Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δικαστικό ένσημο στις αγωγές – Ιστορική εξέλιξης σχετικής νομοθεσίας – Ενδιαφέρον σχετικό της υπ’ αρ. 2554/2014 απόφασης του ΠΠρΑθ

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην. Δεν επέρχεται, δηλαδή, απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησης αυτής, αλλά η αγωγή απορρίπτεται κατ` ουσίαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, λόγω πλασματικής ερημοδικίας [βλ. ΑΠ 567/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1095/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1107/2005 ΝοΒ 54(2006).194, ΕφΠειρ 55/2009 Δίκη 2009.246, ΕφΘεσ 135/2008 Αρμ 2009.1223, ΕφΑθ 4687/2000 ΕλλΔνη 41(2000).1682].

Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, ορίζεται ότι «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η δε παράγραφος 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 ορίζει ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3994/2011 ορίζεται ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται ειδικότερα στις επιμέρους διατάξεις». Ο ν. 3994/2011 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 25.7.2011 στο υπ` αριθμ. 165 φύλλο στο πρώτο τεύχος (βλ. ΦΕΚ Α’ 165/25.7.2011).

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, που αντικαταστάθηκε με το άρθρου 70 του ν. 3994/2011, αντικαθίσταται ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Κατά, δε, το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012 ορίζεται ότι «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού». Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 προβλέπεται ότι «Τα έν τοίς προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών».

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά την 25.7.2011, οι αναγνωριστικές αγωγές που δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, β) Με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011 εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, δηλαδή από τον κανόνα ότι η διάταξη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ποιες αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών.

Ειδικότερα, με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, ο νομοθέτης όρισε ότι η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία πλέον προέβλεπε ότι σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται και οι αναγνωριστικές αγωγές, θα εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά την 25.7.2011. Με την τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης επέλεξε να μην υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ήδη ασκηθεί κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ασκηθεί μέχρι την 25.7.2011 και γ) με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ο νομοθέτης όρισε ότι η ως άνω εξαίρεση, ήτοι η εξαίρεση του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, δεν εφαρμόζεται σε όσες αγωγές είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, αλλά «μετατράπηκαν» σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια, αφού για όσες αγωγές ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και περιορίστηκαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση από την καταβολή δικαστικού ενσήμου που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, οι εν λόγω αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία προβλέπει ότι η διάταξη περί δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται:

  • αφενός οι αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και αφετέρου
  • οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και περιορίστηκαν (μετατράπηκαν) σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ήτοι μετά την 25.7.2011.

Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων και των τροποποιήσεων που αυτές επέφεραν, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, με το σκεπτικό ότι τίθεται ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Πλην όμως, οι ως άνω διατάξεις δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και εντεύθεν δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, για όποιον πολίτη αδυνατεί οικονομικώς να καταβάλει το προσήκον για την αναγνωριστική αγωγή του δικαστικό ένσημο, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3226/2004, με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (βλ. άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός των δικαιούχων της αρωγής αυτής, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3226/2004, ως εκείνων των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους οικονομικά.

Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί

αναγνωριστικών αγωγών, πληρούν τα κριτήρια που κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ απαιτούνται προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [βλ. τη σκέψη υπ’ αριθμ. 36 της από 24.5.2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας (63945/00)].

Και τούτο διότι με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητα της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντος με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δικαστικού ενσήμου δεν είναι 8‰, αλλά 11,0304‰, ήτοι 1,10304%). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στη δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντος σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος».

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι ως άνω διατάξεις με τις οποίες θεσπίζεται η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Σκέψεις: επιστροφή δικαστικού ενσήμου ως αχρεωστήτως καταβληθέν στην περίπτωση που απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους

Έχει κριθεί από τα δικαστήρια, ότι το προβλεπόμενο από το N. ΓΠΟΗ/12 τέλος δικαστικού ενσήμου συνιστά μέτρο φορολογικού χαρακτήρα που συναρτάται με την παροχή έννομης προστασίας από την Πολιτεία και υπόκειται στις ρυθμίσεις και στους περιορισμούς του αρ. 78 του Συντάγματος. Το τέλος αυτό, ως αναγόμενο στη φορολογία του αντικειμένου της δίκης, για το οποίο προκαλείται η απόφαση του Δικαστηρίου, θεωρείται ότι αναλώθηκε μόνον όταν η αγωγή απορριφθεί κατ’ ουσία και όχι ως απαράδεκτη για κάποιο τυπικό λόγο. Το αυτό ισχύει και όταν διαταγή πληρωμής ακυρώνεται για τυπικούς λόγους. Στην περίπτωση αυτή ο αιτών μπορεί να χρησιμοποιήσει το δικαστικό ένσημο στη δεύτερη αίτηση του για την έκδοση διαταγής πληρωμής για την ίδια αιτία. (ενδ. ΜονΠρωτ.Θεσπ 210/2007).

Κατά λογική ακολουθία των ανωτέρω το δικαστικό ένσημο επιστρέφεται ως αχρεωστήτως καταβληθέν σε περίπτωση που ο ενάγων, μετά την απόρριψη της αγωγής του για λόγους τυπικούς, για οποιονδήποτε λόγο, δεν προτίθεται ν’ ασκήσει νέα αγωγή (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 725/1995). Και στα διοικητικά ένδικα βοηθήματα με καταψηφιστικό αίτημα οφείλεται, όπως προειπώθηκε, τέλος δικαστικού ενσήμου (εξαιρέσεις προβλέπονται στο άρθρο 274 παρ.2 ΚΔΔ). Έχει κριθεί όπως και παραπάνω, ότι κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 275 παρ. 1 και 4 και 274 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97Α΄), το προβλεπόμενο από το Ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως εκάστοτε ισχύει, τέλος δικαστικού ενσήμου, ως αναγόμενο στη φορολογία του αντικειμένου της δίκης επί του οποίου προκαλείται η απόφαση του δικαστηρίου, δεν θεωρείται ότι αναλώθηκε, αν το σχετικό ένδικο βοήθημα απορριφθεί με απόφαση του δικαστηρίου όχι κατ΄ ουσίαν, αλλά μόνον ως τυπικά απαράδεκτο, όπως π.χ. λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας (ΔΕφΑΘ 571/2014, πρβλ. ΑΠ 273/1985, Πολ. Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 28883/2003, ΣτΕ 1570/2012).

 ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:

Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν.ΓΠΟΗ/1912 (Α΄ 3) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΓ περίπτωση 6) του Ν.4093/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 222/ 12-11-2012), το άρθρο 16 παρ.16 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Φ.Ε.Κ. Α΄ 237 /5-12-2012) και το άρθρο 40 παρ.16 του Ν.4111/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 18 /25-1-2013) έχει πλέον ως εξής:

«1.Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8ο/οο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Επί πλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό 10 τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό 5 τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου.».

 Από την ισχύ της παρούσας διάταξης, παύει να ισχύει κάθε άλλη που αφορά καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, κατά τα ανωτέρω ποσοστά εκτός της παραγράφου 1Α περίπτωση η΄ του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971 (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.)».

Με βάση τη παραπάνω διάταξη, το Δικαστικό ένσημο (αγωγόσημο) υπολογίζεται πλέον ως εξής:

Παράδειγμα: Αιτούμενο ποσό (κεφάλαιο) 20.000 ευρώ.

1.- 20.000 Χ 8‰     =    160,00 ευρώ (αγωγόσημο)

2.- 160 Χ  20%     =     32,00 ευρώ (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ)

3.- 160 Χ 10%      =     16,00 ευρώ (Τ.Α.Ν.)

4.- 160 Χ 5%      =       8,00 ευρώ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)

5.- 160 Χ 2,4%    =     3,84 ευρώ (χαρτόσημο)

ΑΝΑΛΥΣΗ: (χαρτόσημο  2% Χ 160  = 3,20 ευρώ   + ΟΓΑ  20% Χ 3,20  = 0,64 ευρώ   Σύνολο   = 3,84 ευρώ)

Σύνολο      =    219,84 ευρώ

Τρόπος έκδοσης δικαστικού ενσήμου:

Α) Δικ. ένσημο αξίας έως 300 ευρώ (κινητό, με επικόλληση ενσήμων «μίνι» Τ.Α.Ν.)

Β) Δικ. ένσημο από 300 ευρώ και πάνω εκδίδεται διπλότυπο από Δ.Ο.Υ. που επιμερίζεται ως εξής:

       -Αγωγόσημο (KAE 2375)

       -ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ (ΚΑΕ 82639)

       -Χαρτόσημο 2% (ΚΑΕ 1229)

       -Ο.Γ.Α. χαρτοσήμου 20% (ΚΑΕ 1228)

       -Τ.Α.Ν (ΚΑΕ 82623): Εκδίδεται γραμμάτιο μέσω του ΤΑΝ για την είσπραξη του πόρου από δικαστικό ένσημο. Προς το παρόν οι εξωτερικοί πωλητές συνεχίζουν τη διαδικασία επικόλλησης κινητού ενσήμου επί του δικαστικού ενσήμου.

Γ) Για τον πόρο υπέρ Ε.Ο.Π.Υ.Υ.: Εκδίδεται γραμμάτιο μέσω του Τ.Π.Δ.Α.-Τ.Υ.Δ.Α. για την είσπραξη του πόρου από δικαστικό ένσημο. Προς το παρόν οι εξωτερικοί πωλητές συνεχίζουν τη διαδικασία επικόλλησης κινητού ενσήμου επί του δικαστικού ενσήμου.

Από την υπ’ αριθμ. 196/15-02-2013 συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής  Νομικών  αποφασίστηκε ομόφωνα η κατάργηση είσπραξης χαρτοσήμου 2,4% επί του δικαστικού ενσήμου από τον Τομέα μας,  και η είσπραξη του να γίνεται  μόνο από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ.

Σημειώνουμε ότι δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο για κεφάλαιο έως διακόσια ευρώ (200 ) και στις εργατικές διαφορές για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί