Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις σύστασης υιοθεσίας σύμφωνα με το Ρουμανικό Δίκαιο
Ο ρουμανικός νόμος περί ιθαγένειας (νόμος 21 της 1.3.1991, Monitorul Oficial 44/6.3.1991), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, προβλέπει στο άρθρο 5 την κτήση της ρουμανικής ιθαγένειας, αν οι γονείς του ανηλίκου ή και ο ένας μόνο από αυτούς έχει τη ρουμανική ιθαγένεια, είτε ο ανήλικος έχει γεννηθεί επί ρουμανικού εδάφους είτε όχι. Το τέκνο επομένως αποκτά την ιθαγένεια της φυσικής τους μητέρας, σε περίπτωση που είναι αγνώστου πατρός, σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο, (αρ. 5 ν. 21/1.3.1991) στο οποίο ισχύει το σύστημα της εξ αίματος (ius sanguinis) απόκτησης ιθαγένειας (βλ. σχετικά 264/2012 ΜΠρΣύρου, Δ/νη 2013/856, ΠΠρΑθ 912/2005 ΝοΒ 2006/1029).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 2447/1996, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας κατά τα υποκείμενα αυτής, ρυθμίζεται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους (ΑΠ 1787/1988, ΕλλΔνη 30, 346, ΕφΑθ 1737/1987 ΕλλΔνη 29, 540, ΠΠρΘεσ 18352/1998, Αρμ 1999, 411).
Όταν το υιοθετούμενο τέκνο είναι ρουμανικής καταγωγής θα εφαρμοστεί και το ρουμανικό δίκαιο ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις σύστασης της υιοθεσίας, αρκεί να μην έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη ή γενικά τη δημόσια τάξη (αρ. 33ΑΚ). Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση υιοθεσίας σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο ορίζονται κατωτέρω.
Η υιοθεσία ρυθμίζεται στη Ρουμανία από τον νέο αστικό κώδικα (εφεξής ρουμΑΚ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 01.10.2011, και στον οποίο ενσωματώνεται ο οικογενειακός κώδικας, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων για την υιοθεσία (άρθρα 468-499). Ταυτοχρόνως εξακολουθεί να ισχύει ο ειδικός νόμος 273 της 21ης.06.2004 περί ρυθμίσεως της υιοθεσίας (ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 01η.01.2005), τελευταίως τροποποιηθείς δυνάμει του ν. 233/2011 (σε ισχύ από την 07η.04.2012). Το κεφάλαιο II (άρθρα 5-18) του ν. 273/2004 ρυθμίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις υιοθεσίας.
Είναι δυνατή η υιοθεσία ανηλίκων τέκνων, δηλαδή τέκνων που δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον αυτή εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον τους (άρθρο 5 παρ. 1 και 2 ν. 273/2004). Αποκλίνοντας από τη διατύπωση του ν. 273/2004 αλλά υιοθετώντας κατ’ ουσία το ίδιο κριτήριο το άρθρο 455 παρ. 1 ρουμΑΚ εισάγει ως προϋπόθεση για την υιοθεσία τη μη απόκτηση πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας εκ μέρους του υιοθετούμενου. Όταν πρόκειται περί υιοθεσίας αδελφών πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, ώστε αυτά να υιοθετούνται από το ίδιο πρόσωπο ή την ίδια οικογένεια. Η υιοθεσία αδελφών από διαφορετικά πρόσωπα ή οικογένειες είναι δυνατή, μόνον αν με αυτόν το τρόπο εξυπηρετούνται τα υπέρτερα συμφέροντα των τέκνων (άρθρα 6 ν. 273/2004 και 456 ρουμΑΚ).
Η υιοθεσία ανηλίκου από περισσότερα πρόσωπα, ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς, δεν επιτρέπεται, εκτός εάν είναι σύζυγοι διαφορετικού φύλου (αρ. 7.1 παρ. 1 ν. 273/2004 και 462 ρουμΑΚ). Απαγορεύεται επίσης η υιοθεσία μεταξύ αδελφών καθώς και μεταξύ καθώς και μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων. Αδύνατη επιπλέον είναι και η υιοθεσία συζύγων ή πρώην συζύγων από το ίδιο πρόσωπο ή την ίδια οικογένεια ( αρ. 8 ν. 273/2004, 457, 458 και 459 ρουμΑΚ).
Μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου απαιτείται διαφορά ηλικίας τουλάχιστον δεκαοκτώ ετών. Αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την υιοθεσία, αν η διαφορά ηλικίας είναι μεν μικρότερη των δεκαοκτώ ετών, όχι όμως μικρότερη των δεκαπέντε ετών (αρ. 9 ν. 273/2004. Το άρθρο 460 ρουμΑΚ αποκλίνοντας από το άρθρο 9 ν. 273/2004 θέτει για την εξαιρετική περίπτωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου ως κατώτατο όριο διαφοράς ηλικίας τα 16 έτη).
Η υιοθεσία επιτρέπεται μόνο αν οι μέλλοντες θετοί γονείς έχουν τις οικονομικές και ηθικές προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλιστεί η επιτυχημένη και αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητας του τέκνου (αρ. 10 ν. 273/2004 και 461 ρουμΑΚ).
Προϋπόθεση για τη τέλεση της υιοθεσίας είναι η συναίνεση α) των φυσικών γονέων του υιοθετούμενου ή του επιτρόπου του, σε περίπτωση που οι γονείς έχουν αποβιώσει, είναι άγνωστοι, έχουν κηρυχθεί σε αφάνεια ή τελούν υπό δικαστική απαγόρευση, β) του προς υιοθεσία τέκνου, αν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, γ) του υιοθετούντος ή των υιοθετούντων , δ) του συζύγου του υιοθετούντος (αρ. 11 παρ. 1 ν. 273/2004 και 463 παρ. ρουμΑΚ). Συναίνεση που χορηγήθηκε ενόψει υποσχέσεως ή εν αναμονή ανταλλάγματος είναι άκυρη, ανεξαρτήτως του τύπου και του χρόνου χορηγήσεως της, δηλαδή προγενεστέρως ή μεταγενεστέρως της υποσχέσεως ή του ανταλλάγματος (αρ. 11 παρ. 2 ν. 273/2004 και 463 παρ. 2 ρουμΑΚ).
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η συναίνεση των φυσικών γονέων του τέκνου είναι απαραίτητη για την τέλεση της υιοθεσίας. Σε περίπτωση υιοθεσίας θετού τέκνου από τον σύζυγο του θετού γονέα, απαιτείται η συναίνεση του θετού γονέα αντί της συναινέσεως του φυσικού γονέα του τέκνου (αρ.12 παρ. 1 ν. 273/2004 και 464 παρ. 3 ρουμΑΚ). Ο γονέας ή οι γονείς του τέκνου, από τους οποίους έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα ή τους έχει απαγορευθεί η άσκησή της δυνάμει ποινικής καταδίκης, διατηρούν το δικαίωμα συναινέσεως στην υιοθεσία του τέκνου τους, απαιτείται όμως και η συναίνεση του νόμιμου εκπροσώπου του τέκνου (αρ. 12 παρ. 2 ν. 273/2004 και 464 παρ. 2 ρουμΑΚ). Αν ένας από τους φυσικούς γονείς έχει αποβιώσει, είναι άγνωστος, έχει κηρυχθεί σε αφάνεια, τελεί υπό δικαστική απαγόρευση ή ευρίσκεται σε κατάσταση που δεν του επιτρέπει να χορηγήσει τη συναίνεσή του, αρκεί η συναίνεση του άλλου γονέα (αρ. 12 παρ. 3 ν. 273/2004 και 464 ρουμΑΚ).
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να μη λάβει υπόψη την άρνηση των γονέων ή του επιτρόπου του τέκνου να συναινέσουν στην υιοθεσία, αν αποδεικνύεται δυνάμει οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ότι η άρνηση συναινέσεως στην υιοθεσία είναι αδικαιολόγητη και το δικαστήριο κρίνει ότι η υιοθεσία εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου, αφού ακούσει και τη δική του γνώμη (αρ. 13.2 ν. 273/2004 και 467 ρουμΑΚ).
Οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος του τέκνου πρέπει να χορηγούν ελεύθερα και άνευ όρων τη συναίνεσή τους για την τέλεση της υιοθεσίας, αφού έχουν προηγουμένως ενημερωθεί για τις συνέπειες αυτής και κυρίως για τη διακοπή των συγγενικών σχέσεων με το τέκνο (αρ. 14 ν. 273/2004 και 465 ρουμΑΚ).
Τέκνο του οποίου οι γονείς δεν έχουν συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας τους δεν δύναται να υιοθετηθεί (αρ. 14.1 ν. 273/2004). Οι ανήλικοι γονείς, μετά τη συμπλήρωση του 14ου έτους της ηλικίας τους, οφείλουν να χορηγήσουν τη συναίνεσή τους με τη βοήθεια του νόμιμου εκπροσώπου τους (αρ. 14.2ν. 273/2004).
Η συναίνεση των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου του τέκνου δίνεται αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη πρώτη συζήτηση της αιτήσεως. Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου από τον σύζυγο του φυσικού γονέα η συναίνεση του φυσικού γονέα χορηγείται με συμβολαιογραφικό έγγραφο (αρ. 15 ν. 273/2004, το άρθρο 468 ρουμΑΚ προβλέπει ότι οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της συναινέσεως ρυθμίζονται από ειδικό νόμο, ήτοι τον ν. 273/2004). Η συναίνεση των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου χορηγείται μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την καταχώρηση της γεννήσεως του τέκνου στο ληξιαρχείο και είναι ελευθέρως ανακλητή εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία που δόθηκε (αρ. 16 ν. 273/2004 και 466 ρουμΑΚ).
Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr