Ένορκες βεβαιώσεις – Οι ληφθείσες στο πλαίσιο άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς κι εκείνες που ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εκτός εάν έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη
Κατά τα άρθρα 339 και 421 επόμ. ΚΠολΔ, οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με άλλα έγγραφα και είναι παραδεκτές ως αποδεικτικά μέσα ενώπιον των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων Δικαστηρίων, κατά την τακτική διαδικασία, εφόσον δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου μέρους, πρέπει, δε, να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση με την αναφορά ότι τηρήθηκαν γι’ αυτές οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΑΠ 1708/2018), διότι διαφορετικά οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη.
Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου, έστω και αν αυτές λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη (παρούσα) δίκη. Οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται. Το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύει ειδικά σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που λήφθηκαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια. Στην περίπτωση, ωστόσο, που το Δικαστήριο της ουσίας εξαιρέσει παντελώς τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, ακόμη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 γ΄ ΚΠολΔ (ΑΠ 736/2016).
Υπό το φως των ανωτέρω, λοιπόν, ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 276/2021 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προέβη στην αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2649/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του τα εξής: «Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις …/2016, …/2016 και …/2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Χαλκιδικής, …………………………………, που λήφθηκαν εξ αφορμής άλλης δίκης μεταξύ των ιδίων διαδίκων και, συγκεκριμένα, σε δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής προς αντίκρουση αγωγής των αναιρεσιβλήτων εναντίον τους, τις οποίες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του Εφετείου, και οι οποίες ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού αναφέρονται στο ζήτημα της επικαλούμενης από τους αναιρεσείοντες κτήσης κυριότητας στο διεκδικούμενο ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία. Σχετικά με τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: “Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου […], από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, […] χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους υπ’ αριθ. …/2016, …./2016 και …/2016 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κασσανδρείας Χαλκιδικής […], για τις οποίες δεν προσκομίζεται νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, προκειμένου να ελεγχθεί η έρευνα της τήρησης της ως άνω προϋπόθεσης η οποία γίνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο […] αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα […]”. Και ναι μεν η βεβαίωση του Εφετείου ότι δεν προέκυπτε νομότυπη λήψη των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων, με αποτέλεσμα να καθίστανται αυτές ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ως αναγόμενη σε πράγματα δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, πλην όμως με την παντελή εξαίρεση τούτων (βεβαιώσεων) ακόμη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως σαφώς προκύπτει από τις ως άνω αυτολεξεί παρατιθέμενες φράσεις του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 γ΄ ΚΠολΔ, κατά το βάσιμο περί τούτου τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου στο σύνολο της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών διατυπωμένων με την ένδικη αίτηση λόγων αναίρεσης. Ακολούθως, πρέπει, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).».
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr