Η νομοθετική ρύθμιση της διατροφής μετά το διαζύγιο
Η αξίωση προς διατροφή μετά το διαζύγιο προϋποθέτει απορία του δικαιούχου (μη δυνατότητα δηλαδή αυτοδιατροφής του) και ευπορία του υποχρέου (1442, 1443 και 1487 ΑΚ), παρέχεται δε από λόγους κοινωνικούς (ΑΠ 624/2002 ΕλΔ 43, 1635, ΑΠ 919/2002, ΝοΒ 51, 242).
Κατά συνέπεια η υποχρέωση αυτή παύει αν ο υπόχρεος δεν μπορεί πλέον να αποδώσει στο μέλλον διατροφή χωρίς να διακινδυνεύει η δική του. Αν η απορία είναι μερική, αντίστοιχη είναι η σχετική αξίωση και η απόφαση (ΑΠ 624/2002).
Η διατροφική αξίωση μετά το διαζύγιο μετά την αποσύνδεση της υπαιτιότητας από τους λόγους του διαζυγίου, δε χαρακτηρίζεται ως αποζημίωση του ανυπαιτίου ή αντίστοιχα ως κύρωση και ποινή κατά του υπαιτίου συζύγου για το παράπτωμά του, αλλά αντιμετωπίζεται ως κοινωνικός θεσμός που σκοπεί στην εξασφάλιση συμπαράστασης στον δοκιμαζόμενο άπορο πρώην σύζυγο. Ενώ δεν έχει τη μορφή αποζημίωσης η μεταγαμιαία διατροφή βαρύνει τους κληρονόμους του υποχρέου συζύγου, συνιστώντας αξίωση κληρονομητή. Η διατροφική αξίωση του διαζευγμένου συζύγου είναι στοιχειώδης και μείζονος ηθικοκοινωνικής σημασίας και βαρύτητας αξίωση οικογενειακού δικαίου που στηρίζεται στο γάμο και έχει εν γένει τα χαρακτηριστικά ενοχικής αξίωσης. Η αξίωση μεταγαμιαίας διατροφής δεν ταυτίζεται με την αξίωση διατροφής συζύγου στη διάρκεια του γάμου και κατ’ ακολουθία και κατά τη διάρκεια διακοπής της συμβίωσης ως προς τη νομική θεμελίωση, τις προϋποθέσεις, τη νομική φύση και τη μείωση ή απόσβεση αλλά πρόκειται για δύο, από άποψη ουσιαστικού δικαίου διαφορετικές αξιώσεις, που φυσικά είναι απολύτως δυνατόν να διαδέχονται χρονικά η μια την άλλη, όπως συμβαίνει σε πληθώρα περιπτώσεων από τη νομολογία. Πρόκειται για νέα αξίωση με νέα παραγωγικά γεγονότα, η οποία γεννάται με τη λήξη της άλλης. Κατά συνέπεια, αν μέσα στο χρονικό διάστημα για το οποίο έχει ζητηθεί με αγωγή ή έχει επιδικαστεί διατροφή συζύγου, λυθεί αμετάκλητα ο γάμος, δεν μπορεί για το μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου χρόνο, να μετατραπεί σε διατροφή διαζευγμένου, παρά μόνο αν ασκηθεί νέα αγωγή διατροφής για το μετά το διαζύγιο διάστημα ή αν ζητηθεί αυτή για επείγοντες λόγους προσωρινής προστασίας με τη μορφή των ασφαλιστικών μέτρων (και συγκεκριμένα προσωρινής επιδίκασης απαίτησης μεταγαμιαίας διατροφής καθότι σύμφωνα με το άρθρο 728 περ. 1 του ΚΠολΔ το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά ως ασφαλιστικό μέτρο εν όλω ή εν μέρει απαιτήσεις συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες ή διατροφής οφειλόμενης από το νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης). Τέλος, οι κανόνες που διέπουν τη μεταγαμιαία διατροφή δεν είναι αναγκαστικού αλλά ενδοτικού δικαίου και επιδέχονται απόκλιση ή διαφορετική ρύθμιση με ιδιωτική συμφωνία των μερών.
Αξίζει να επισημανθεί πως κατ’ απόκλιση από τη διάταξη 1389 ΑΚ και 1390 ΑΚ ο συσχετισμός (αναλογία) των δυνάμεων των δύο συζύγων δε συνιστά προϋπόθεση της μεταγαμιαίας διατροφικής αξίωσης, και ακολούθως της αντίστοιχης υποχρέωσης, δηλαδή καθοριστικοί για τη γέννηση του προς τούτο δικαιώματος, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα, είναι η απορία του δικαιούχου όπως ακριβώς στη διατροφή μεταξύ ανιόντων και κατιόντων (1486 ΑΚ) και η ευπορία του υποχρέου. Πέραν των βασικών προϋποθέσεων ορισμένες ειδικότερες προϋποθέσεις, οι οποίες πάντως πρέπει να συντρέχουν και να πληρούνται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά, για τη θεμελίωση δικαιώματος διατροφής μετά το διαζύγιο είναι οι εξής: 1) κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις ο αιτών σύζυγος να βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί ν’ αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ’ αυτό τη διατροφή του 2) κατά την έκδοση του διαζυγίου ο αιτών να έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, 3) ο φερόμενος ως δικαιούχος μεταγαμιαίας διατροφής σύζυγος να μη βρίσκει σταθερή εργασία ή να χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για χρονικό διάστημα που δε μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου ή 4) να συντρέχει περίπτωση όπου η χορήγηση μεταγαμιαίας διατροφής επιβάλλεται από λόγους επιείκειας. Η συνδρομή ή μη της ευπορίας και απορίας των συζύγων αντίστοιχα θα κριθεί με γνώμονα την αρχή της επιείκειας που διέπει το θεσμό, αλλά και ρητώς προβλέπεται στην περ. 4 του άρθρου 1442 ΑΚ στην οποία περιέχεται γενική ρήτρα εξουσιοδότησης προς το δικαστήριο να κρίνει σε κάθε άλλη περίπτωση εκτός από τις τρείς πρώτες αν την ύπαρξη ή όχι δικαιώματος διατροφής βάσει της ανωτέρω αρχής.
Τέλος, ο δικαιούχος οφείλει για την εξασφάλιση της διατροφής να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες που του παρέχουν τα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματά του αλλά και το ίδιο το κεφάλαιο της περιουσίας του. Η ευπορία του υποχρέου δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγικής αξίωσης αλλά εναπόκειται στον υπόχρεο να προβάλει ως ένσταση τον ισχυρισμό του περί διακινδύνευσης της δικής του διατροφής με την οποία ένσταση μπορεί αν η αδυναμία του είναι μερική να εξασφαλίσει τη συνέπεια της μερικής απαλλαγή του από την υποχρέωση διατροφής. Η υπαιτιότητα του υποχρέου για την περιέλευση αυτού σε κατάσταση απορίας δεν ασκεί έννομη επιρροή, εάν όμως πρόκειται για εκούσια πρόκληση της οικονομικής δυσπραγίας του, προς το σκοπό απαλλαγής του από την υποχρέωση διατροφής, η ένσταση αυτοδιακινδύνευσης της ίδιας διατροφής είθισται να αποκρούεται από τα δικαστήρια ως καταχρηστική.
Λυδία Ζωγοπούλου, δικηγόρος