Διάκριση μεταξύ πλαστογραφίας και πλαστογραφίας πιστοποιητικών
Ένα μείζονος σημασίας ζήτημα που έχει απασχολήσει τη νομολογία εντόνως κατά το παρελθόν και εξακολουθεί μάλιστα να γεννά και να τρέφει το θεωρητικό προβληματισμό μέχρι και σήμερα αποτελεί η διάκριση μεταξύ των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων για τα εγκλήματα,
αφενός της πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.) και αφετέρου της πλαστογραφίας πιστοποιητικού (άρθρο 217 Π.Κ.), το οποίο στοιχειοθετεί ειδικότερο και ευμενέστερο ως προς την ποινική του αντιμετώπιση αδίκημα.
Η γραμμή που ακολούθησε τελικώς η νομολογία είναι η εξής:
Από το άρθρο 216 §1 ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι κατηρτίσθη από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων ή αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίον είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως. Η χρήση του εγγράφου από τον υπαίτιο της καταρτίσεως ή της νοθεύσεως, θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικώς όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ` αυτόν την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει γνώση πράγματι ο τρίτος ή να παραπλανηθεί ούτος. Περαιτέρω από το άρθρο 217 §§1,2 ΠΚ, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση πιστοποιητικού ή μαρτυρικού ή άλλου εγγράφου ή η χρήση τοιούτου πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου ή η χρήση γνησίου πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί για άλλον και που μπορεί συνήθως να χρησιμεύσει για να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ιδίου που ενεργεί τα ανωτέρω ή άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη γνώση ότι το πιστοποιητικό είναι πλαστό ή νοθευμένο ή ότι έχει εκδοθεί για άλλο πρόσωπο, ως προς τα οποία στοιχεία αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Επί πλέον απαιτείται με την έννοια της “υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως” στο σημείο αυτό και σκοπός διευκολύνσεως της αμέσου συντηρήσεως, της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου του ιδίου ή άλλου. Δηλαδή ο δράστης να περιορίζει την ωφέλειά του στη διευκόλυνση της αμέσου συντηρήσεώς του κ.τ.λ. χωρίς να ενδιαφέρουν τα κίνητρα αυτού, ενώ δεν πρέπει να βλάπτεται ευθέως άλλος στις έννομες σχέσεις του ή να υπάρχει και άλλος σκοπός εκτός από τους ανωτέρω, διότι, άλλως, πρόκειται για το αδίκημα του άρθρου 216 ΠΚ.
Συνεπώς εάν η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του υπό του άρθρου 217 ΠΚ διαγραφομένου, τότε, και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του άρθρου τούτου (μαρτυρικά και πιστοποιητικά), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ. Δηλαδή το βασικό διακριτικό γνώρισμα μεταξύ πλαστογραφίας της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 217 ΠΚ συνίσταται εις το ότι, αφ` ενός μεν στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. γ` ΠΚ έγγραφα, αλλ` εξ αυτών μόνο πιστοποιητικά, μαρτυρικά ή και κάθε άλλο έγγραφο, το οποίο δύναται συνήθως να χρησιμεύσει ως τοιούτο και αφ` ετέρου ως προς τον σκοπό, για τον οποίο τελείται αυτή, ο οποίος, ήτοι, πρέπει να αποβλέπει μόνο στην άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του δράστου ή άλλου, χωρίς η ωφέλεια ή η ζημία η προερχομένη από την πράξη αυτή να έχουν την σημασία που έχουν για την θεμελίωση της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και τούτο διότι η ζημία και η ωφέλεια από την πράξη του άρθρου 217 ΠΚ έχουν δευτερεύουσα στην περίπτωση αυτή σημασία και δι` αυτό δεν ανήχθησαν αυτά από το νόμο σε συστατικά στοιχεία της πράξεως αυτής.
Συναφείς αποφάσεις που υιοθετούν το εν λόγω σκεπτικό είναι οι εξής: η 721/2010 ΑΠ (ΠΟΙΝ), Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, η 60/2007 ΑΠ (ΠΟΙΝ), Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, η 649/2008 ΑΠ (ΠΟΙΝ) δημοσιευμένη στο περιοδικό ΠΟΙΝΛΟΓ 2008/397, η 1152/2010 ΑΠ (ΠΟΙΝ) δημοσιευμένη επίσης στη ΝΟΜΟΣ.
Λυδία Ζωγοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr