Προθεσμία άσκησης αναίρεσης – Στην περίπτωση της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, προϋπόθεση για την έναρξη της προθεσμίας είναι η έγκυρη επίδοση – Ισχύς έκθεσης επίδοσης
Προϋπόθεση του παραδεκτού της αναίρεσης, αυτεπάγγελτα εξεταζομένη, όπως προκύπτει και από το άρθ. 577§§1 και 2 ΚΠολΔ, είναι, μεταξύ άλλων, η εμπρόθεσμη άσκησή της (ΑΠ 443/2015), η άσκησή της δηλ. μέσα στην οριζομένη από τον νόμο προθεσμία.
Ειδικότερα, κατ’ άρθ. 564§§1 και 3 ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναίρεσης είναι 30 ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, αν δε η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία είναι δύο έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Για την έναρξη της ως άνω τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της απόφασης απαιτείται νόμιμη επίδοση αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ για την επίδοση δικογράφων, στον διάδικο, στον οποίο παρέχεται από τον νόμο το δικαίωμα για την άσκηση αναίρεσης (ΑΠ 443/2015). Το κύρος της επίδοσης, εφόσον αυτή έλαβε χώρα νομίμως, δεν επηρεάζεται από την τυχόν έλλειψη γνώσης της επίδοσης εκ μέρους του προσώπου, προς το οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 1921/1999), η οποία (επίδοση) συνεπώς αφετηριάζει την έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση του ένδικου μέσου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 126 παρ. 1 εδ. γ`, 127 παρ. 1,128 παρ. 1 και 4, 129 και 139 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για να επιδοθεί έγκυρα δικόγραφο σε νομικό πρόσωπο, όπως είναι η ανώνυμη εταιρεία, πρέπει αυτό να παραδοθεί στον νόμιμο ή στον κατά το καταστατικό αυτού νόμιμο εκπρόσωπό της, είτε στην κατοικία του τελευταίου, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου. Στην έκθεση επίδοσης, πρέπει να αναγραφεί από τον δικαστικό επιμελητή το ονοματεπώνυμο του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, εάν η επίδοση γίνεται στον ίδιο (ΟλΑΠ 900/1985, ΑΠ 657/2021, ΑΠ 720/2019, ΑΠ 641/2017, ΑΠ 443/2015). Αν αυτός δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενηλίκους συνοίκους του, που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοί του (αρθ.128 παρ.1), χωρίς πλέον, μετά την τροποποίηση της παρ.1 του άρθρου 128 με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο του ν.4335/2015, να είναι απαραίτητο για το κύρος της επίδοσης να τηρηθεί κάποια σειρά, ως προς τα πρόσωπα που θα παραδοθεί το επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 1024/2019, ΑΠ 647/2017). Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία του (αρθ.128 παρ.4) α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας του σε ενσφράγιστο φάκελο, μπροστά σε ένα μάρτυρα, ενώ β) πρέπει να τηρηθούν και οι διατυπώσεις που ορίζονται στις περιπτώσεις β και γ (παράδοση αντιγράφου του επιδιδόμενου εγγράφου στον προϊστάμενο του αστυνομικού τμήματος της περιοχής και αποστολή ειδοποίησης με το ταχυδρομείο προς αυτόν, που απευθύνεται η επίδοση, άρθρο 128 παρ 4). Στην τελευταία περίπτωση για να είναι νόμιμη η επίδοση πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης από τον δικαστικό επιμελητή ότι η θυροκόλληση έγινε στην κατοικία του νομίμου εκπροσώπου με παρουσία μάρτυρα, ότι κατ’ αυτήν δεν βρέθηκε κανείς από όσους αναφέρονται στην παρ.1 του άρθρου 128 ΚΠολΔ, και να μνημονεύεται και η τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων του άρθρου 128 παρ.4 εδ. β’ και γ’ ΚΠολΔ (ΑΠ 14/2014). Το τυχόν δυσανάγνωστο της υπογραφής του μάρτυρα καλύπτεται από τη μνεία του ονοματεπωνύμου αυτού και της ως άνω ιδιότητάς του, αφού με τον τρόπο αυτό προσδιορίζεται η ταυτότητά του (σχετ.ΑΠ 280/1977, ΑΠ 881/1973).
Επίσης, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτήν, ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της έκθεσης επίδοσης ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντίθετα, που βεβαιώνονται σε αυτή, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους (ΑΠ 657/2021, ΑΠ 720/2019, ΑΠ 1024/ 2019, ΑΠ 641/2017, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 322/2015). Εξάλλου, η ελαττωματικότητα της επίδοσης, κατ’ άρθρο 159 αρ. 3 και 160 αρ.1 Κ.Πολ.Δ., ως παράβαση διατάξεων- όπως αυτές των άρθρων 126-128 ΚΠολΔ- που ρυθμίζουν τη διαδικασία διαδικαστικής πράξης, δεν συνεπάγεται ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης και ειδικότερα, μόνο αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 1012/2023, ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 1724/2012). Τούτο δε διότι, για την παραβίαση των ως άνω διατάξεων ως προς την τήρηση του σχετικού τύπου στις επιδόσεις, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του Κ.Πολ.Δ., δεν προβλέπεται ρητά από τον νόμο ποινή ακυρότητας, αλλά ούτε επιτρέπεται γι’ αυτήν αναψηλάφηση ή αναίρεση (ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 754/2001, ΑΠ 701/2024).
Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr