Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Διαφορές μεταξύ κοινωνίας και εταιρείας – Ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση της διοικήσεως του κοινού πράγματος

Οι διατάξεις των άρθρων 785-805 του Αστικού Κώδικα, ρυθμίζουν την κοινωνία δικαιώματος από την πλευρά εντάξεως του δικαιώματος (απόλυτος εμπράγματος χαρακτήρας) αλλά και από πλευράς της ενοχικής σχέσης μεταξύ των κοινωνών σαν απόρροια της εντάξεως του δικαιώματος σε ιδανικά μέρη. Ειδικότερα, κοινωνία κατ` ιδανικά μέρη υφίσταται όταν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Μεταξύ των προσώπων αυτών (κοινωνών) στα οποία ανήκει από κοινού ένα δικαίωμα, ανεξάρτητα από ορισμένο κοινό σκοπό, δημιουργούνται από το νόμο (ΑΚ 785 επ.) ενοχικές σχέσεις, με τις οποίες ρυθμίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κοινωνών μεταξύ τους, καθώς επίσης και η συμμετοχή τους στη διατήρηση της αξίας, της διοικήσεως και εκκαθαρίσεως του κοινού πράγματος. Γι` αυτό η έννοια της κοινωνίας περιλαμβάνει την ενοχική σχέση, η οποία δημιουργείται μεταξύ των κοινωνών σαν συνέπεια από το νόμο (βλ και Ζέπο II, σελ. 659) Η άμεση αυτή νομική συνέπεια, δηλαδή ή δημιουργία ενοχικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνών, χαρακτηρίζει την κοινωνία σαν ενοχή εξωδικαιοπρακτική, ακόμη και αν ο γενεσιουργός αυτής λόγος είναι η δικαιοπραξία (βλ. Ζέπο, ό.π. Φίλιο, ΕρμΑΚ 785 άρ. 34), επειδή και στη περίπτωση αυτή η κοινωνία δεν θεμελιώνεται στη δικαιοπραξία, αλλά στο γεγονός ότι ένα δικαίωμα ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα. Η κοινωνία δηλαδή είναι ενοχή εξωδικαιοπρακτική και ανεξάρτητα από το συμβατικό δεσμό που μπορεί να υπάρχει μεταξύ των κοινωνών, η οποία καθιερώνεται άμεσα από το νόμο με την αφορμή της λειτουργίας του δικαιώματος που ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα (βλ. Ζέπο, ό.π.). Για αυτό και υποστηρίζεται ότι η κοινωνία καθεαυτή δεν είναι ενοχική σχέση, αλλά και νομικό γεγονός που δημιουργεί ενοχικές σχέσεις. Από την ενοχική αυτή πλευρά της κοινωνίας διακρίνεται η εμπράγματη πλευρά, δηλαδή η ένταξη του δικαιώματος σε περισσότερα πρόσωπα (βλ. και Φίλιο, ΕρμΑΚ 785 άρ. 4, που χαρακτηρίζει την εμπράγματη πλευρά της κοινωνίας σαν κοινωνία με στενή έννοια και την ενοχική αυτής πλευρά σαν κοινωνία με ευρεία έννοια). Αμφότερες οι πλευρές αυτές της κοινωνίας (ενοχική και εμπράγματη) είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η σημασία της κοινωνίας σαν κοινωνίας εξαντλείται αποκλειστικά αυτή κοινότητα του δικαιώματος. Πέρα από αυτό η κοινότητα του δικαιώματος δεν εξυπηρετεί ένα ιδιαίτερο κοινό σκοπό των κοινωνών. Οι κατ` ιδίαν κοινωνοί μπορούν με αυτή τη κοινότητα του δικαιώματος τους να επιδιώκουν διάφορους σκοπούς, χωρίς να μπορεί να υποστηριχτεί ότι από τη σκοπιά αυτή υπάρχει μεταξύ τους δέσμευση. Η διατήρηση της κοινωνίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν κοινός σκοπός των κοινωνών. Από τα παραπάνω ανακύπτει για νομική ρύθμιση της κοινωνίας κατ` ιδανικά μέρη, η ανάγκη από τη μία μεν πλευρά να διαμορφωθεί η νομική θέση των κοινωνών κατά το δυνατό με αυτοτέλεια και να διευκολυνθεί η λύση της κοινωνίας, από την άλλη δε πλευρά να ληφθούν κατά τη διάρκεια της κοινωνίας τέτοια μέτρα, ώστε διά των νομικών πράξεων του κοινωνού να μη θίγεται η κοινότητα του δικαιώματος των άλλων, καθώς επίσης και να διασφαλιστεί η διατήρηση της οικονομικής αξίας του κοινού πράγματος με μία συνετή διοίκηση.

Γι’ αυτό η αναγκαιότητα της νομικής ρυθμίσεως της κοινωνίας συνίσταται στον καθορισμό της νομικής θέσεως του κοινωνού στο κοινό πράγμα, καθώς επίσης και στον καθορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κοινωνών στη διοίκηση και λύση της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που η κοινωνία κατ` ιδανικά μέρη παρουσιάζει απόλυτο και ενοχικό χαρακτήρα (Αστικός Κώδικας, Απ. Γεωργιάδη Μιχ. Σταθόπουλου, τόμος IV σελ. 147-150). Περαιτέρω, όταν ο γενεσιουργός λόγος της κοινωνίας είναι η σύμβαση τίθεται θέμα, εάν υπάρχει σχέση κοινωνίας ή εταιρίας με την έννοια της ΑΚ 741. Η διαφορά συνίσταται στο ότι το ουσιαστικό στοιχείο της θεμελιώσεως της «κοινότητας» του εταιρικού σκοπού με την έννοια της ΑΚ 741 συνίσταται στην κοινότητα του διά του επιδιωκόμενου σκοπού οικονομικού αποτελέσματος που επιτεύχθηκε, είτε από θετική, είτε από αρνητική άποψη (βλ. και Σκούρα, Η νομική ρύθμιση της εκκαθαρίσεως της ομορρύθμου εμπορικής εταιρίας, σελ 26 έπ. – βλ. επίσης Γεωργακόπουλο, Το δίκαιον των εταιριών Ι, σελ. 118, κατά τον οποίο το στοιχείο της κοινότητας του εταιρικού σκοπού συνίσταται στην ενοχική ενότητα της εταιρικής δράσεως με την έννοια της συμμετοχής των εταίρων στα κέρδη και τις ζημιές και την ΕφΑΘ 8129/1977 ΝοΒ 26.1075, κατά την οποία το χαρακτηριστικό της εταιρίας συνίσταται στην «εκμετάλλευση της εταιρικής περιουσίας», προφανώς με την έννοια της συμμετοχής των εταίρων στο αποτέλεσμα της συνεργασίας τους). Το παραπάνω χαρακτηριστικό της «κοινότητας» του εταιρικού σκοπού με την έννοια της ΑΚ 741 λείπει από την κοινωνία και αυτό αποτελεί και το βασικό διακριτικό γνώρισμα μεταξύ της εταιρίας και κοινωνίας (βλ. Αστικό Κώδικα, Γεωργιάδη Σταθόπουλου ό.π, σελ. 148). Και επί εταιρίας δημιουργείται κοινωνία δικαιώματος, που όμως αποτελεί δευτερεύουσα και παρεπόμενη σχέση σε σχέση προς την εταιρία που είναι δυναμική κοινωνία σκοπού (ΕφΑΘ 8129/1977 ό.π.). Εξάλλου, εταιρία, με την ευρεία έννοια του όρου, είναι ο ιδιωτικού δικαίου οργανισμός, που συνήθως συγκαταλέγεται στις ενώσεις προσώπων, που και αυτές ανήκουν στη ευρύτερη έννοια των κοινωνιών σκοπού αντίποδα των κοινωνιών δικαιώματος. Ειδικότερα, τα κοινά συμφέροντα, για τα οποία γεννιέται και υπάρχει μια κοινωνία, ανάγονται είτε στην επιδίωξη κοινού σκοπού είτε σε κοινό δικαίωμα. Η κοινωνία της πρώτης περίπτωσης χαρακτηρίζεται ως «κοινωνία σκοπού» και της δεύτερης ως «κοινωνία δικαιώματος». Και οι δύο κοινωνίες ανήκουν στην έννοια γένους που χαρακτηρίζεται ως «κοινωνία συμφερόντων». Η εταιρία με την ευρεία έννοια του όρου ιδρύεται με δικαιοπραξία που συνήθως είναι σύμβαση, για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, που, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων, πρέπει να είναι κοινός και να πραγματώνεται με κοινή συμβολή των μελών της. Ο κοινός σκοπός άλλοτε είναι κερδοσκοπικός, άλλοτε απλά οικονομικός και άλλοτε ιδεολογικός ή ιδανικός. Εδώ υπάγονται κυρίως: το σωματείο του άρθρου 78 ΑΚ, η ερανική επιτροπή των άρθρων 122 επ. ΑΚ και η εταιρία με τη στενή έννοια του όρου. Η εταιρία με τη στενή έννοια του όρου περιλαμβάνει την αστική εταιρία των άρθρων 741 επ. ΑΚ και τις οκτώ εταιρίες του εμπορικού δικαίου. Δηλαδή, την ομόρρυθμη εταιρία, την απλή και κατά μετοχές ετερόρρυθμη, την αφανή, την ανώνυμη εταιρία, την εταιρία περιορισμένης ευθύνης, τη συμπλοιοκτησία και το συνεταιρισμό. Ως βασικότερες διαφορές ανάμεσα στην κοινωνία δικαιώματος και στην εταιρία με την ευρεία έννοια του όρου μπορούν να αναφερθούν οι εξής: πρώτο, η εταιρία παράγεται με δικαιοπραξία που συνήθως είναι σύμβαση, ενώ η κοινωνία δικαιώματος από το νόμο, συνεπώς ανεξάρτητα από τη βούληση των κοινωνών. Δεύτερο, στην εταιρία υφίσταται κοινός σκοπός των εταίρων και δέσμευση τους για την πραγμάτωση του σκοπού. Η κοινωνία από μόνη της είναι ξένη προς κάθε κοινό σκοπό και, βέβαια, προς κάθε σχετική δέσμευση των κοινωνών. Εδώ η κοινωνία είναι απόρροια της ανάγκης να αποτραπούν οι έριδες μεταξύ των κοινωνών με τη ρύθμιση, συνήθως μέσω κανονισμού, των σχέσεων που παράγονται ανάμεσα τους και που αφορούν στη χρήση, στη διοίκηση και συντήρηση του κοινού πράγματος. (Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, εκδ. 1997 σελ, 19-21). Εφόσον υφίσταται κοινωνία το άρθρο 790 ΑΚ, ορίζει ότι αν η διοίκηση και η χρησιμοποίηση κοινού πράγματος δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία, καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα να ζητήσει να την κανονίσει το δικαστήριο με τον τρόπο που είναι ο πιο πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο σε όλους τους κοινωνούς. Αν υπάρχει ανάγκη, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή. Στη διάταξη αυτή δεν καθορίζονται οι τρόποι της διοίκησης με δικαστική απόφαση του κοινού πράγματος και μόνον ενδεικτικώς ορίζεται ο διορισμός διαχειριστή. Η ρύθμιση δε αυτή δεν τείνει στη διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, η οποία αποσκοπεί στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες του προσφορότερου για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοικήσεως και χρησιμοποιήσεως του κοινού πράγματος (ΑΠ 1118/1995 ΕλλΔνη 38.589). Έτσι το δικαστήριο, στο οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε κοινωνός, επικαλούμενος μεταξύ των άλλων και την έλλειψη απόφασης όλων ή της πλειοψηφίας τους (ΑΠ 1769/1998 ΕλλΔνη 32.92), κανονίζει τη διοίκηση ή χρησιμοποίηση του κοινού κατά τον τρόπο που είναι πιο πρόσφορος και συμφέρει όλους τους κοινωνούς, έχοντας και τη δυνατότητα, για την καλύτερη επιτυχία του κοινού σκοπού των κοινωνών, να διορίσει διαχειριστή, η εξουσία του οποίου, καθοριζόμενη στην απόφαση, περιλαμβάνει κάθε πράξη διοικήσεως και διαχειρίσεως του κοινού, που τείνει στην προς το συμφέρον των κοινωνών εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας αυτού (ΕφΑΘ 9314/1996 ΕλλΔνη 38.1654, ΕφΑΘ 5562/1992 ΕλλΔνη 35.146). Σε επείγουσες δε περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου, είναι δυνατή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, για την προσωρινή ρύθμιση της διοικήσεως του κοινού και κατά συνέπεια και ο διορισμός διαχειριστή μπορεί να επιδιωχθεί με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων η οποία εκδικάζεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. και 731 επ. ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου που είναι κατά τόπον αρμόδιο και στην περίπτωση που το κοινό πράγμα είναι ακίνητο, της ειδικής (αποκλειστικής) διαδικασίας της τοποθεσίας του κοινού ακινήτου (ΑΠ 283/75 ΝοΒ 29.1069, ΑΠ 282/72 ΝοΒ 20.1932, ΕφΑΘ 4188/74 ΝοΒ 27.998, ΜονΠρθεσ 88/2012 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΜονΠρΑΘ 19275/95 ΔΕΕ 1996.268).

Μαρία Τζαβέλα

Δικηγόρος, LL.M.

E-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί