Διατροφή συζύγων μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους
Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1493 του ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Το μέτρο της συνεισφοράς αυτής προσδιορίζεται από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία, ακόμη και την απρόσοδη των συζύγων.
Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η υποχρέωση διατροφής που υποκαθιστά στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση συνεισφοράς, διέπεται από τους ίδιους, όπως και η τελευταία, κανόνες των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 9/1991). Η διατροφή, στην περίπτωση αυτή, προκαταβάλλεται σε χρήμα κατά μήνα και προσδιορίζεται λαμβανομένων, επί πλέον, υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης (Ολ. ΑΠ 2/1994, ΕλλΔνη 95.352).
Ακόμη, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε αναιρείται σε μεγάλο βαθμό η συγκλήρωση του βίου των συζυγών και συνεκλείπει το στοιχείο της «από κοινού» συμβολής τους στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, χωρεί ένα είδος συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, έτσι ώστε δικαιούχος της χρηματικής διατροφής του άρθρου 1391 § 1 του ΑΚ είναι ο σύζυγος ο οποίος υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, οπότε, αν διέκοψε τη συμβίωση για εύλογη αιτία, του οφείλεται σε χρήμα ως διατροφή η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς (ΑΠ 132/2003, ΕφΠειρ. 12/2015 δημ. Νόμος). Για τη θεμελίωση αυτής της αξίωσης διατροφής απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε, κατ` επέκταση, η διακοπή να προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου (ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 1217/2007 δημ. Νόμος). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα (ΑΠ 1967/2014 ό.π., ΑΠ 1031/1993, ΕΕΝ 1994/612, ΕφΛαμ 98/2009 δημ. Νόμος).
Επίσης από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ’ αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία, ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτούμενη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών (ΑΠ 1302/2000, ΑΠ 67/1999, ΑΠ 804/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων.
Στον εναγόμενο απόκειται να προβάλει και να αποδείξει, ως καταλυτικούς (ολικά ή μερικά) ισχυρισμούς, τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ’ αυτούς στη διατροφή αυτή (ΑΠ 773/2014, ΑΠ 132/2003, ΑΠ 1382/2000), καθώς και τις ανάγκες των λοιπών μελών της οικογένειας, στα οποία πρέπει να επιμεριστεί το άθροισμα των οικονομικών πόρων τους και ειδικότερα οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη τέκνων και τις ανάγκες τους, των οποίων η διατροφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1486 παρ.2, 1489 παρ.2 ΑΚ, βαρύνει και τους δύο συζύγους και τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1492 εδ. γ’ ΑΚ, συμπορεύονται με τη διατροφή του συζύγου (ΑΠ 206/2016, ΑΠ 1382/2000 ΤΝΠ Νόμος).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος