Εξωδικαστική αναδιάρθρωση για τη ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών των άρθρων 60-61 του Ν. 4307/2014
Με τον νέο Ν. 4307/2014 θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, έκτακτα προσωρινά μέτρα για την ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους, ειδικότερα οφειλών βιώσιμων μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης (ΦΚΑ), καθώς και έκτακτες διαδικασίες για την εξυγίανση ή εκκαθάριση εν λειτουργία υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων.
Μεταξύ αυτών των μέτρων είναι και η προσφάτως θεσπισθείσα διαδικασία της εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης του άρθρου 61 του Ν. 4307/2014 για την ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Για τις ανάγκες του προλεχθέντος νόμου, ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται επιχειρήσεις που κατά τη χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών έως 2.500.000 ευρώ. Ως «επαγγελματίες» νοούνται φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει την εγγραφή του προσώπου σε ειδικό μητρώο, και που κατά τη χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών μέχρι 2.500.000 ευρώ.
Ως «επιλέξιμοι οφειλέτες» νοούνται μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες που πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις και υποβάλλουν αίτηση το αργότερο μέχρι 31 Μαρτίου του 2016: 1) δεν έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 ή έχουν εγκύρως παραιτηθεί από αυτήν μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως του άρθρου 60 του Ν. 4307/2014, 2) δεν έχουν λυθεί ούτε παύσει τις εργασίες τους και, εφόσον έχουν πτωχευτική ικανότητα, δεν έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής τους σε οποιαδήποτε από τις διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) ή έχει υπάρξει έγκυρη παραίτηση από σχετική αίτηση μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως του ως άνω άρθρου, 3) δεν έχουν καταδικαστεί οι ίδιοι οι επαγγελματίες ή οι φορείς της επιχείρησης και στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι διαχειριστές, οι εταίροι και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διαχείριση αυτών με οριστική απόφαση για φοροδιαφυγή ή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 ή για λαθρεμπορία ή για απάτη σε βάρος του Δημοσίου ή ΦΚΑ. Τέλος, ως «χρηματοδοτικός φορέας» νοείται κάθε πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων και των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και κάθε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης και κάθε εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Για την παροχή «επιλέξιμης διαγραφής» υπό την έννοια του άρ. 60 παρ. 2 ζ’ του ανωτέρω νόμου από χρηματοδοτικό φορέα ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση ρύθμισης των υποχρεώσεών του και βεβαίωση με το περιεχόμενο που προσδιορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 61 του Ν. 4307/2014. Η βεβαίωση αυτή επέχει θέση βεβαιωτικού όρκου κατά την έννοια του άρθρου 861 του ΚΠολΔ. Η αίτηση περιέχει πλήρη περιγραφή της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Ο χρηματοδοτικός φορέας παρέχει την αιτούμενη ρύθμιση ή και διαγραφή κατά τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με κριτήρια τα οποία επιλέγει για την αξιολόγηση της ικανότητας του αιτούμενου τη ρύθμιση ή και διαγραφή να ανταπεξέλθει στις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις. Σε άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ο χρηματοδοτικός φορέας μπορεί να παράσχει ρύθμιση ή και διαγραφή υπό διαφορετικούς όρους από τους περιλαμβανόμενους στην αίτηση ή και να αρνηθεί συνολικά τη ρύθμιση ή και διαγραφή. Αυτό σημαίνει ότι έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του πιστωτικού ιδρύματος η παροχή ρύθμισης ή και διαγραφής απαίτησης.
Βασικό κίνητρο για τους οφειλέτες σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 61 του ανωτέρω νόμου αποτελεί η πρόσθετη διαγραφή προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 20% πέραν των προβλεπομένων στα άρθρα 51 και 54 του Ν. 4305/2014, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσκομίσει στη Φορολογική Διοίκηση/ ή και στους ΦΚΑ βεβαίωση χρηματοδοτικού φορέα ότι έχει υπαχθεί σε ρύθμιση ή και διαγραφή κατά την έννοια των προαναφερθέντων διατάξεων. Από την άλλη πλευρά όμως, η μη προσήκουσα εκπλήρωση από τον οφειλέτη των όρων ρύθμισης για χρονικό διάστημα αθροιστικά μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών ως προς οποιαδήποτε από τις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις είτε προς το Δημόσιο, είτε προς τα πιστωτικά ιδρύματα, προκαλεί αυτοδικαίως την αναβίωση των ρυθμισθεισών υποχρεώσεων και την αναδρομική αναβίωση του συνόλου των προς όλους διαγραφεισών υποχρεώσεων, προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, τα οποία καθίστανται στο σύνολό τους άμεσα απαιτητά και ληξιπρόθεσμα.
Συγκρίνοντας τις νέες διατάξεις με το ισχύον νομικό πλαίσιο της εξυγίανσης του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρα 99 επ. του Ν. 3588/2007), καταλήγει κανείς στα εξής συμπεράσματα: η εξωδικαστική αναδιάρθωση διακρίνεται από εμπιστευτικότητα, δεν ενέχει τον κίνδυνο της απόρριψης της αίτησης από το δικαστήριο (και των συνακόλουθων δικαστικών εξόδων που παρουσιάζονται στην εξυγίανση εις βάρος του οφειλέτη), αλλά δεν συνοδεύεται από την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων (που αποτελεί βασικό πλεονέκτημα της εξυγίανσης), ενώ πολλές φορές είναι δυσχερής ο συντονισμός των πιστωτών. Ο οφειλέτης, σταθμίζοντας τα υπέρ και και τα κατά, θα πρέπει να επιλέξει ποια διαδικασία τον συμφέρει καλύτερα, ώστε να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές του.
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr