Η ένσταση συμψηφισμού που προτείνει ο εναγόμενος (κύριος του ακινήτου που αποτελούσε τη συζυγική στέγη) σε αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα, βασιζόμενη σε ανταπαίτηση που στηρίζεται στην εξοικονόμηση δαπάνης μισθώματος από την ενάγουσα, κρίνεται ως μη νόμιμη διότι δεν αποτελεί αγώγιμη αξίωση
Τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ, που ρυθμίζουν τον συμψηφισμό, ορίζουν το μεν πρώτο ότι “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, το δε δεύτερο ότι “Συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κυρία ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης κατ` άρθρο 442 ΑΚ (βλ ΑΠ 486/2016 ΝΟΜΟΣ). Η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γέννησής τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (βλ ΑΠ 695/2020, ΑΠ 1057/2019, ΑΠ 84/2019 ΝΟΜΟΣ).
Ειδικότερα η υπ’ αριθμ. 32/2023 απόφαση του Εφετείου Πατρών έκρινε ότι:
«Με τον όγδοο λόγο της έφεσής του ο εναγόμενος ήδη εκκαλων της υπό στοιχείο β’ έφεσης επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί συμψηφισμού ανταπαίτησης, που κατά τις αιτιάσεις του διατηρεί σε βάρος της ενάγουσας, κατ` άρθρο 440 ΑΚ, βάλλοντας κατά της κρίσης της πρωτόδικης απόφασης, που τον απέρριψε ως μη νόμιμο, διατεινόμενος ότι νομίμως διατηρεί απαίτηση ύψους 43.200 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εξοικονόμηση της δαπάνης μισθώματος, που η ενάγουσα θα κατέβαλε κατά τα εννέα χρόνια της έγγαμης συμβίωσης τους, εάν δεν διέμεινε στην συζυγική οικία. Ο εν λόγω ισχυρισμός όμως, ελέγχεται ως μη νόμιμος δοθέντος, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις νόμιμης προβολής της ένστασης συμψηφισμού, δεδομένου ότι η προτεινόμενη σε συμψηφισμό απαίτηση του εναγόμενου – εκκαλούντος δεν αποτελεί ομοειδή και ληξιπρόθεσμη ανταπαίτησή του σε βάρος της ενάγουσας, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 1386 ΑΚ κι ενόψει της αμοιβαίας υποχρέωσης, που προκαλεί ο γάμος για συμβίωση κι ως εκ τούτου συνοίκηση, δεν δύναται να αποτελέσει αγώγιμη αξίωση, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε κι ορθώς το νόμο εφάρμοσε, απορριπτόμενου του όγδοου λόγου της υπό στοιχείο β` έφεση».
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr