Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Προσβολή εγγράφου ως πλαστού

​Σύμφωνα με το άρθρο 460 ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα απεδείχθησαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461 ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Κατά δε το άρθρο 463 ΚΠολΔ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι εντεταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής διαδικασίας. Προϋποθέτει δηλαδή εκκρεμή δίκη, ενώπιον της οποίας προσκομίσθηκε ως αποδεικτικό μέσο ένα έγγραφο που προσβάλλεται ήδη κατ` ένσταση ως πλαστό. Επομένως ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, όχι δε και όταν η πλαστότητα του εγγράφου προτείνεται με κύρια αυτοτελή αγωγή, αλλά και με ανακοπή που αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς δίκης, αφού σύμφωνα με το άρθρο 585 παρ. 1 του ΚΠολΔ οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της για συζήτηση και τη συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή (Ολ ΑΠ 23/1999 ΕλλΔνη 2000, 29, ΑΠ 817/2004 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 922/2002 ΕλλΔικ 2003, 1352, ΑΠ 291/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
​Εξάλλου στη συναλλαγματική όπως και στην τραπεζική επιταγή, η δήλωση της βούλησης έχει τον τύπο της γραφής και της υπογραφής από τον οφειλέτη. Συνεπώς αν η υπογραφή στον τίτλο του φερόμενου ως υπόχρεου είναι πλαστή, δεν υπάρχει δήλωση βούλησης αυτού και ούτε ευθύνη του απέναντι στους κομιστές του τίτλου. Έτσι, η ένσταση πλαστότητας της υπογραφής (άρθρο 17 ν 5325/1932) μπορεί να αντιταχθεί εναντίον κάθε κομιστή, ακόμη και καλόπιστου, ενεργεί δηλαδή in rem και είναι προσωποπαγής, υπό την έννοια ότι μπορεί να την προτείνει μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή.
​Κατ´ απόκλιση δε από τον κανόνα που τίθεται με το άρθρο 457 παρ. 1 ΚΠολΔ, την πλαστότητα αποδεικνύει ο ίδιος ο φερόμενος ως υπόχρεος, γιατί, στην επιταγή και στους πιστωτικούς τίτλους γενικότερα, η εξασφάλιση της κυκλοφορίας του τίτλου και της προστασίας των συναλλαγών επιβάλλει την αντιστροφή αυτή του βάρους της απόδειξης, το οποίο πλέον φέρει αυτός που αμφισβητεί την υπογραφή του επί του τίτλου (βλ. Τσιριντάνη-Ρόκα Ενστάσεις κατ` απαιτήσεων εκ συναλλαγματικής εκδ. β` παρ. 19 σελ. 159 επ. Μπέη Δ 2 σελ 443 επ. ΕφΑΘ 11316/1986 ΕΕΜΠΔ/Γ988, Εφ.ΑΘ. 2183/1999 Αρμ. 2001, 1375, Εφ. Ιωανν 245/2002 ΔΕΕ 2004,924).
​Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 παρ. 1, 98 περ. Β` και 460 επ. ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για την υποβολή της ένστασης πλαστότητας του τίτλου από πληρεξούσιο δικηγόρο, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, η έλλειψη της οποίας αναπληρώνεται με την έγκριση του ενισταμένου, που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή και να συνάγεται από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του τελευταίου στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου. Τέτοια όμως πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται όταν έχει υποβληθεί αρμόδια σχετική μήνυση (ΕφΘ 2183/1999 ο.π. ΕφΑθ 3317/1990 ΕλλΔικ 1991, 150). Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 217 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η πληρεξουσιότητα μπορεί να δοθεί με δήλωση προς τον εξουσιοδοτούμενο ή προς τον τρίτο, με τον οποίο επιχειρείται η δικαιοπραξία. Εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, η δήλωση υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία, την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 7 και 8 του ν. 5325/1932 “περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν”, προκύπτει ότι για την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρεώσεως από συναλλαγματική απαιτείται έγγραφη δήλωση βουλήσεως επί του τίτλου αυτού, η οποία μπορεί να γίνει και με αντιπρόσωπο. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς συνάγεται, ότι η διάταξη του άρθρου 217 παρ. 2 ΑΚ τυγχάνει εφαρμογής και επί των αξιόγραφων, η δε πληρεξουσιότητα για την ανάληψη υποχρέωσης από την επιταγή πρέπει να είναι έγγραφη και να παρέχεται με πληρεξούσιο, τουλάχιστον ιδιωτικό, δηλαδή και με έγγραφο εκτός του εγγράφου του τίτλου, αφού από την ιδιομορφία και το σκοπό του εγγράφου της συναλλαγματικής συνάγεται ότι δεν είναι απαραίτητο, αλλ´ αντιθέτως είναι αυστηρό για τις συναλλαγές, να εξάγεται η εξουσιοδότηση προς υπογραφή εκ του τίτλου αυτού. Η τήρηση του εγγράφου τύπου στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται και από τις αρχές της προστασίας των τρίτων και της ασφάλειας των συναλλαγών, γιατί ο αντιπροσωπευόμενος δεν ευθύνεται διαφορετικά ούτε απέναντι του καλής πίστεως τρίτου, αφού δεν υπήρξε βούλησή του να δεσμευτεί υπό τον αυστηρό τύπο του αξιόγραφου της συναλλαγματικής, έτσι δε και ο καλόπιστος τρίτος παραμένει απροστάτευτος. Η υποστηριζόμενη αντίθετη άποψη, κατά την οποία αρκεί η σιωπηρή πληρεξουσιότητα, δηλαδή η δήλωση προς αντιπροσώπευση που συνάγεται εκ των περιστάσεων και ιδίως από τη φύση των πράξεων που ενεργεί ο αντιπρόσωπος με την ανοχή ή την εικαζόμενη έγκριση του αντιπροσωπευομένου, δεν βρίσκει ασφαλές έρεισμα στο νόμο 5325/1932, δεδομένου ότι με την παραδοχή της απόψεως αυτής παραβλέπεται η τυπικότητα του νόμου αυτού για την ανάληψη υποχρεώσεως εκ του τίτλου μόνο με υπογραφή, ενώ προσβάλλονται οι ανωτέρω αρχές, οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση αυτή, λόγω της φύσεως των αξιογράφων και της αδιακωλύτου διακινήσεως αυτών στις συναλλαγές. Ειδικότερα, δεσμεύεται υπέρμετρα εκ του τίτλου του αξιογράφου (συναλλαγματικής κλπ) ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησης του για αντιπροσωπευτική διάθεση, ούτε μεταγενέστερη έγκριση της αντιπροσωπευτικής εκπροσώπησης του δήθεν αντιπροσώπου (βλ. 19/2003 Ολ. ΑΠ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί