Διόρθωση πρώτων εγγραφών στο κτηματολόγιο βάσει του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998 – Η αποδοχή της αγωγής από τον εναγόμενο
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει:
“1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο Κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση β` του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου.
2.α) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ` ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός εάν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) έτη. Για τα πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάσταση τους στην Ελλάδα. [….]”
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον, να ζητήσει με αγωγή, που απευθύνεται ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμοδίου καθ` ύλην και κατά τόπο (μονομελούς ή πολυμελούς) πρωτοδικείου, την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως της στον προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου.
Επίσης, κατά τις παραγράφους 1 περ. ιβ` και 5 του άρθρου 12 εδ. 4 του άρθρου 13 του ιδίου νόμου, η σχετική αγωγή πρέπει να καταχωρίζεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ` ανώτατο όριο, τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση της.
Με την διάταξη του άρθρου 298 ΚΠολΔ, η αποδοχή της αγωγής από τον εναγόμενο –που συνιστά το αντίθετο της παραίτησης-, της οποίας η αφετηρία βρίσκεται στην αρχή της οικονομίας της δίκης, με σκοπό το σύντομο τερματισμό μιας διαφοράς, για την οποία υπάρχει σύμπτωση βουλήσεων των διάδικων μερών, είναι η μονομερής εκείνη διαδικαστική πράξη που προέρχεται από το εναγόμενο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του ή τον ειδικό πληρεξούσιο του και απευθύνεται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου γίνεται και με την οποία αναγνωρίζεται και ισχυροποιείται πράξη του αντιδίκου του αποδεχόμενου, δηλαδή το συμπέρασμα του δικονομικού συλλογισμού (η υπό διάγνωση έννομη συνέπεια), το οποίο ταυτίζεται με το αίτημα της αγωγής. Γι` αυτό επιφέρει το αποτέλεσμα της και αν ακόμη η αγωγή είναι αόριστη ή νομικά αβάσιμη, αν υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όχι όμως και η αγωγή είναι απαράδεκτη (βλ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 364, Μπέη, Πολ. Δικονομία, τεύχ. 6, άρθρο 298, σελ. 1255, ΑΠ 1059/2001 ΕλλΔνη 2003.414, ΕφΑΘ 573/2001 ΕλλΔνη 2001.748, Εφθεσ 8232/2000 ΕλλΔνη 2001.1357, ΕφΑΘ 2931/2000 ΕλλΔνη 2002.173, ΕφΑΘ 1716/88 ΝοΒ 36.576, ΕφΑΘ 2976/86 Δ 18.324, ΕφΑΘ 1467/86 ΕλλΔνη 27.657).
Αλλά κατά τη ρητή διατύπωση του πιο πάνω άρθρου, η επέλευση των αποτελεσμάτων της αποδοχής εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου. Ο όρος αυτός έχει την έννοια ότι ο αποδεχόμενος έχει την εξουσία διάθεσης του επίδικου αντικειμένου (Μπέης, ό.π., σελ. 1255, αριθ. 4, Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, τόμ. Β`, άρθρο 298, αριθ. 8). Αν υπάρχουν περισσότεροι ομόδικοι, η αποδοχή της αγωγής κρίνεται αυτοτελώς για κάθε ομόδικο, δηλαδή αντικειμενικώς τόσο στην απλή όσο και στην αναγκαστική ομοδικία (76 παρ. 2), με εξαίρεση, ως προς την τελευταία περίπτωση, όταν η αξίωση διάθεσης του αναγνωριζομένου δικαιώματος ανήκει από κοινού σε όλους τους αναγκαίους ομοδίκους και όταν πρόκειται για υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση, οπότε η δήλωση αποδοχής πρέπει να προέρχεται από όλους τους ομοδίκους.
Κατά τη ρητή επίσης διατύπωση του πιο πάνω άρθρου, έκρινε η υπ’ αρ. 2912/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η αποδοχή μπορεί να γίνει από τον εναγόμενο με δικόγραφο που επιδίδεται στον ενάγοντα ή με δήλωση του στο δικαστήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή σιωπηρώς, δηλαδή με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς και αναμφιβόλως η πρόθεση αποδοχής. Ενόψει δε του επιτρεπτού της αποδοχής και σιωπηρώς, κατ` απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 297 ΚΠολΔ ως προς τον τύπο της παραίτησης από την αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί να γίνει αποδοχή και με δήλωση που περιέχεται στις προτάσεις που υποβλήθηκαν από τον εναγόμενο κατά τη συζήτηση (Μπέης, ό.π. σελ. 1256, αριθ. 5, Βαθρακοκοίλης ό.π., αριθ. 11 και 12, Βερβεσός, Δ 7.701, ΕφΑΘ 1467/87, ΕλλΔνη 27.657). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 98 ΚΠολΔ, η αποδοχή της αγωγής μπορεί να γίνει και από δικαστικό πληρεξούσιο του εναγομένου, εφόσον όμως αυτός, όπως ήδη έχει προεκτεθεί, έχει ειδική πληρεξουσιότητα (Μπέης, ό.π. σελ. 1236, αριθ. 5, Βαθρακοκοίλης, ό.π., αριθ. 3 και 21 και τόμ. Α`, άρθρο 98, αριθ. 3, ΑΠ 185/73 ΝΟΒ21.929).
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος LL.M.
e-mail: info@efotopoulou.gr