Αναζήτηση χρηματικής προίκας για την οποία δεν συντάχθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1406 ΑΚ, όπως ίσχυε προ της καταργήσεως του από το ν. 1329/1983, «Προιξ είναι η υπό της γυναικός ή άλλου χάριν αυτής παρεχομένη εις τον άνδρα περιουσία προς ανακούφισιν των βαρών του γάμου. Η προίξ συνιστάται διά συμβάσεως μετά του ανδρός ή διά διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, υπόκειται δε εις τους ορισμούς των άρθρων 1402 παρ. 2 και 3 έως 1405, εφόσον εκ των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου δεν προκύπτει άλλο τι». Σύμφωνα με τις διατάξεις του τότε άρθρου 1410 ΑΚ, ως «αντικείμενο της προικός δύναται να είναι ενεστώσα περιουσία…», ενώ σύμφωνα με το τότε άρθρο 1402 ΑΚ «οι σύζυγοι δύνανται διά συμβάσεως προ του γάμου να κανονίζωσι τας ένεκα του γάμου περιουσιακάς αυτών σχέσεις (γαμικό σύμφωνο). Τα γαμικά σύμφωνα καταρτίζονται μόνον διά συμβολαιογραφικού εγγράφου». Περαιτέρω, κατά το τότε άρθρο 1426 ΑΚ: Λυθέντος του γάμου η προιξ αποδίδεται εις την γυναίκα…
Τέλος, η διάταξη του τότε άρθρου 1427 ΑΚ όριζε: «Εάν η αποδοτέα προιξ συνίσταται εις χρήματα ή εις χρηματική αποτίμηση, η απόδοσις γίνεται μετά έτος από της λύσεως του γάμου, οφείλονται δε αυτοδικαίως νόμιμοι τόκοι από της λύσεως τούτου». Δηλαδή, ο παλαιός Αστικός Κώδικας προέβλεπε τη σύμβαση της προίκας, η οποία μετά τη λύση του γάμου αποδιδόταν στη γυναίκα και επέβαλλε ως ενιαίο συστατικό της προίκας τύπο το συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενώ η μη τήρηση του επιβαλλόμενου τύπου επέφερε την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, λογιζόμενης μάλιστα ως μη γενόμενης (άρθρο 180 ΑΚ) και επερχόμενης αυτοδικαίως.
Οι ανωτέρω διατάξεις του παλιού ΑΚ δεν καταργήθηκαν από τις μεταβατικές διατάξεις του ν. 1329/18.2.1983 «περί ισότητας των δύο φύλων και κατάργησης του θεσμού της προίκας», καθόσον με το άρθρο 58 του αυτού νόμου (ν. 1329/1983) εισάγεται εξαίρεση ως προς τις παλιές προίκες. Ειδικότερα, συνεστώτος του γάμου «οι προίκες, που αντικείμενο τους είναι χρήματα ή χρηματική αποτίμηση, δεν αποδίδονται, εκτός αν συμφωνήσουν το αντίθετο οι σύζυγοι, ενώ για τις παλιές προίκες «εξακολουθούν να ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα που καταργούνται με αυτό το νόμο». Συνακόλουθα, η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 1329/1983, με την οποία «καταργούνται όλες οι διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του τέταρτου βιβλίου του Αστικού Κώδικα (άρθρα 1406-1437) που αφορούν την προίκα, δεν ισχύει για τις χρηματικές προίκες του άρθρου 58 του ν. 1329/1983, το νομοθετικό πλαίσιο των οποίων εξακολουθεί κατά επιτρεπτή νομοθετική εξαίρεση να διέπεται από τις παλιές διατάξεις των άρθρων 1406-1437 ΑΚ. Συνεπώς, για την απόδοση της χρηματική προίκας μετά τη λύση του γάμου εφαρμογή έχει το άρθρο 1427 του παλιού ΑΚ (βλ Εφθεσ 2297/1992 ΕλλΔνη 35(1994), 1720-1721, Ιωάννης Δεληγιάννης, Οικογενειακό Δίκαιο II, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 95).
Εξάλλου, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 1401 του παλαιού ΑΚ, εξώπροικος περιουσία της γυναικός ή, κατά την ορολογία του προϊσχύσαντος δικαίου «παράφερνα», καλείται κάθε περιουσία της γυναικός που δεν συμπεριλαμβάνεται εις την προίκα, τέτοια δε περιουσία δύναται να υπάρχει, όχι μόνον όταν συστάθηκε προίκα, αλλά και όταν δεν εδόθη η προίκα ή δεν υφίσταται νομικώς συνεστημένη τέτοια προίκα, διότι δεν τηρήθηκε ο από το νόμο οριζόμενος συστατικός τύπος, δηλαδή το συμβολαιογραφικό έγγραφο (ΠολΠρΘεσ 271/1981 Αρμ 1981.295).
Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ, υποχρέωση απόδοσης της ωφέλειας από εκείνον που έγινε πλουσιότερος από την περιουσία ή με ζημιά άλλου αναγνωρίζεται όχι μόνο στις ενδεικτικώς αναφερόμενες σ` αυτό περιπτώσεις αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή της αχρεώστητης παροχής και της παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή για αιτία παράνομη ή ανήθικη, αλλά και σε κάθε περίπτωση κατά την οποία από την παροχή του δότη γίνεται πλουσιότερος ο λήπτης χωρίς νόμιμη αιτία. Τέτοια αιτία που δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στο λήπτη, δεν υπάρχει όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση συμβάσεως, για την οποία δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος τύπος και η οποία εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρα 159 παρ. 1 και 180 ΑΚ), αφού η βούληση του δότη, που εκδηλώθηκε άτυπα, δεν αναγνωρίζεται από το νόμο. Κατά συνέπεια, η καταβολή χρηματικού ποσού σε εκτέλεση συμβάσεως προίκας, για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο που απαιτείται από το άρθρο 1402 ΑΚ, επάγεται πλουτισμό του προικολήπτη χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του προικοδότη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 905 παρ. 1 ΑΚ, η απαίτηση αχρεωστήτου αποκλείεται, αν ο λήπτης της παροχής αποδείξει ότι αυτός που κατέβαλε γνώριζε ότι δεν υπήρχε το χρέος. Η δικαιολογία του αποκλεισμού με τη διάταξη αυτήν της απαιτήσεως αχρεωστήτου συνίσταται στο ότι στην περίπτωση της τεκμαίρεται ότι η περιουσιακή επίδοση έγινε με το σκοπό της δωρεάς ή για άλλη νόμιμη αιτία. Επομένως, αποκλεισμός της απαιτήσεως αχρεωστήτου με βάση την ανωτέρω διάταξη δεν υφίσταται στην περίπτωση προικώας παροχής σε εκτέλεση συμβάσεως προίκας, για την οποία δεν έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, αφού δεν υπάρχει νόμιμη αιτία (πρβλ. ΑΠ 206/2007, Νόμος).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr