Επίδοση του αγωγικού δικογράφου σε πρόσωπο που διαμένει στο εξωτερικό σε γνωστή διεύθυνση
[…] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, αναφορικά με την τακτική διαδικασία, και η οποία ισχύει από 1.1.2016 αυτού «1. Η αγωγή ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο … . 2. Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα.».
Επομένως στη νέα τακτική διαδικασία που εισήγαγε ο Ν. 4335/2015, προβλέφθηκε στο άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ – το οποίο συνδυάζεται συστηματικά με τις ρυθμίσεις των άρθρων 237 παρ. 1 και 238 του ιδίου Κώδικα – η υποχρέωση επίδοσης της αγωγής σε εναγόμενο με γνωστή διαμονή ή έδρα, όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στο εξωτερικό μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, με ποινή, σε περίπτωση μη τήρησής της, η αγωγή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα.
Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής, η οποία μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν.4335/2015 ήταν προθεσμία προπαρασκευαστική, καθίσταται πλέον μετά το Ν.4335/2015 προθεσμία ενεργείας [βλ. Κλαμαρής, Η νέα τακτική διαδικασία υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης σε συλλογικό έργο, 2018, σελ. 19 επ., Κ. Μακρίδου, Τακτική Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια, 2019, άρθρο 215, σελ. 23 και 966/2022 Εφ.ΑΘ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] Β.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 134 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, αυτός δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται. Οι πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το ν. 1334/1983.
Η διεθνής αυτή σύμβαση, που κυρώθηκε με το νόμο 1334/1983 και έχει την προβλεπόμενη από το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος ισχύ, δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε η πλασματική επίδοση με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης.
Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, την οποία έχουν επικυρώσει και οι ΗΠΑ, σχετικής με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία, σύμφωνα με την 3/17-8-1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18-9-1983, η απόδειξη της επίδοσης των διαβιβαζόμενων, για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης, στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (ΑΠ 1305/2011, ΑΠ 839/2010). Ενόψει δε του ότι δεν περιέχεται στην άνω σύμβαση διάταξη, βάσει της οποίας ο χρόνος συντέλεσης της επίδοσης δικαστικής απόφασης προς διαμένοντα σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή να μπορεί να θεωρηθεί μετατιθέμενος στην εκτέλεση της περί επίδοσης αιτήσεως μέσω της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής, την πιστοποιούμενη με την προβλεπόμενη από το άρθρο 6 βεβαίωση, εξακολουθεί, συνεπώς και μετά την άνω σύμβαση να ισχύει η διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία, όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση αυτή η επίδοση θεωρείται συντελεσμένη από της παραδόσεως της εν λόγω αποφάσεως στον αρμόδιο Εισαγγελέα ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται λήψεως της (ΑΠ 1181/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 5034/2000, ΑΠ 227/1999, ΑΠ 865/1996 και ΑΠ 153/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) […] [391/2024 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ].
Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr