ΥΑ ΓΥ39α/2012: Ρυθμίσεις που αφορούν τον περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων
Τον τελευταίο καιρό έχουν προκληθεί πολλές αντιδράσεις αναφορικά με τα ζητήματα νομιμότητας, που εγείρει η ΥΑ ΓΥ39α/2012 «Ρυθμίσεις που αφορούν τον περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων» (ΦΕΚ Β 1002). Η γνωστή και ως διάταξη Λοβέρδου έχει προκαλέσει προβλήματα σχετικά με τον τρόπο ελέγχου στην πράξη των προσώπων που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών καθώς και των εκδιδόμενων που στερούνται του προβλεπόμενου βιβλιαρίου υγείας. Συγκεκριμένα, το γράμμα της ΥΑ αφήνει περιθώριο υποχρεωτικής διεξαγωγής εξετάσεων, ανεξάρτητα από τη συναίνεση του εξεταζόμενου, ενώ πολλά από τα νοσήματα που καλύπτουν οι έλεγχοι (πχ. HIV, HBV, HCV) έχουν μικρή πιθανότητα να μεταδοθούν, καθώς ο κύριος τρόπος μετάδοσής τους είναι η χωρίς προφύλαξη σεξουαλική επαφή. Επίσης, ως προβληματικό διαλαμβάνεται, ότι δεν ορίζεται ο χώρος διεξαγωγής των ελέγχων, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι το αστυνομικό τμήμα, αλλά πρέπει να είναι εξοπλισμένο ιατρείο, νοσοκομείο ή έστω εξοπλισμένη ιατρική κινητή μονάδα, ούτε προβλέπεται η παροχή συμβουλευτικής πριν και μετά τον έλεγχο. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, όταν οι χρήστες είναι αλλοδαποί, απαιτείται η χρήση πολιτισμικών μεσολαβητών, ώστε ο εξεταζόμενος να έχει πλήρη εικόνα των εξετάσεων, στις οποίες πρόκειται να υποβληθεί και να είναι έγκυρη η εκδήλωση της βουλήσεώς του. Τέλος, σε σχέση με τους χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών, αναφέρεται ότι βασική προϋπόθεση για την εγκυρότητα της συναίνεσής τους είναι η νοητική, φυσική και ψυχολογική κατάσταση, στην οποία βρίσκονται.
Η εν λόγω υπουργική απόφαση φαίνεται πως φέρνει σε αντιπαράθεση δύο βασικά έννομα αγαθά: αυτό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της δημόσιας υγείας. Αναφορικά με την εν λόγω σύγκρουση έχουν ενδιαφέρον όσα ανευρίσκουμε σε έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη. Ειδικότερα, ορίζεται ότι στο πλαίσιο της δημόσιας υγείας η προβληματική του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετατοπίζεται από τη διαπροσωπική σχέση ιατρού ασθενούς στον σχεδιασμό πολιτικών για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων νόσων, τις οποίες οφείλει να καθορίζει εξίσου με την παροχή βασικών εγγυήσεων κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας. Η σχέση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την προστασία της υγείας και τον περιορισμό μετάδοσης ενός νοσήματος τέθηκε με ιδιαίτερη προφανή τρόπο αναφορικά με τον ιό HIV/AIDS, η αντιμετώπιση του οποίου εγείρει ερωτήματα για τον ρόλο του κράτους, τη διακριτική μεταχείριση ατόμων, τον περιορισμό της αυτονομίας σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας και τις ηθικές και κοινωνικές επιπτώσεις ενός προβλήματος υγείας. Σύμφωνα με τη σύσταση No R (89) 14 του Συμβουλίου της Ευρώπης ένα από τα ηθικά και νομικά ζητήματα στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής υγείας που συνδέεται με τον ιό του HIV είναι η επιβολή περιοριστικών μέτρων. Παρά την (τότε ακόμη) δεδομένη έλλειψη θεραπείας και την αδυναμία επιβολής αλλαγής στη συμπεριφορά κάποιου, η επιβολή υποχρεωτικού ελέγχου εκλαμβάνεται ως ανήθικη, αναποτελεσματική, παρεμβατική, περιττή και εμπεριέχουσα διάκριση. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην οδηγία ότι παραβιάζει την αρχή της αυτονομίας και της σωματικής ακεραιότητας, επηρεάζει την ιδιωτικότητα του ατόμου και ενδέχεται να έχει σοβαρές ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες για το άτομο.
Για το λόγο αυτόν συστήνεται στις δημόσιες αρχές υγείας να απέχουν από την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία κινήσεων μέσω των αναποτελεσματικών, πλην όμως δαπανηρών, συνοριακών ελέγχων για τους κάθε είδους ταξιδιώτες, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών μεταναστών και να μην καταφύγουν σε περιοριστικά/αναγκαστικά μέτρα, όπως η καραντίνα και η απομόνωση για άτομα που είναι φορείς του HIV ή που πάσχουν από AIDS. Επίσης σύμφωνα με τη σύσταση 1116 (1989) με θέμα «AIDS και ανθρώπινα δικαιώματα» τα κράτη μέλη καλούνται να μην εφαρμόσουν το άρθρο 5 παρ. 1 περ. ε ΕΣ Α για να νομιμοποιήσουν την αυτοδίκαιη απομόνωση και νοσηλεία για μόνο τον λόγο ότι κάποιος είναι φορέας του ιού HIV.
Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι όσο σημαντική και να είναι η δημόσια υγεία, το γεγονός αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για αυτό τον λόγο άλλωστε η υπουργική απόφαση που εξετάσαμε εγείρει ζητήματα ακόμα και συνταγματικότητας.
Ελένη Κλουκινιώτη
info@efotopoulou.gr