Δικονομική μεταχείριση υπόθεσης που εισάγεται εσφαλμένα προς εκδίκαση κατά τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, ενώ υπάγεται στη νέα τακτική διαδικασία του Ν. 4335/2015
Η μείζων πρόταση της υπ’ αριθμ. 12935/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης[1] περιέλαβε εκτενείς σκέψεις για το εν θέματι ζήτημα, προκρίνοντας ως βέλτιστη τη λύση της παραπομπής της εσφαλμένα εισαχθείσας με ειδική διαδικασία ή με την παλαιά τακτική διαδικασία υπόθεσης, προς εκδίκαση με τη νέα τακτική διαδικασία, με μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου. Ακόμη, κατά τα γενόμενα δεκτά δυνάμει της ανωτέρω απόφασης, η κατάθεση της κλήσεως για επαναφορά της υπόθεσης προς συζήτηση κατά την προσήκουσα νέα τακτική διαδικασία, γίνεται με πρωτοβουλία του επιμελέστερου διαδίκου, χωρίς να τίθεται αυστηρό χρονικό πλαίσιο, ενώ, ακολούθως, η επίδοση της κλήσεως θα πρέπει να λάβει χώρα εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 215 §2 ΚΠολΔ, αφετήριο δε σημείο υπολογισμού των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ θα είναι το χρονικό σημείο της κατάθεσης της κλήσης. Ακολουθεί το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης:
«(…) Η τακτική διαδικασία, εξάλλου, αναμορφώθηκε πλήρως μετά τη θέσπιση του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.07.2015). Η νέα τακτική διαδικασία, η οποία είναι ενιαία και όμοια σε όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια χαρακτηρίζεται από την έγκαιρη συγκέντρωση όλου του έγγραφου υλικού (διαδικαστικών και αποδεικτικών εγγράφων) στο στάδιο της προδικασίας, ενώ προκρίνεται η έγγραφη διεξαγωγή της δίκης, επιτρεπομένης μόνο εξαιρετικά της εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο. Στις βασικές ρυθμίσεις της νέας τακτικής διαδικασίας εντάσσεται η υποχρεωτική επίδοση της αγωγής εντός των οριζομένων στο άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ προθεσμιών (30 ή 60 ημέρες), χωρίς ταυτόχρονη επίδοση κλήσης, όπως υπό την προϊσχύσασα τακτική διαδικασία, και τις ήδη αναμορφωμένες με το ν. 4335/2015 ειδικές διαδικασίες. Η μη επίδοση της αγωγής εντός της ανωτέρω προθεσμίας οδηγεί στο να θεωρείται η αγωγή μη ασκηθείσα κατ’ άρθρο 215 § 2 τελ. εδ. ΚΠολΔ. Στη νέα τακτική διαδικασία, εξάλλου, ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο γίνονται αργότερα και δη εντός 15 ημερών από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με ορισμό δικασίμου σε προθεσμία εντός τριάντα ημερών ή εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 237 § 4 ΚΠολΔ.
Στα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ περιλαμβάνονται οι σημαντικότερες από τις νέες ρυθμίσεις, που διαπνέουν τη νέα τακτική διαδικασία. Το στάδιο της προδικασίας αναδεικνύεται σε εξόχως σημαντικό στάδιο, αφού σε αυτό συγκεντρώνεται όλο το έγγραφο υλικό και ασκούνται όλες οι διαδικαστικές πράξεις μέσα σε αυστηρές προθεσμίες (βλ. ιδία τις ρυθμίσεις για την άσκηση των παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων, ανταγωγών). Οι προτάσεις κατατίθενται εντός προθεσμίας 100 ημερών (ή 130 ημερών επί διαμονής στο εξωτερικό του εναγομένου ή επί εναγομένου αγνώστου διαμονής) από την κατάθεση της αγωγής (ή του εξομοιούμενου με αυτήν ενδίκου βοηθήματος π.χ. ανακοπής), ενώ καθιερώνεται και εξαιρετικά αυστηρό σύστημα συγκέντρωσης, αφού το άρθρο 269 ΚΠολΔ καταργήθηκε και άπαντες οι ισχυρισμοί προτείνονται με τις προτάσεις, εξαιρουμένων μόνο των ισχυρισμών, που κατατείνουν σε αντίκρουση των περιεχομένων στις προτάσεις ισχυρισμών, που προτείνονται με την προσθήκη στις προτάσεις.
Κατά τα λοιπά, μετά την πάροδο της προθεσμίας των 100 (ή 130) ημερών από την κατάθεση της αγωγής (ή του τυχόν έτερου εισαγωγικού της δίκης και εξομοιουμένου με αγωγή ενδίκου βοηθήματος), που προβλέπεται για την υποβολή των προτάσεων, νέοι ισχυρισμοί δεν είναι δυνατό να προταθούν, ακόμα και αν είναι οψιγενείς ή διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι τέτοιοι ισχυρισμοί παραδεκτώς πλέον προτείνονται μόνο σε δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Η πληρεξουσιότητα, άλλωστε, όπως και το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής προσκομίζονται κατ’ αρχάς εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας των 100 ημερών, χωρίς πάντως να θεσπίζεται κάποιο απαράδεκτο ως κύρωση για την περίπτωση μη εμπρόθεσμης προσκόμισης. Στην περίπτωση, πάντως, που αμφισβητηθεί η ύπαρξη πληρεξουσιότητας, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, πρέπει να εκδοθεί απόφαση για την προσκόμιση του πληρεξουσίου εγγράφου κατ’ άρθρο 105 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 636/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 371/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΧαν 26/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Τ. I, υπό το άρθρο 105, στον αριθ. § 4, σ. 226), με δυνατότητα πάντως να αποφευχθεί η καθυστέρηση της διαδικασίας, στην περίπτωση, που ο διάδικος παραστεί μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατά τη συζήτηση και παράσχει πληρεξουσιότητα, ιδία αν είναι παρών και ο αντίδικός του. Το δικαστικό ένσημο, εξάλλου, πρέπει να προσκομίζεται μέχρι τη συζήτηση, χωρίς και πάλι, ωστόσο, να θεσπίζεται οιαδήποτε κύρωση για τη μεταγενέστερη προσκόμισή του, προς συμπλήρωση της εν λόγω τυπικής έλλειψης (βλ. άρθρο 227 ΚΠολΔ), η φύση της οποίας παραμένει η αυτή τόσο υπό το προϊσχύσαν, όσο και υπό το νυν ισχύον δίκαιο. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται εντός προθεσμίας 15 ημερών, μετά το πέρας των 100 (ή 130) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων, οπότε και κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας.
Εντός προθεσμίας 15 ημερών, αφότου κλείσει ο φάκελος της δικογραφίας, ορίζεται ο δικαστής ή η σύνθεση του πολυμελούς πρωτοδικείου και ο εισηγητής της υπόθεσης, αλλά και η ημερομηνία της δικασίμου. Η συζήτηση στο ακροατήριο δεν έχει στοιχεία προφορικότητας, σε αυτήν δε οι διάδικοι δεν υποχρεούνται να παρίστανται για τη συζήτηση της υπόθεσης, μάρτυρες δεν εξετάζονται και αναβολή της συζήτησης δεν χωρεί. Στο ακροατήριο κατά την ημέρα της συζήτησης, ωστόσο, είναι δυνατό να λάβουν χώρα ορισμένες δηλώσεις, όπως η παραίτηση από το δικαίωμα (άρθρο 296 ΚΠολΔ) ή από το δικόγραφο (άρθρο 294 ΚΠολΔ), εφόσον παρίσταται ο αντίδικος και δεν φέρει αντιρρήσεις στην τελευταία περίπτωση, η δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης (άρθρο 287 ΚΠολΔ), κ.α. Προκρίνεται, συνεπώς, η γραπτή διεξαγωγή της δίκης, με το προβάδισμα να δίδεται πλέον στις ένορκες βεβαιώσεις, εκτός και αν κριθεί αναγκαία η εξέταση μάρτυρα, οπότε και με πράξη ή με απόφαση που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 237 § 6 και 254 του ΚΠολΔ, τέτοια εξέταση μαρτύρων καθίσταται δυνατή. Στην περίπτωση που ουδείς εκ των αντιδίκων καταθέσει προτάσεις, εξάλλου, η συζήτηση ματαιώνεται και αν παρέλθουν 60 ημέρες, χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης με κλήση, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται μη ασκηθείσα (άρθρο 260 § 2 ΚΠολΔ).
Η κλήση μετά από ματαίωση επιδίδεται στον καλούμενο υποχρεωτικά εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, οι προτάσεις κατατίθενται σε 100 (ή 130) ημέρες από την κατάθεσή της και οι αμοιβαίες αντικρούσεις κατατίθενται με προσθήκη στις προτάσεις εντός 15 ημερών από την παρέλευση της προηγούμενης προθεσμίας, οπότε και κλείνει ο φάκελος (βλ. για όλα τα ανωτέρω Μακρίδου/Απαλαγάκη/Διαμαντόπουλο, Πολιτική Δικονομία, 2016, σ. 1-10).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1, άρθρου ένατου § 1 του ν. 4335/2015 οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 01.01.2016 αγωγές. ( )
Η εισαγωγή προς εκδίκαση ανακοπής κατά αρνητικής δήλωσης τρίτου, εκδικαζόμενης κατά την τακτική διαδικασία, με την προ του ν. 4335/ 2015 τακτική διαδικασία, ενώ εφαρμοστέα τυγχάνει η νέα, αναμορφωμένη τακτική διαδικασία, όπως αυτή περιγράφηκε σε αδρές γραμμές ανωτέρω, θέτει το ζήτημα της προσήκουσας δικονομικής μεταχείρισης της εν λόγω ανακοπής, μετά τη διαπιστούμενη εσφαλμένη εισαγωγή της προς εκδίκαση κατά την προ του ν. 4335/2015 τακτική διαδικασία. Είναι, βέβαια, αληθές ότι τέτοιες περιπτώσεις θα απαντώνται σπανίως επί αγωγών, δεδομένου ότι το κριτήριο που θέτει η διάταξη του άρθρου 1, άρθρου ένατου, § 1 είναι απλό και εύληπτο (εφαρμογή των νέων διατάξεων της τακτικής διαδικασίας επί αγωγών που κατατίθενται μετά την 01.01.2016). Αντιθέτως, στην περίπτωση ανακοπών κατά δήλωσης τρίτου, στο πλαίσιο αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, που δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, τόσο ο ενδεχόμενος δισταγμός ως προς τη φύση της δίκης ως διαδικασίας, που διέπεται από τις διατάξεις περί αναγκαστικής εκτέλεσης εν γένει, όσο και η ίδια η ρύθμιση, που επιτάσσει με έμμεσο μόνο τρόπο την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, αναλόγως της φύσης της απαίτησης του καθού η κατάσχεση, είναι περισσότερο πιθανό να δημιουργηθούν σχετικά ζητήματα κατά την εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση με την παλαιά τακτική διαδικασία, αντί της νέας.
Το ζήτημα δεν διαφέρει από την περίπτωση εσφαλμένης εισαγωγής μίας υπόθεσης της τακτικής διαδικασίας προς εκδίκαση κατά τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών μετά το ν. 4335/2015, αφού σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκείνο που προβληματίζει είναι η παράκαμψη της αυστηρής προδικασίας, που προβλέπεται στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας. Δεν αποτελεί, δηλαδή, ουσιώδη διαφορά το αν η υπόθεση εισήχθη να εκδικασθεί με μία ειδική διαδικασία ή με την προ του ν. 4335/2015 τακτική διαδικασία, που αποτελεί και αυτή εν τέλει μία παντελώς διάφορη διαδικασία έναντι της νέας τακτικής, αλλά το αν παρακάμφθηκε ή όχι η τηρητέα προδικασία και το αν καλείται σε εφαρμογή μία διαδικασία, που διαφέρει ουσιωδώς ως προς την εν γένει φιλοσοφία της (πχ ως προς το θέμα της εξέτασης μαρτύρων ή το συγκεντρωτικό σύστημα κ.λπ.). Πρέπει, συνεπώς, να αξιοποιηθούν οι σχετικές αναλύσεις ως προς το πλέον γνωστό ζήτημα της προσήκουσας μεταχείρισης της αγωγής εκείνης, που εισάγεται να εκδικασθεί με μία ειδική διαδικασία, αντί της νέας τακτικής διαδικασίας (βλ. ως προς τούτο ήδη Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το ν. 4335/2015, σ. 11-16, Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/2015 ΕΠολΔ 2015. 453 επ., Δ. Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014. 222 επ., Κυρ. Οικονόμου, Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016. 34 επ.). Οι διαφαινόμενες πιθανές λύσεις είναι τρεις, ήτοι: α) η απόρριψη της αγωγής (ή ανακοπής) ως απαράδεκτης (βλ. έτσι σε Μακρίδου/Απαλαγάκη/Διαμαντόπουλο, Πολιτική Δικονομία, 2016, σ. 12), β) η διακράτηση της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά την προσήκουσα, νέα τακτική διαδικασία, με άμεση εφαρμογή της από το δικαστήριο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ, ή γ) η παραπομπή της εισαχθείσας, κατά την παλαιά τακτική διαδικασία, υπόθεσης προς εκδίκαση με τη νέα τακτική διαδικασία, με μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου (βλ. έτσι Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το ν. 4335/ 2015, σ. 11- 16, Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/ 2015 ΕΠολΔ 2015. 453 επ., Δ. Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014. 222 επ., πρβλ. Κυρ. Οικονόμου, Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016. 34 επ. με επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο υλοποίησης της εν λόγω λύσης και ιδίως τον τρόπο περαιτέρω προώθησης της οικείας διαδικασίας). Παρά τις σχετικές αρχικές αμφιταλαντεύσεις, κρατεί πλέον στις δημοσιευθείσες επί του θέματος μελέτες (βλ. ανωτέρω) η άποψη ότι ως ορθότερη θα πρέπει να προκριθεί η τρίτη εκ των ως άνω λύσεων, ως λύση μη χείρων και κατά τούτο μόνο βέλτιστη. Ειδικότερα, η υπό στ. β΄ λύση είναι προδήλως αδύνατο να εφαρμοσθεί. Οι διαφορετικοί κανόνες που διέπουν μετά το ν. 4335/2015 την προπαρασκευή της συζήτησης δημιουργούν αδιέξοδα και δεν καταλείπουν περιθώρια στο δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει τη διαφορά με την κατάλληλη διαδικασία (βλ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το ν. 4335/2015, σ. 13). Και η υπό στ. α΄ λύση, όμως, δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή, επειδή η απόρριψη της αγωγής (ή ανακοπής) ως απαράδεκτης προσκρούει ως θέση στο ανυπέρβλητο εμπόδιο ότι μεταχειρίζεται εν τέλει τη διαδικασία εκδίκασης μίας υπόθεσης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, θέση η οποία έχει αποδοκιμαστεί από ετών στη νομολογία (βλ. και ΑΠ 1227/1983 ΕλλΔνη 1984. 352 ως προς το ότι η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω εισαγωγής της με εσφαλμένη διαδικασία ελέγχεται αναιρετικά κατ’ άρθρο 559 αριθ. 14, καθώς και εν γένει ΕφΛ 352/2004 Δικογραφία 2005. 73, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009. 853, ΕφΑθ 426/2002 ΑρχΝ 2003. 716, ΕφΛ 158/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 2492/2001, Αρμ 2002. 67, ΕφΘ 2295/1996 Αρμ 1996. 1095, ΜΠρΘ 15438/2015 ΕΠολΔ 2016. 300, ΜΠρΑθ 7025/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑρ 31/1994 Αρμ 1995. 63 ως προς το ότι κατά το παλαιό άρθρο 591 § 2 ΚΠολΔ, που σημειωτέον είχε όμοιο περιεχόμενο με το νέο άρθρο 591 § 6 ΚΠολΔ, αν η υπόθεση δεν υπαγόταν στη διαδικασία, κατά την οποία είχε εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαινόταν γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διέταζε την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία και αν μεν, πέραν της ακαταλληλότητας της διαδικασίας, το δικαστήριο ήταν και καθ’ ύλην αναρμόδιο, παρέπεμπε υποχρεωτικά την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο και εφάρμοζε την προσήκουσα διαδικασία, αν δε, δεν ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο, είχε τη διακριτική ευχέρεια, διατάζοντας την εκδίκαση της διαφοράς κατά την αρμόζουσα διαδικασία, είτε να εφαρμόσει αμέσως τις διατάξεις της διαδικασίας αυτής και να εκδώσει, χάριν οικονομίας της δίκης, μία ενιαία απόφαση που περιλάμβανε τόσο την ως άνω διάταξη, όσο και την επί της ουσίας κρίση, είτε να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίασή του, προκειμένου να εφαρμοσθεί η προσήκουσα διαδικασία, ως ιδία θα συνέβαινε, στην περίπτωση που, ενόψει των διαφορετικών ρυθμίσεων της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθίστατο ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρμογή της, λόγω έλλειψης κατάλληλης προπαρασκευής) και τη θεωρία (βλ. Πλεύρη σε Ερμηνεία κατ άρθρο ΚΠολΔ, επιμ. Απαλαγάκη, Τ. ΙΙ, 4η έκδ., σ. 1582, Ποδηματά σε Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία κατ άρθρο ΚΠολΔ, Τ. ΙΙ, υπό το άρθρο 591, στον αριθ. § 11, Σινανιώτη, Ειδικές διαδικασίες κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ΄έκδ., 2008, σ. 7-8). Η θέση αυτή θα κατέλειπε εκτεθειμένες τις εκδιδόμενες αποφάσεις σε αναίρεσή τους και εν τέλει θα προκαλούσε σημαντική καθυστέρηση εκ της αναγκαιότητας επανάσκησης του απορριφθέντος ως απαραδέκτου ενδίκου βοηθήματος. Στην περίπτωση, μάλιστα, όχι αγωγής, αλλά εκδικαζόμενης κατά την τακτική διαδικασία ανακοπής κατά αρνητικής δήλωσης τρίτου στο πλαίσιο συντηρητικής ή αναγκαστικής κατάσχεσης απαίτησης εις χείρας τρίτου, η αξίωση για άσκηση της ανακοπής εντός τριάντα ημερών από την πραγματοποίηση της δήλωσης, θα ήταν δυνατό να οδηγήσει κατά τρόπο ανεπιεική σε αδυναμία άσκησης πλέον της ανακοπής και εν τέλει σε στέρηση του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Επιπλέον, η εν λόγω άποψη καταλήγει να επιφυλάσσει διαφορετική νομική αντιμετώπιση για δύο όμοια δικονομικά φαινόμενα, αφού στη μεν περίπτωση που η υπόθεση εσφαλμένα εισάγεται στην τακτική, αντί ειδικής, ως κύρωση δεν προκρίνεται το απαράδεκτο της άσκησης του οικείου ενδίκου βοηθήματος (αλλά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ), ενώ η αντίθεση λύση προκρίνεται στην περίπτωση που η υπόθεση εσφαλμένα εισάγεται με την ειδική, αντί της τακτικής (βλ. Μακρίδου, ό.π., σ. 14 ως προς την ανωτέρω επισήμανση). Ζήτημα απαραδέκτου λόγω μη τήρησης της αρχής της προδικασίας δεν υφίσταται, διότι ακριβέστερα εν προκειμένω το ζήτημα δεν είναι η εισαγωγή της υπόθεσης με την προσήκουσα, νέα, τακτική διαδικασία και η μολαταύτα μη τήρηση της προβλεπόμενης σε αυτήν προδικασίας, αλλά η κατ’ εσφαλμένο τρόπο εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση με μία ειδική διαδικασία (ή την παλαιά τακτική διαδικασία), στο πλαίσιο της οποίας τηρήθηκε η προβλεπόμενη από αυτήν προδικασία, και ακολούθως η δέουσα δικονομική μεταχείριση του ως άνω ανώμαλου δικονομικού φαινομένου. Εξάλλου, και η υπό στ. γ΄ λύση της παραπομπής της υπόθεσης σε άλλη συνεδρίαση, ώστε να εφαρμοσθεί η ορθή διαδικασία με την έκδοση μη οριστικής απόφασης, δεν είναι ανέφελη. Η συγκεκριμένη λύση προκρίνεται ασφαλώς ως καταλληλότερη στην περίπτωση που μία υπόθεση εσφαλμένα εισάγεται να εκδικαστεί με την τακτική διαδικασία, ενώ εφαρμοστέα τυγχάνει μία ειδική διαδικασία (βλ. σχετικώς ΜΠρΛ 113/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην αντίστροφη περίπτωση, μια τέτοια παραπομπή φαίνεται κατ’ αρχάς χωρίς νόημα, στο μέτρο που με την παραπομπή της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά τη νέα τακτική διαδικασία, η προθεσμία επίδοσης της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της θα έχει συνήθως προ πολλού παρέλθει, οπότε και η αγωγή θα θεωρείται μη ασκηθείσα. Όπως, μάλιστα, παρατηρείται σχετικώς, επί παραπομπής της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικασία, η ανελαστική αξίωση για αυστηρή τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας, θα ανάγκαζε εν τέλει τον ενάγοντα να προβεί σε παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής και σε κατάθεση νέας αγωγής κατά τη νέα τακτική διαδικασία, γεγονός που θα επιβάρυνε σημαντικά και κατά τρόπο ανεπιθύμητο τόσο τους διαδίκους, όσο και τα δικαστήρια (βλ. Μακρίδου, ό.π., σ. 13). (…)
Λύσεις, άλλωστε, όπως ο υπολογισμός της προθεσμίας του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ από την έκδοση της απόφασης περί παραπομπής της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά τη νέα τακτική διαδικασία ή από την κατάθεση της κλήσης, μετά την έκδοση της ίδιας ως άνω απόφασης περί παραπομπής, δεν φαίνεται να έχουν έρεισμα στο νόμο (βλ. Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/2015 ΕΠολΔ 2015. 453 επ. και ιδίως στις σ. 475-476, Δ. Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014. 222 επ. και ιδίως στη σ. 224). Μη εναπομένουσας, συνεπώς, έτερης δυνατής ερμηνευτικής προσέγγισης, η οποία να διασώζει τον επιδιωκόμενο νομοθετικό στόχο, με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις, αναγκαία καθίσταται μία contra legem ερμηνεία του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ (βλ. έτσι Μακρίδου, ό.π., σ. 14-15). Μόνο κατά τον τρόπο αυτό, άλλωστε, διασώζεται και η πρόβλεψη του άρθρου 591 § 6 του ΚΠολΔ για την αντιφατικώς, κατά τα λοιπά, θεσπισθείσα πρόβλεψη περί την εκδίκαση μίας εισαχθείσας με εσφαλμένη (είτε τακτική, είτε ειδική) διαδικασία υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία, που άλλως θα καθίστατο πρόβλεψη κενή περιεχομένου στις ανωτέρω περιπτώσεις.
Συνεπώς, στην περίπτωση που μία υπόθεση εσφαλμένα εισάγεται με ειδική διαδικασία, αντί της νέας τακτικής, η υπόθεση πρέπει να παραπέμπεται με μη οριστική απόφαση, για να εκδικαστεί κατά την προσήκουσα νέα, τακτική διαδικασία. Η υπόθεση θα πρέπει να επαναφερθεί προς συζήτηση με κλήση. Η αξίωση για επίδοση της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της δεν είναι δυνατό στην περίπτωση αυτή να εφαρμοσθεί. Στην περίπτωση, άλλωστε, της ανακοπής κατά αρνητικής δήλωσης εις χείρας τρίτου, μία τέτοια λύση θα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, αφού η μεν διαπίστωση της εμπρόθεσμης άσκησης (εντός τριάντα ημερών από τη δήλωση ή την πάροδο του οκταημέρου προς δήλωση) θα έπρεπε να ανατρέξει στην αρχική επίδοση της ανακοπής (αφού σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν πάντοτε εκπρόθεσμη), ακολούθως, όμως, θα έπρεπε να επακολουθήσει νέα επίδοση, χωρίς ουσιαστικές έννομες συνέπειες, μόνο για την τήρηση του γράμματος του νόμου σε μία περίπτωση εντελώς διαφορετική. Η επίδοση της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση, εξάλλου, εντάσσεται εν τέλει σε ένα σύστημα αυστηρής προδικασίας, με σκοπό την ταχεία προπαρασκευή της συζήτησης σε ένα σαφώς προδιαγεγραμμένο πλαίσιο. Η επίδοση εντός τριάντα ημερών αποσκοπεί στο πλαίσιο αυτό στην έγκαιρη ενημέρωση του αντιδίκου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι 100 (ή 130) ημέρες προς κατάθεση των προτάσεων αφετηριάζονται στον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, ανεξαρτήτως του χρόνου επίδοσης. Τούτη η στόχευση εκ των πραγμάτων τίθεται εκποδών στην περίπτωση της έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης για εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικασία. Ο αντίδικος, επί υποστατής και έγκυρης τουλάχιστον επίδοσης, θα έχει ήδη ενημερωθεί για την ύπαρξη σε βάρος του σχετικής αγωγής (ή ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ). Το ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι η εκ νέου ενημέρωσή του, αλλά ο προσδιορισμός ενός σαφούς αφετήριου γεγονότος για τη δυνατότητα τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, άλλωστε, η διαδικασία που ήρξατο με την αρχική άσκηση της αγωγής εξακολουθεί να υφίσταται και δεν οικοδομείται μία εκ θεμελίων νέα διαδικασία επί τη βάσει μίας νέας αγωγής. Ως λύση που προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια και προβλεψιμότητα αναφορικά με τον υπολογισμό των οικείων προθεσμιών, πρέπει να προκριθεί αυτή του υπολογισμού τους (των 100 ή 130 ημερών για την κατάθεση προτάσεων κοκ) από την κατάθεση της κλήσης. Τα ζητήματα, που τίθενται, είναι εκ πρώτης άποψης τα ακόλουθα: α) Αν η κλήση θα πρέπει να κατατεθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης, β) αν η κλήση θα πρέπει να επιδοθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την κατάθεσή της και γ) το χρονικό σημείο, από το οποίο θα πρέπει να εκκινήσουν οι σχετικές προθεσμίες του άρθρου 237 ΚΠολΔ. Στη νέα τακτική διαδικασία, σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται η υποβολή κλήσης προς συζήτηση, προβλέπεται και σχετική προθεσμία (βλ. πχ άρθρο 260 § 2 ΚΠολΔ ως προς την υποχρέωση κλήσης του αντιδίκου εντός τριάντα ημερών από τη ματαίωση της συζήτησης ή την πρόβλεψη του άρθρου 254 § 2 ΚΠολΔ ως προς την πρόβλεψη επίδοσης τριάντα ημέρες πριν από την επαναλαμβανόμενη συζήτηση). Πρόβλεψη για τον χρόνο επίδοσης της κλήσης μετά από παραπεμπτική απόφαση δεν υφίσταται (βλ. σχετικώς Μακρίδου, ό.π., σ. 15-16), συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης κατάθεσης κλήσης μετά από έκδοση οριστικής, παραπεμπτικής απόφασης λόγω αναρμοδιότητας, δεδομένου ότι κατά τα λοιπά η διάταξη του άρθρου 228 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται στη νέα τακτική διαδικασία (βλ. ως προς τούτο αντί άλλων Μπαλογιάννη/Ρεντούλη, Ερμηνεία κατ άρθρο ΚΠολΔ, επιμ. Απαλαγάκη, 4η έκδ., 2016, Τ. Ι, υπό το άρθρο 228, στον αριθ. περ. 1, σ. 700). Όπως και στην τελευταία αυτή περίπτωση της έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης λόγω αναρμοδιότητας, σημαντικός και ανυπέρβλητα αναγκαίος λόγος για την υποχρέωση κατάθεσης της κλήσης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης δεν υφίσταται (πρβλ., ωστόσο, και Μακρίδου, ό.π., σ. 15). Η ανωμαλία από την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης είναι, άλλωστε, δεδομένη, παρότι το δικονομικό φαινόμενο δεν θα είναι ασύνηθες, οι δε σχετικές προβλέψεις του νόμου είναι κατά τα λοιπά προσανατολισμένες μόνο στην περίπτωση, που η διαδικασία εξελίσσεται απολύτως ομαλά. Ελλείψει, συνεπώς, σχετικής ρύθμισης, το ζήτημα θα πρέπει να αφεθεί στη γενικότερη αρχή της προώθησης της δίκης με πρωτοβουλία των διαδίκων, με κατάθεση της κλήσης από τον επιμελέστερο των διαδίκων σε όχι αυστηρό χρονικό πλαίσιο, πολλώ δε μάλλον που τέτοιο δεν προβλέπεται εν γένει επί παραπεμπτικών αποφάσεων (βλ. αντί άλλων Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄έκδ., 2016, σ. 262-264 ως προς τις εκφάνσεις της εν λόγω αρχής και τις ρωγμές που υπέστη με την υιοθέτηση του ν. 4335/ 2015). Μετά την κατάθεση της κλήσης, ωστόσο, η διαδικασία τροχοδρομείται και πάλι στην κανονικότητα της νέας τακτικής διαδικασίας, που απαιτεί την αυστηρή τήρηση προθεσμιών για την περαιτέρω προώθησή της. Για τους ίδιους λόγους, που απαιτείται κατά το άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ η επίδοση της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, ήτοι για την ενημέρωση του αντιδίκου και την παροχή του αναγκαίου χρόνου προς προπαρασκευή της άμυνάς του, για τους ίδιους λόγους και η επίδοση της κλήσης θα πρέπει να λάβει χώρα εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ (βλ. και Μακρίδου, ό.π., σ. 16), ανεξάρτητα από το αν καλών είναι ο ενάγων/ανακόπτων ή ο εναγόμενος/καθού η ανακοπή. Για τους ίδιους λόγους, μάλιστα, η εκκίνηση των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ, θα πρέπει να έχει ως αφετήριο σημείο, το χρονικό σημείο της κατάθεσης της κλήσης. Συνεπώς, οι προτάσεις θα πρέπει να κατατεθούν εντός προθεσμίας 100 (ή 130) ημερών από την κατάθεση της κλήσης, αν δε η κλήση επιδοθεί κατά την τριακοστή ημέρα από την κατάθεσή της, ο αντίδικος του καλούντος θα διαθέτει μικρότερη προθεσμία για την προετοιμασία του. (…)».
Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος
[1] Βλ. ΠολΠρΘεσσ 12935/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝοΒ 2017, σελ. 2077 επ..