Επιστροφή παρακρατηθεισών αποδοχών υπαλλήλου που τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία λόγω επιβολής πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσης, μετά την ακύρωση από το ΣτΕ της ποινής αυτής
Σύμφωνα με το αναδρομικό αποτέλεσμα της ακυρώσεως από της δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως η ακύρωση ανατρέχει στο χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως, υποχρεουμένης της Διοικήσεως σε επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα τους θέση ή στη θέση όπου θα ευρίσκοντο αν η ακυρωθείσα παράνομη πράξη ή παράλειψη δεν είχε λάβει ποτέ χώρα. Όπως γίνεται παγίως δεκτό, η ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ: α) εξαφανίζει έναντι όλων την πράξη, κατά το μέρος που την ακυρώνει, β) ισχύει από της δημοσιεύσεώς της και ανατρέχει στο χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως, ώστε η τελευταία να θεωρείται ως μηδέποτε εκδοθείσα, γ) επαναφέρει αυτοδικαίως την πραγματική και νομική κατάσταση, που υπήρχε προ της εκδόσεώς της, δ) επαναφέρει σε ισχύ τις προ της ακυρώσεως τυχόν ισχύσασες διοικητικές πράξεις (βλ. Γνωμ. ΝΣΚ 214/2008). Εφόσον η πράξη έχει εξαφανιστεί από το νομικό κόσμο δεν είναι απαραίτητη η ανάκλησή της από τη Διοίκηση (βλ. Χ. Χρυσανθάκη, Διοικητική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 50, σελ. 1065 – 1066).
Κατά τη γνωμοδότηση με αριθμ. 312/2002 του Ε’ Τμήματος του ΝΣΚ, κρίθηκε ομόφωνα ότι στην περίπτωση που τέθηκε σε αργία αυτοδίκαια ο υπάλληλος και μεταγενέστερα, ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου ακυρώθηκε η απόφαση που είχε ως συνέπεια τη θέση αυτού σε αργία, ο υπάλληλος δικαιούται να αξιώσει το μισθό του, του χρόνου της αργίας, αφού κατά το χρόνο αυτό χωρίς υπαιτιότητά του δεν προσέφερε τις υπηρεσίες του και η επάνοδός του, μετά την εξαφάνιση της περί απολύσεως αποφάσεως είχε ως συνέπεια την χωρίς διακοπή αυτοδικαίως επερχόμενη ενεργό υπηρεσία του, χωρίς την παρεμβολή της πράξεως της διοικήσεως. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που ο υπάλληλος κατά του οποίου εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση περί οριστικής του παύσεως τίθεται αυτοδίκαια σε αργία από της κοινοποιήσεως της μέχρι λήξεως της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής ή της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της τυχόν ασκηθείσης κατ’ αυτής προσφυγής.
Αν εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί η περί οριστικής παύσεως απόφαση επανέρχεται αυτός αυτοδίκαια σε ενέργεια και δικαιούται των αποδοχών του πλήρων και του χρόνου της αργίας, αφού έπαυσε να υπάρχει η προκαλέσασα την αργία απόφαση. Για την απόληψη των αποδοχών που του παρακρατήθηκαν δεν απαιτείται παρεμβολή καταφατική ή αρνητική του υπηρεσιακού συμβουλίου, διότι τούτο αποφαίνεται μόνον στην περίπτωση που ο υπάλληλος τέθηκε σε δυνητική αργία με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου και η επάνοδός του την ενέργεια τίθεται από της κοινοποιήσεως σε αυτόν της πράξεως της διοικήσεως (βλ. και ΑΠ 1422/90).
Σε κάθε περίπτωση, η συμμόρφωση της Διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση πρέπει να είναι πλήρης, τόσο ως προς της διοικητικές συνέπειες (αναδρομικός διορισμός, διοικητική αποκατάσταση), όσο και ως προς τις οικονομικές (μισθολογική αποκατάσταση). Παρά ταύτα, η μισθολογική αποκατάσταση, σε επίπεδο αναδρομικής απόληψης αποδοχών δεν παύει να οριοθετείται από τις δημοσίας τάξης ρυθμίσεις περί παραγραφής του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (βλ. Γνωμ. ΝΣΚ με αριθμ. 60/2010).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr