάρχει το έγκλημα της έκθεσης, αλλά της απόπειρας ανθρωποκτονίας ή της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας (ΑΠ 721/2009,  ΣυμβΑΠ 1362/2010).

Σχετικά με τον ενδεχόμενο δόλο τα βουλεύματα ΣυμβΑΠ 1304/2003 και ΣυμβΑΠ 500/2003, ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, αναφέρουν꞉ «Κατά την έννοια δε του άρθρου 27 παρ.1 εδ. β΄ του ΠΚ ενδεχόμενος δόλος συντρέχει, όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από τη συμπεριφορά του ενδέχεται να παραχθεί συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται με την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή πάντως συμβιβάζεται με αυτό, έστω και αν δεν επιθυμεί την επέλευση τούτου προκειμένου να επιτύχει κάποιον άλλο σκοπό του.».

Επίσης, σύμφωνα με την ΑΠ 552/2011꞉ «Κατά τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1β και 28 του ΠΚ, με ενδεχόμενο δόλο πράττει όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και το αποδέχεται, ενώ με ενσυνείδητη αμέλεια πράττει όποιος πρόβλεψε μεν ως δυνατό το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τόσο στον ενδεχόμενο δόλο όσο και στην ενσυνείδητη αμέλεια είναι κοινό το γνωστικό στοιχείο του δράστη, δηλαδή η πιθανολόγηση της επελεύσεως του αποτελέσματος (η γνώση του ενδεχομένου της επελεύσεως που αναφέρει η διάταξη για τον ενδεχόμενο δόλο, είναι το ίδιο με την πρόβλεψη της δυνατότητας της επελεύσεως που αναφέρει η διάταξη για την ενσυνείδητη αμέλεια), διαφέρει όμως το βουλητικό στοιχείο, γιατί στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης αποδέχεται το ενδεχόμενο επέλευσης του αποτελέσματος, ενώ στην ενσυνείδητη αμέλεια δεν το αποδέχεται, αλλά πιστεύει ότι δεν θα επέλθει το αποτέλεσμα αυτό. Επειδή τόσο η αποδοχή του ενδεχομένου επελεύσεως του αποτέλεσματος, όσο και η πίστη αποφυγής αυτού ανάγονται κυρίως στον εσωτερικό κόσμο του δράστη, υπάρχει αποδεικτική δυσχέρεια για την κατάφαση της μιας ή της άλλης μορφής υπαιτιότητας. Γι’ αυτό λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένα κριτήρια διάκρισης ή διαφορετικά ενδείκτες, που λειτουργούν προς την κατεύθυνση του ενδεχόμενου δόλου είναι, και μεταξύ άλλων, το υψηλό αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης που δεν πτόησε το δράστη να προχωρήσει στην ενέργειά του, η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης με τη συμπεριφορά του, οι δηλώσεις του δράστη πριν κατά ή μετά την πράξη, οι προηγούμενες κακές-εχθρικές σχέσεις μεταξύ δράστη και θύματος, η λήψη μέτρων από το δράστη για την αυτοπροστασία του και η μετέπειτα συμπεριφορά του». (Για τους ενδείκτες του ενδεχόμενου δόλου ως μορφής υπαιτιότητας και ψυχικής στάσης (εσωτερικού γεγονότος) βλ. αναλυτικά σε Χρ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2007).

Χριστίνα Γεωργούλα, ασκ. δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί